Η κοσμοσυρροή στη συναυλία του Λεξ γέννησε σοσιαλμιντιακά σχόλια σαν το «Υπάρχει ελπίδα». Το μπουμερικό σχόλιο μου θύμισε, εμένα του μπούμερ, το πρωτοσέλιδο «Μήπως ξυπνάμε;» της Ελευθεροτυπίας, Χριστούγεννα του 1992, όταν ξεχείλιζαν οι ουρές στην Εθνική Πινακοθήκη για την έκθεση «Από τον Θεοτοκόπουλο στον Σεζάν» ερμηνεύονταν ως πολιτιστική αφύπνιση.

Ads

Τότε οι Ελληνες έβλεπαν στην αιφνίδια δημοφιλία της Υψηλής Τέχνης την άνοδο του εαυτού τους, αυτοαναγνωρίζονταν ως επισκέπτες μουσείου, σχεδόν φουλ Ευρωπαίοι, συνδεόμενοι με τη Δύση μέσω του δικού τους κρίκου, του Γκρέκο. Θυμίζω, κυβερνούσε ο Κων. Μητσοτάκης.

Τριάντα χρόνια αργότερα, σε μια εντελώς διαφορετική Ελλάδα, μισερή από τη Χρεοκοπία και κατσιασμένη από τις αλλεπάλληλες κρίσεις, οι Ελληνες μπούμερ, κάποιοι απ’ αυτούς που «ξύπνησαν» στην Εθνική ΠΙνακοθήκη το ‘92, ανακαλύπτουν τον Λεξ και το λαϊκό υπαρξιακό ραπ, και μαζί τους ανακαλύπτουν ότι υπάρχουν μαζικές φτωχογειτονιές, μαζική ανεργία, αποκλεισμός, φτώχεια, ότι υπάρχουν κρυμμένες Ελλάδες.

Δεν θέλω να κρίνω κανέναν, πόσω μάλλον να ειρωνευτώ. Αλλά: Σε ποιον κόσμο ζουν οι προσφιλείς μπούμερ του τάιμλάιν μου; Στον κόσμο της τηλεόρασης, εντάξει, αυτή είναι μια εύκολη απάντηση. Αλλά δεν είναι η απάντηση. Κατ’ εμέ η απάντηση είναι ότι οι μπούμερ που αναφωνούν «ξυπνάμε», «κάτι τρέχει», «άμα γλιτώσει το παιδί υπάρχει ελπίδα», ανάμεσα σε φωτογραφίες αποφοίτησης τέκνων σε ξενόγλωσσα λύκεια και αγγλικά μάστερ μονοετούς, αυτοί οι έκπληκτοι μπούμερ ζουν σε άλλον κόσμο. Οχι παράλληλο, αλλά ασύμπτωτο.

Ads

Και δεν το εννοώ αισθητικά ή πολιτιστικά, το εννοώ πολιτισμικά. Δεν το εννοώ γενεαλογικά, το εννοώ ταξικά και κοινωνικά. Υπαρξιακά.

Χαμένη γενιά;

Ο Λεξ και ο Τζαμάλ, στα 36 τους, ο Νίκος Bloody Hawk στα 25 του, για να αναφέρουμε τρεις από τους επιφανέστερους της Θεσσαλονικιώτικης σκηνής, γεννήθηκαν και μεγάλωσαν σε άλλο κόσμο ― και από τον δικό μου και από του τάιμλάιν μου. Από αυτόν τον κόσμο ξεκινούν τα τραγούδια τους, οι ρίμες, οι μπάρες και τα μπιτ, αυτό τον κόσμο προβάλλουν. Είναι ο κόσμος της επισφάλειας, της δομικής ανεργίας, των ημιορατών αποκλεισμών, της εγκατάλειψης του σχολείου, του οπαδισμού, του νταραβεριού, των δομικών ανισοτήτων. Είναι ο κόσμος που αναδυόταν σκυθρωπός ήδη μέσα από την ευφορία του 200-2004 και εξερράγη τον Δεκέμβρη του 2008 ― αυτό το τροχιοδεικτικό της Μεγάλης Κρίσης. Είναι ο κόσμος της διαρκούς κρίσης ― αυτή είναι η υπαρξιακή και πολιτική συνθήκη τους.

