Η παραδοχή της Βιώσιμης ή αλλιώς της Αειφορικής Ανάπτυξης για το Περιβάλλον ιστορικά, ήταν η συγκροτημένη απάντηση της ανθρωπότητας απέναντι σε μια επιθετική οικονομική ανάπτυξη που υπερέβη τη φέρουσα ικανότητα του περιβάλλοντος, τη μέγιστη δηλαδή αντοχή των φυσικών συστημάτων και των φυσικών αποθεμάτων στις πιέσεις των αναπτυξιακών δραστηριοτήτων.

Ads

Κατατέθηκε στη Γενική Διάσκεψη του ΟΗΕ στο Ρίο το 1992, από μια ευρύτατη επιτροπή επιστημόνων, εμπειρογνωμόνων, ανθρώπων της πολιτικής και της τέχνης υπό την πρώην πρωθυπουργό της Νορβηγίας Brudtland, όπου και εγκρίθηκε και στη συνέχεια ενσωματώθηκε στις νομοθεσίες του συνόλου των κρατών μελών του ΟΗΕ, ως η συντεταγμένη απάντηση του πλανήτη στο αδιέξοδο στο οποίο από τότε ακόμη οδηγούσε η σε βάρος του περιβάλλοντος, της φύσης και των αποθεμάτων της, οικονομική ανάπτυξη.

Η παραδοχή της Αειφόρου Ανάπτυξης για το Περιβάλλον

Η ανάγκη που είχε οδηγήσει στα τέλη της δεκαετίας του ’80 την ανθρωπότητα να σημάνει τον κώδωνα του κινδύνου ήταν η από τότε ακόμη υποβάθμιση του Περιβάλλοντος, η οποία διαπιστώνονταν παντού μέσα από την καταστροφή εκτεταμένων οικοσυστημάτων, όπως δασών, λιμνών και υγροτόπων, τη διατάραξη της οικολογικής ισορροπίας και την εξαφάνιση σημαντικών ειδών της βιοπικιλλότητας, αλλά και μέσα από την εξάντληση αναγκαίων για τη ζωή φυσικών αποθεμάτων, όπως το νερό, οι ορυκτοί και οι ενεργειακοί πόροι, το έδαφος κλπ.

Ads

Η καινούργια ιδέα την οποία προσέφερε η παραδοχή της Αειφορικής Ανάπτυξης ήταν ότι η υποβάθμιση του Περιβάλλοντος δεν ήταν ένα επί μέρους σύμπτωμα που μπορούσε να αντιμετωπιστεί με τεχνικές προστασίας ή αποκατάστασης των ζημιών.

Αντίθετα, η υπόθεση του Περιβάλλοντος θεωρήθηκε από τότε και μετά ως το αποτέλεσμα μιας αναπτυξιακής πορείας που προχωρούσε ερήμην της αντοχής της φύσης και της επάρκειας των αποθεμάτων, που ούτως ή άλλως αποτελούν την προϋπόθεση για ανάπτυξη και το θεμέλιο κάθε οικονομικής δραστηριότητας.

Η βασική δηλαδή εξέλιξη που έφερε η ιδέα της αειφορίας ήταν ότι Περιβάλλον και Ανάπτυξη είναι οι δύο βασικές παράμετροι που συντηρούν τη ζωή, καθώς το Περιβάλλον τροφοδοτεί και στηρίζει την Ανάπτυξη, παρέχοντας τον φυσικό πλούτο, τα οικοσυστήματα και τα φυσικά αποθέματα, ενώ η Ανάπτυξη από την άλλη, υποβαθμίζει και καταναλώνει το Περιβάλλον.

Ήταν λοιπόν η πρώτη φορά που το ζήτημα του Περιβάλλοντος τίθετο σε απόλυτη σχέση και συνάρτηση με την υπόθεση της Ανάπτυξης. Με την έννοια ότι η μεταξύ τους σχέση είναι μια σχέση στενή και αλληλένδετη αφενός, αφού το Περιβάλλον τροφοδοτεί την Ανάπτυξη και απολύτως ανταγωνιστική αφετέρου, αφού η Ανάπτυξη υπονομεύει και εξαντλεί όλα όσα χρειάζεται για να μπορεί να υπάρχει και να συντηρείται.

