Είναι γνωστή η θέση του κατόχου βραβείου Νόμπελ στα οικονομικά και εξέχοντος εκπροσώπου της μονεταριστικής σχολής MiltonFriedman: «Ο πληθωρισμός είναι πάντα και παντού ένα νομισματικό φαινόμενο,…, με την έννοια, ότι εμφανίζεται ή μπορεί να εμφανισθεί, όταν η ποσότητα του χρήματος αυξάνεται ταχύτερα από τη συνολική παραγωγή».

Ads

Σε πρώτη ανάγνωση θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή μια τέτοια άποψη, αν δεν συνοδευτεί με την πολυαγαπημένη παρατήρηση των όπου γης οικονομολόγων «…εξαρτάται από». Άλλωστε, πως εξηγείται το φαινόμενο, όταν οι κεντρικές τράπεζες την τελευταία  δεκαετία δημιουργούσαν άπλετο χρήμα και επιμήκυναν τους ισολογισμούς τους, ενώ από την άλλη οι τιμές κινούντο κοντά στο μηδέν, σε πολλές χώρες μάλιστα  και σε αρνητικό επίπεδο με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζουν πρόβλημα αποπληθωρισμού (deflation); Ή ακόμη, αν υποθέσουμε ότι η ποσότητα του κεντρικού χρήματος παραμένει σταθερή, τι θα συμβεί με τις τιμές σε περίπτωση που για κάποιους λόγους εμφανισθεί στην αγορά το φαινόμενο της ανεπάρκειας αγαθών;
 
Η εμπειρία του παρελθόντος
 
Για την αντιμετώπιση ανεπιθύμητων φαινομένων στην εφαρμοσμένη οικονομική πολιτική, προστρέχουμε συχνά στην εμπειρία του παρελθόντος, που αποκτήθηκε από παρόμοιες περιπτώσεις. Σε ότι αφορά τις απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα, η πλέον χρονικά εγγύτερη περίπτωση υψηλών πληθωριστικών πιέσεων σε πλανητικό επίπεδο, είναι εκείνη της δεκαετίας του ΄70. 

Στον πυρήνα του προβλήματος  βρέθηκαν οι  δύο πετρελαϊκές κρίσεις του 1973/74 και του 1979/80. Όμως, το οικονομικό περιβάλλον εκείνης της εποχής στις μεγάλες οικονομίες, ήταν εκείνο που επέδρασσε αποφασιστικά στον εκτροχιασμό του γενικού επιπέδου των τιμών. Κυρίως οι παραγωγικές στενότητες (capacitybottlenecks), οι οποίες δεν επέτρεπαν την επέκταση της παραγωγής. Οι οικονομίες λειτουργούσαν σε επίπεδο πλήρους απασχόλησης, η δε ανεργία δεν ξεπερνούσε το 1%.

Σε αυτές τις περιπτώσεις, όπου υπάρχει έλλειψη στελεχών στην αγορά, οι επιχειρήσεις διαγκωνίζονται μεταξύ τους για να προσελκύσουν εργαζόμενους πληρώνοντας όσο όσο, το δε κόστος το μετακυλούν στις τιμές. Από την άλλη, οι εργατικές ενώσεις βρίσκονται στη θέση του ισχυρού και επιτυγχάνουν υψηλές αποδοχές για τα μέλη τους, οι δε επιχειρήσεις αντί να καλύψουν τουλάχιστον ένα μέρος των αυξήσεων με τα κέρδη τους προτιμούν να τις επιρρίψουν στις τιμές.

Ads

Έτσι αναπτύχθηκε και η θεωρία ή μύθος του ρόλου της σπειροειδούς επίδρασης μισθών και τιμών(wagepricespiral), η οποία ανασύρεται κάθε φορά όταν παρουσιάζονται φαινόμενα υψηλού πληθωρισμού, αφενός για να επιρριφθούν οι ευθύνες στους εργαζόμενους για τις αυξήσεις και αφετέρου για να χρησιμοποιηθεί ως επιχείρημα απέναντι στις μισθολογικές απαιτήσεις τους.
 
Πως λειτουργεί το «σπιράλ μισθών-τιμών»
 
Πολύ απλοϊκά, όταν αυξάνονται οι μισθοί, αυξάνεται η ζήτηση των νοικοκυριών καθώς και το κόστος παραγωγής των προϊόντων, το οποίο μετακυλίεται από τις επιχειρήσεις στις τιμές.

Στη συνέχεια λόγω της αύξησης των τιμών, οι εργαζόμενοι απαιτούν υψηλότερους μισθούς, αυξάνεται η ζήτηση, αυξάνονται πάλι οι τιμές και η διαδικασία συνεχίζεται μέχρι να υπερθερμανθεί η οικονομία και να καταλήξει σε στασιμοπληθωρισμό ή ακόμη και σε ύφεση, η οποία συνοδεύεται με χρεοκοπίες επιχειρήσεων και με περικοπές θέσεων εργασίας.