Είναι η χαμένη γενιά; Ισως είναι οι χαμένες γενιές. Το 2010, ο οικονομολόγος Τομάσο Πάντοα Σιόπα, πρ. υπουργός στην Ιταλία και σύμβουλος του Γ. Παπανδρέου, είχε μιλήσει για μία χαμένη γενιά Ελλήνων, και για μια δεκαπενταετία πτώσης. Τα δεκαπέντε χρόνια πτώσης τα ζούμε ακόμη. Τον ίδιο καιρό, που ο Λεξ και ο Τζαμάλ ξεκινούσαν σόλο πορεία, ξένοι οικονομολόγοι εκτιμούσαν ότι η κρίση χρέους θα ταλανίζει την Ελλάδα για την επόμενη τριακονταετία· απεδείχθη ότι το χρέος θα μας συνοδεύει έως το 2060.

Υπάρχουν χαμένες γενιές; Και ναι και όχι. Η ήττα δεν είναι ίδια για όλους. Για λίγους η κρίση είναι ευκαιρία, για τους πάρα πολλούς είναι καθοδικό σπιράλ. Στην ίδια γενιά βρίσκονται ο γιος του βιομήχανου που «παλλινοστεί» από το ΜΒΑ για να αναλάβει την οικογενειακή επιχείρηση, και το αγόρι ή το κορίτσι που δεν μπορεί να αντέξει το κόστος σπουδών σε σχολή μακριά από το σπίτι του. Στην ίδια γενιά και το παιδί που φοράει το γιλέκο του ντελίβερι, ή τα ακουστικά του κολ σέντερ.

Ανθεκτικότητα, όχι ματαίωση

Το νέο χαρακτηριστικό που εκόμισε η Μεγάλη Υφεση είναι ότι πολλαπλασίασε και βάθυνε τα ταξικά ρήγματα. Πλέον, στη χαράδρα της επισφάλειας βρίσκονται και τα παιδιά των μικρομεσαίων, όσων ακόμη έθαλλαν ή νόμιζαν ότι έθαλλαν πριν το 2010. Αυτά τα παιδιά ακούνε και επαναλαμβάνουν τις ρίμες μιας νέας συγκροτητικής ταυτότητας, μιας αυτοναναγνώρισης, που δεν περιέχει μόνο θυμό και αρνήσεις, δεν περιέχει μόνο γλυκόπικρες περιγραφές του urbanscape, αλλά μια αποφασισμένη στάση για ζωή παρ’ όλα όσα επιβάλλονται, μια στάση ανθεκτικότητας, αντοχής, όχι αποδοχής.

Στις ρίμες των συν-πλην τριαντάρηδων λαϊκών ράπερ δεν διακρίνω το μοτίβο της ματαίωσης μιας γενιάς, της ήττας μιας γενιάς. Ισως επειδή ακόμη και η ματαίωση είναι προνόμιο των ανερχόμενων τάξεων που τρέφουν προσδοκίες, όχι των εσαεί χαμηλών που γειώνονται. Εξ ου και δεν διακρίνω μεμψιμοιρία, γκρίνια, απροσδιόριστη οργή, καμία αυταπάτη, όπως επίσης καμία λιγούρα για ρόλεξ και γκάνια, καμία μυθοποίηση της παραβατικότητας.

Μελαγχολία ναι, σαρκασμό ναι, ψυχρή καταγραφή της βάσης της κοινωνικής πυραμίδας ναι. Αλλά ταυτόχρονα και δίψα για ζωή, απόδοση τιμών στους φίλους και στους φτωχούς γονείς, άντληση δυνάμεων από την λαϊκή κουλτούρα. Είναι τα δικά τους λαϊκά μπλουζ με σφιγμένα δόντια. Σε αυτά τα ενήλικα πια μπλουζ, επανέρχεται, απενοχοποιημένα και τρυφερά, η μορφή της μάνας όπως την πρωτακούσαμε από τον ράπερ Κ. Κουρμένταλα των FF.C, τριάντα χρόνια πριν.