Η παραδοχή της Αειφορίας πρότεινε λοιπόν ως λύση για τη συνέχιση της ζωής στη γη την εύρεση της χρυσής τομής, το σημείο ισορροπίας δηλαδή μεταξύ της Ανάπτυξης και του Περιβάλλοντος.

Προτείνοντας και νομιμοποιώντας στο εξής μια Οικονομική Ανάπτυξη που δεν θα υπερβαίνει τη φέρουσα ικανότητα του Περιβάλλοντος, που δεν θα υπερβαίνει δηλαδή τα όρια που θέτει η ίδια η φύση, ώστε και η φύση να μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει και να ανανεώνεται για πάντα, αλλά και η οικονομική ανάπτυξη να συνεχίσει να συντηρεί τη ζωή στη γη.

Η καταστροφική για το Περιβάλλον Παγκοσμιοποίηση της Οικονομίας

Αυτός ο ορισμός της Βιώσιμης Ανάπτυξης ως του σημείου τομής μεταξύ των οικονομικών αναγκών του ανθρώπου αφενός και της αντοχής της φύσης σε πιέσεις αφετέρου, εγκαινίασε μια νέα εποχή σε ό,τι αφορά τη δυνατότητα του ανθρώπου να αναπτύσσεται, θέτοντας ως όρια στη διαρκή μεγέθυνση της Οικονομικής Ανάπτυξης, τους περιορισμούς που θέτει η ίδια η φύση.

Ξεκίνησε δηλαδή με την Αειφορία μια εποχή, όπου η Ανάπτυξη νομιμοποιήθηκε, κάτω όμως από συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις, που ταυτίζονταν με τη φέρουσα ικανότητα των φυσικών συστημάτων.

Η εποχή αυτή της εμπέδωσης των αρχών της αειφορίας συνέπεσε, δυστυχώς, με την εποχή της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας.

Η οποία συνδέθηκε με μια επιθετική μορφή ανάπτυξης που οφείλονταν στον μεγάλο ανταγωνισμό που εισήγαγε παγκόσμια το άνοιγμα των συνόρων και η απόλυτη απελευθέρωση των αγορών.

Η επιθετική αυτή ανάπτυξη, με τους φρενήρεις ρυθμούς του ανταγωνισμού, συνέβαλε τόσο στην επιτάχυνση της καταστροφής της φύσης, όσο και στην επιδείνωση της υποβάθμισης και εξάντλησης των ενεργειακών πόρων και των φυσικών αποθεμάτων.

Η εποχή της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας σφραγίστηκε από την υπερθέρμανση του πλανήτη και μια παγκόσμια περιβαλλοντική Κρίση, την Κλιματική, που αν συνεχιστεί με τους ίδιους ρυθμούς, δημιουργεί ζοφερά σενάρια για την εξέλιξή της σε σχέση με το μέλλον του πλανήτη.

Η «Πράσινη Ανάπτυξη» ως εξέλιξη της Αειφορικής

Η παγκόσμια επιστημονική κοινότητα, διαβλέποντας το αδιέξοδο που δημιουργήθηκε και που συνεχώς επιδεινώνονταν στις σχέσεις μεταξύ της καταστροφικής ανάπτυξης της παγκοσμιοποίησης αφενός και της ανάγκης που επέβαλε η αειφορία για περιορισμό της ανάπτυξης αφετέρου, σύμφωνα με τα όρια και τις προϋποθέσεις που θέτει η φέρουσα ικανότητα των περιβαλλοντικών συστημάτων, εμβάθυνε και προχώρησε την αειφορική παραδοχή ακόμη περισσότερο, προτείνοντας την ιδέα της «Πράσινης Ανάπτυξης».

Η οποία αποδέχεται μια οικονομική ανάπτυξη που επιτυγχάνει τον ίδιο στόχο της περιβαλλοντικής ισορροπίας, όχι όμως μόνο όπως η αειφορική, περιορίζοντας δηλαδή την ανάπτυξη σύμφωνα με τα όρια της φέρουσας ικανότητας των συστημάτων. Αλλά εισάγοντας «πράσινες» οικονομικές δραστηριότητες, που είναι συμβατές με το Περιβάλλον και δεν αφήνουν αρνητικό ίχνος σε αυτό.