Αυτό συμβαίνει όμως σε περίπτωση που οι αυξήσεις στους μισθούς είναι υπερβολικές κυρίως δε, όταν είναι μεγαλύτερες από την αύξηση της παραγωγικότητας της προηγούμενης περιόδου. Στην πραγματικότητα παρατηρούμε ότι δεν είναι οι μισθοί που προωθούν τις ανατιμήσεις, αλλά άλλοι  σημαντικοί παράγοντες, οι οποίοι μπορούν να οδηγήσουν σε ένα σπιράλ τιμών-μισθών αλλά σε καμιά περίπτωση σε παρόμοιο μισθών-τιμών.
 
Τη δεκαετία του εβδομήντα δεν ήταν μόνο οι πετρελαϊκές κρίσεις που οδήγησαν σε αυξήσεις τιμών και μισθών, αλλά όπως αναφέρθηκε, και το πολύ χαμηλό ποσοστό ανεργίας όπως και οι τεράστιες δαπάνες του αμερικανικού κράτους που χρησιμοποίησε απλόχερα την εκδοτική μηχανή για τη χρηματοδότηση του πολέμου του Βιετνάμ καθώς και του κοινωνικού προγράμματος “GreatSociety”.

Τότε όμως,  αρκούσε μια γενναία αύξηση των επιτοκίων των κεντρικών τραπεζών για να μειωθεί ο πληθωρισμός. Σήμερα τα πράγματα είναι πολύ πιο διαφορετικά. Τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν, ότι η ανοδική τάση στο γενικό επίπεδο των τιμών ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 2021 (στην Ελλάδα μετά το Μάρτιο), ενδυναμώθηκε από το Σεπτέμβριο και πήρε καλπάζουσα μορφή μετά την 24η Φεβρουαρίου του 2022, όταν έγινε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
 
Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι η αύξηση των τιμών στα ενεργειακά προϊόντα, φυσικό αέριο και αργό πετρέλαιο καθώς και τα διαπιστωμένα υπερκέρδη των ενεργειακών επιχειρήσεων, είναι η βασική αιτία για την επακόλουθη αύξηση των τιμών σε πολλά αγαθά και υπηρεσίες. Είναι σημαντικός άλλωστε ο ρόλος της  ενέργειας αφού εισέρχεται ως κόστος στην παραγωγή των περισσότερων προϊόντων αλλά και στις μεταφορές τους.

Μαζί με άλλα στοιχεία, όπως οι ελλείψεις σε πρώτες ύλες, τα προβλήματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες, η έλλειψη βασικών εξαρτημάτων όπως οι ημιαγωγοί, αλλά ακόμη και οι ανισορροπίες στις διεθνείς συναλλαγές που προέκυψαν μετά την επιβολή στη Ρωσία κυρώσεων και αντικυρώσεων, δημιουργήθηκε ένα εκρηκτικό μείγμα, το οποίο παρά τις προσπάθειες που έγιναν σε Αμερική και Ευρώπη με τα κλασσικά μέσα περιορισμού του πληθωρισμού, ακόμη βρισκόμαστε στο στάδιο της προσπάθειας αναχαίτισης.

Όπως είναι φανερό στην προκείμενη περίπτωση,οι αυξήσεις των επιτοκίων βάσης των κεντρικών τραπεζών είναι ανίσχυρες για να καταφέρουν μεγάλο πλήγμα στον πληθωρισμό. Ταυτόχρονα καλλιεργούν το έδαφος για μια επικείμενη ύφεση. Από την άλλη δεν είναι στις δυνατότητες των κρατών να δαμάσουν το ενεργειακό κόστος, αφού ούτε τον πόλεμο είναι σε θέση να σταματήσουν, ούτε και τις αναγκαίες ποσότητες ενέργειας να εξασφαλίσουν μέσω άλλων επιλογών. Εκείνο τελικά που απομένει είναι, να αναζητήσουμε τρόπους άμβλυνσης των επιπτώσεων του πληθωρισμού κυρίως στα εισοδήματα μισθωτών και συνταξιούχων.
 
Επιδόματα ή αυξήσεις μισθών και συντάξεων;
 
Ένα φαινόμενο, το οποίο έχει να εμφανιστεί εδώ και 40 χρόνια, είναι επόμενο ότι θα πρέπει να μας οδηγήσει σε προτάσεις για λύση, αντίστοιχης εμβέλειας με τις πρωτόγνωρες επιδράσεις του. Η αγοραστική δύναμη των μισθωτών και συνταξιούχων μειώνεται τα τελευταία δύο σχεδόν χρόνια με αμείωτο ρυθμό. Στο καθημερινό διάλογο εμφανίζονται διάφορες προτάσεις άμβλυνσης των επιπτώσεων, ενώ σπάνια γίνεται αναφορά στη σημαντικότερη πρόταση που είναι η αύξηση των μισθών.