Τους ακούει η Αριστερά;

Πού βρίσκεται η πολιτική σε όλο αυτό; Στις συναυλιακές κοσμοπλημμύρες, με μια-δυο δεκάδες χιλιάδες νέους να συντραγουδούν εκατοντάδες ρίμες με τον MC; Στις ταυτοποιητικές λειτουργίες; Στον κοινωνικό υπαρξιακό στίχο; Στο ότι τους αγνοεί, αν δεν τους περιφρονεί, το μέινστριμ; Υπάρχει ριζοσπαστισμός;

Σε μια κοινωνία που αγκομαχά από λογαριασμό σε λογαριασμό, και περνά από τον ένα φόβο στον άλλο, σε μια κοινωνία που φαντάζεται ακόμη κατά πλειοψηφία ότι είναι μεσαία τάξη, τσακισμένη μεν αλλά που θα ανακάμψει οσονούπω, οι ραπ ρίμες αντοχής και μοναχικής ταυτότητας είναι ακατανόητες και ανοίκειες, σχεδόν απειλητικές. Διότι ακριβώς, δεν θρηνούν τη ματαίωση, δεν νοσταλγούν τον Παράδεισο προ Πτώσεως· μιλούν για το εδώ και τώρα, για την οικονόμηση του βίου με τη βοήθεια των φίλων, με το Daewoo και τα μακαρόνια του Bloody Hawk.

Δυνητικά, αυτή η λυρική ωμότητα, ο πραγματισμός, θα έπρεπε (τι έκφραση!) να βρίσκεται στον πυρήνα της πολιτικής της Αριστεράς. Δεν συμβαίνει. Σε μεγάλο βαθμό, η κοινοβουλευτική Αριστερά, παρότι προτιμάται εκλογικά από τους νέους, δεν ακούει τους νέους και, αντιστρόφως, δεν την ακούνε οι νέοι. Ισως τους θεωρεί δεδομένους εκλογικά· ίσως δεν μπορεί να κατανοήσει το νέο habitus των λαϊκών τάξεων, τις νέες υποκειμενικότητες, όπως εκφράζονται στο κοινωνικό ραπ. Ακόμη και συμβολικά, στις δημόσιες συγκεντρώσεις του ΣΥΡΙΖΑ λ.χ. δεν θα ακουστεί ποτέ ραπ, μπιτ, ηλεκτρισμός, θα ακουστεί Θεοδωράκης και έντεχνο.

Ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να ανησυχεί όμως και για την εκλογική συμπεριφορά των νέων. Δεν θα είναι δεδομένη. Πρώτον, διότι η αποχή τείνει να αυξάνεται· και η αποχή ευνοεί εν γένει τη δεξιά.
Δεύτερον, διότι, όπως έδειξε πρόσφατα ο πολιτικός επιστήμονας Παν. Κουστένης, οι νέοι λιγοστεύουν ως ποσοστό επί του εκλογικού σώματος: Στην εικοσαετία 2000-2020, οι νέοι ως ποσοστό των εκλογέων, έπεσαν από το 33% στο 25% περίπου. Δηλαδή ακόμη και αν όλοι οι νέοι ψηφίσουν αριστερά, δεν αρκούν πια για να επηρεάσουν αποφασιστικά το αποτέλεσμα.

Τρίτον, οι νέοι είναι ισχυροί πολλαπλασιαστές, όταν κινητοποιούνται πολιτικά. Το γνωρίζουμε από τη δυναμική που προσέδωσαν οι νέοι στις καμπάνιες του Κλίντον, του Ομπάμα, στη νικηφόρο φάση του Κόρμπιν. Και στον ΣΥΡΙΖΑ, το 2012-2015.

Εντέλει, αν η Αριστερά δεν προσελκύσει τους νέους για ένα καλύτερο παρόν, θα τους προσελκύσει κάποιος άλλος προσφέροντας γαλάζιο πελατειασμό ή φαιό φανατισμό.