Η αξιοποίηση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας για παράδειγμα, όπως η ηλιακή, η γεωθερμική, η αιολική και η κυματική, η καλλιέργεια αγροτικών προϊόντων που δεν είναι υδροβόρα και δεν επιβαρύνουν το Περιβάλλον, καθώς και ήπιες οικονομικές δραστηριότητες όπως του Οικοτουρισμού και του Αγροτουρισμού, καθώς και των Ενεργειακών Κτιρίων και Κατασκευών, είναι απολύτως εντός του πνεύματος της «Πράσινης Ανάπτυξης» και μπορούν να χαρακτηριστούν ως «πράσινες».

Με την βασική προϋπόθεση βεβαίως, ότι θα υπάρχουν οι περιοχές φυσικού κάλλους, τα οικοσυστήματα και τα φυσικά αποθέματα που χρειάζονται για να συντηρήσουν τέτοιες «πράσινες» μορφές ανάπτυξης.

Ο καταστροφικός νόμος Χατζηδάκη για το Περιβάλλον

Κι ενώ στον πλανήτη η αγωνία για την εμπέδωση μορφών ανάπτυξης που να μην επιβαρύνουν περισσότερο το Περιβάλλον και να αναστέλλουν την εξέλιξη της Κλιματικής Κρίσης κορυφώνεται, έρχεται στην Ελλάδα ένας περιβαλλοντοκτόνος νόμος, ο οποίος με τις προβλέψεις του καταργεί και ακυρώνει κάθε προσπάθεια αειφορικής και πολύ περισσότερο «πράσινης» ανάπτυξης.

Οι προβληματικές ρυθμίσεις του είναι οι εξής:

  1. Αίρονται πλέον οι περιορισμοί και επιτρέπονται η αγοραπωλησία γης και οι επενδύσεις για μεταλλευτικές δραστηριότητες, εξορυκτικά σχέδια, κατασκευαστικά έργα και άλλες επιβαρυντικές για το Περιβάλλον δραστηριότητες, εντός περιοχών που μέχρι πρότινος προστατεύονταν από τη Συνθήκη NATURA και θεωρούνταν εθνικός πλούτος της χώρας. Οι περιοχές αυτές που μέχρι τώρα προστατεύονταν και τώρα ιδιωτικοποιούνται και γίνονται βορά σε καταστροφικές για τη φύση και το Περιβάλλον δραστηριότητες, αποτελούν περίπου το 30% της ελληνικής γης.
  2. Υποβαθμίζονται και καταργούνται οι Φορείς Διαχείρισης που προστάτευαν σημαντικά Οικοσυστήματα και περιοχές φυσικού κάλλους από τις καταστροφικές δραστηριότητες
  3. Επιταχύνεται η έκδοση αδειών σε οικολογικές περιοχές, ενώ υποβαθμίζονται αντίστοιχα οι διαδικασίες Μελετών Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων και έγκρισης των Περιβαλλοντικών Όρων, που πλέον θα διεκπεραιώνονται από… ιδιώτες, σε στυλ «έβαλαν το λύκο να φυλάει τα πρόβατα»
  4. Νομιμοποιείται η αυθαίρετη δόμηση εντός δασικών εκτάσεων και ανοίγει ο δρόμος για την καταπάτηση υγροτόπων και ρεμάτων

Εγκαινιάζεται έτσι ένα νέο Φαρ Ουέστ για την Ανάπτυξη στην Ελλάδα. Ήδη έχουν ξεκινήσει αγγελίες για πώληση εκτεταμένων περιοχών που μέχρι χτες προστατεύονταν ως οικοσυστήματα σπάνιου φυσικού πλούτου ή κάλλους, προκειμένου να ξεκινήσουν εντός τους δόμηση και δραστηριότητες καταστροφικές για το φυσικό περιβάλλον και τον φυσικό πλούτο της χώρας.

Ο νόμος δίνει το τελειωτικό χτύπημα στην Αειφόρο και την «Πράσινη» Ανάπτυξη στην Ελλάδα, καθώς εγκαινιάζει πλέον μια νέα εποχή βίαιης επίθεσης σε ό,τι πολυτιμότερο διαθέτει η χώρα μας για να συντηρηθεί, στη φύση δηλαδή και τα αποθέματά της, ξεπουλώντας όλα αυτά που εν δυνάμει αποτελούν τον πλούτο της Ελλάδας και των Ελλήνων.

Και μαζί με αυτά ξεπουλιέται και κάθε προσπάθεια της χώρας μας να αναπτυχθεί οικονομικά σύμφωνα με τα δικά της συγκριτικά πλεονεκτήματα και να γίνει αυτάρκης σε αποθέματα και προϊόντα, στη νέα εποχή των κλειστών συνόρων που επιβάλλει η πανδημία του κορωνοϊού.

Επιπλέον, ο νόμος ξεπουλώντας τα «φιλέτα» της Ελλάδας σε ξένους επενδυτές και σε εκπροσώπους της οικονομικής ολιγαρχίας, υπονομεύει κάθε προσπάθεια της σημερινής, αλλά και των μελλοντικών γενιών, τόσο να αναπτυχθούν οικονομικά, όσο και να ζήσουν αρμονικά με το Περιβάλλον.

Φτωχαίνουν την Ελλάδα

Το χειρότερο από όλα όμως είναι, ότι ο νομοθέτης και οι οπαδοί του νεοφιλελεύθερου μοντέλου για την Ανάπτυξη, πιστεύουν ότι έτσι ανοίγει ο δρόμος για αναπτυξιακές δραστηριότητες, που δήθεν μέχρι πρότινος απαγορεύονταν για ιδεοληπτικούς λόγους.

«Πλανώνται πλάνην οικτράν» όμως, γιατί με το νόμο αυτόν δεν καταστρέφεται μόνο το Περιβάλλον, όπως νομίζουν. Αλλά ακόμη χειρότερα, υπονομεύεται και κάθε μορφή Βιώσιμης Ανάπτυξης, ανάπτυξης δηλαδή που να αντέχει στο χρόνο, ακριβώς επειδή είναι συμβατή με τη φύση και το περιβάλλον.

Κι αυτό γιατί είτε από αγραμματοσύνη είτε και από δίψα για κέρδος, ξεχνούν ότι τα οικοσυστήματα που τώρα θα καταστραφούν υπέρ μιας προσωρινής και βραχυπρόθεσμης κερδοσκοπικής ανάπτυξης, είναι μοναδικά γιατί χρειάστηκαν αιώνες για να φτάσουν στη σημερινή τους μορφή.

Υποβαθμίζοντας και καταστρέφοντάς τα λοιπόν, καταστρέφουν κάθε ελπίδα αποκατάστασης και επαναφοράς τους στη σημερινή κατάσταση.

Με δυο λόγια η δίψα για κερδοφορία μιας ελίτ του πλούτου που θα εξαγοράσει τα οικοσυστήματα φτωχαίνει την Ελλάδα, καθώς καταστρέφει τον φυσικό της πλούτο
και την φυσική της περιουσία.

Η Ελλάδα υφίσταται σήμερα μια ληστρική νεοφιλελεύθερη επίθεση, από την οποία, δυστυχώς, δεν θα μπορέσει να συνέλθει.

Ο νόμος Χατζηδάκη δεν σκοτώνει μόνο το Περιβάλλον, ξεπουλώντας τον φυσικό μας πλούτο.

Σκοτώνει συγχρόνως και τις δυνατότητες της χώρας να αναπτυχθεί οικονομικά από μόνη της, στηριζόμενη στα δικά της, πλούσια φυσικά συγκριτικά πλεονεκτήματα.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα μείνει στην ιστορία ως η κυβέρνηση που έβαλε οριστική ταφόπλακα στην προοπτική της Ελλάδας για μια Βιώσιμη και πολύ περισσότερο για μια «Πράσινη» Ανάπτυξη, υπέρ όχι μόνο του Περιβάλλοντος, αλλά και του ελληνικού λαού.

*Ο Γιάννης Μυλόπουλος είναι καθηγητής ΑΠΘ