Για τις συντάξεις υπάρχει πρόνοια για συγκεκριμένη προσαρμογή από ισχύοντα νόμο, η οποία αφορά όμως περίπου τα δύο τρίτα των συνταξιούχων, ενώ το υπόλοιπο ένα τρίτο, επειδή έχει προσωπική διαφορά, παρά τη μείωση έως και 45% που υπέστησαν τα τελευταία χρόνια, θα πρέπει να περιμένει ώστε να υπάρξει σύγκλιση των κατώτερων συντάξεων (που κατέβαλαν λιγότερες εισφορές) με τις μεγαλύτερες που περιέχουν προσωπική διαφορά (αλλά κατέβαλαν μεγαλύτερες εισφορές)!
 
Είναι λογικό λοιπόν αλλά και δίκαιο, οι εργαζόμενοι να διεκδικούν υψηλότερες αμοιβές, οι οποίες θα καλύψουν ένα μέρος τουλάχιστον από τις απώλειες, κάτι το οποίο συμβάλλει και στη συντήρηση του κοινωνικού κράτους, αφού οι όποιες κοινωνικές παροχές εξαρτώνται από το ύψος των μισθών, οι οποίοι έμμεσα χρηματοδοτούν και τα ταμεία. Αυτό αφορά όχι μόνο στους δημοσίους υπαλλήλους, όπου ομολογουμένως τα δημοσιονομικά περιθώρια έχουν μετά τις οριζόντιες παροχές για την αντιμετώπιση της πανδημίας στενέψει, αλλά και κυρίως τον ιδιωτικό τομέα.
 
Η εργοδοτική πλευρά όμως έχει αντίθετη άποψη. Προτιμούν να παράσχουν μια εφάπαξ ενίσχυση στο προσωπικό τους, αντί της αύξησης των μισθών, ακόμη και αν είναι στο ίδιο ονομαστικό μέγεθος. Συχνά μάλιστα πείθονται και οι κυβερνήσεις τα ποσά των κάθε λογής εφάπαξ ενισχύσεων, επιδομάτων κλπ. να είναι  αφορολόγητα. Όλα αυτά εκ πρώτης όψεως φαίνονται θετικά για τους εργαζόμενους. Όμως αφορούν στο συγκεκριμένο οικονομικό έτος, στο οποίο εισπράττονται.  Για τα επόμενα χρόνια η μείωση του πραγματικού μισθού παραμένει και οι απώλειές τους  ακολουθούν έως το τέλος του εργασιακού τους βίου.
 
Ειδικά σε μια οικονομία όπως η ελληνική, όπου η όποια βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων κατά τη διάρκεια των πολιτικών της εσωτερικής υποτίμησης, στηρίχθηκε σχεδόν αποκλειστικά στη μείωση του μισθολογικού κόστους, μια προσαρμογή προς τα πάνω δεν είναι μόνο δίκαιη αλλά και επωφελής για την οικονομία. Αντ’ αυτού, όπως προκύπτει από μελέτη του ΕΛΙΑΜΕΠ (στοιχεία Eurostat), η ποσοστιαία μεταβολή του ωριαίου ονομαστικού μισθολογικού κόστους στη χώρα μας αυξήθηκε το β’ τρίμηνο του 2022 έναντι  του αντίστοιχου του 2021 μόνο κατά 0,8%. Το κατώτερο σε όλη την Ευρώπη με μέσο όρο περί το 5%. Συνεπώς ο κίνδυνος μιαςανάφλεξης της σπειροειδούς αύξησης μισθών και τιμών στη χώρα μας είναι ανύπαρκτος.
 
Αντίθετα, μια λελογισμένη ποσοστιαία αύξηση των μισθών, θα επιδράσει σταθεροποιητικά στη γενικότερη πορεία της οικονομίας.  Και τούτο, αφού η συρρίκνωση των πραγματικών μισθών, μειώνει την αγοραστική  δύναμη των νοικοκυριών και ταυτόχρονα τη ζήτηση για προϊόντα. Οι επιχειρήσεις καταγράφουν μείωση των εισπράξεων, αδυνατούν να καταβάλουν τους ίδιους μισθούς και ορισμένες προχωρούν σε απολύσεις. Για να αποφευχθεί συνεπώς αυτή η αρνητική εξέλιξη,  είναι αναγκαία η προσαρμογή των μισθών σύμφωνα με τη βελτίωση της παραγωγικότητας, χωρίς βέβαια να αγνοείται και το συνολικό κόστος των επιχειρήσεων. Μια τέτοια εξέλιξη είναι δίκαιη για τους εργαζόμενους αλλά ταυτόχρονα και επωφελής για την εθνική μας οικονομία.
 
*Καθηγητής Οικονομικών, τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς