Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ζήλεψε, φαίνεται, τη δόξα της αείμνηστης Μελίνας Μερκούρη. Αποφάσισε λοιπόν να διεκδικήσει από τον Βρετανό ομόλογό του Μπόρις Τζόνσον την επιστροφή των γλυπτών του Παρθενώνα.

Ads

Επέλεξε να το κάνει όμως κατά ένα τρόπο που προσβάλλει βάναυσα τον ελληνικό πολιτισμό.

Καθώς η διεκδίκηση των ελληνικών γλυπτών που ξεριζώθηκαν από τον τόπο τους από τον Βρετανό Έλγιν, δεν στηρίζεται στη βάση της ηθικής υποχρέωσης της Βρετανίας να επιστρέψει τα μάρμαρα εκεί όπου ανήκουν, αλλά σε μια αγοραία ανταλλακτική βάση στη λογική «πάρε – δώσε».

Μόνο που και το «πάρε» και το «δώσε» με τους Βρετανούς, γίνονται με δικά μας μνημεία.

Ads

Ανταλλάσσει δηλαδή ο Μητσοτάκης τα ελληνικά μάρμαρα του Παρθενώνα τα οποία κρατούν οι Βρετανοί στο μουσείο τους, δίνοντάς τους, σαν αντιπαροχή, δύο αυθεντικά, επίσης ελληνικά ευρήματα, το χάλκινο άγαλμα του Αρτεμισίου και τη χρυσή μάσκα του Αγαμέμνονα.

Μια συμφωνία απαράδεκτη για τον ελληνικό πολιτισμό, ακόμη και αν εξεταστεί με καθαρά εμπορικούς όρους.

Γιατί ο Έλληνας πρωθυπουργός δίνει σαν αντάλλαγμα στους Βρετανούς κάτι αυθεντικά ελληνικό, για να πάρει πίσω κάτι επίσης αυθεντικά ελληνικό που εκείνοι μας έχουν αποσπάσει.

Όμως δεν είναι αυτό το μόνο… φάουλ της διεκδίκησης των ελληνικών γλυπτών από τους Εγγλέζους. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επέλεξε να τα διεκδικήσει από τον Βρετανό πρωθυπουργό, έχοντας τη δική του φωλιά… λερωμένη και με τη διεθνή επιστημονική κοινότητα απέναντι στις επιλογές του στον τομέα του πολιτισμού.

Διεκδικεί τα ελληνικά μάρμαρα ακριβώς τις ημέρες που η κυβέρνησή του στη Θεσσαλονίκη διαπράττει ένα μοναδικό στην ιστορία έγκλημα σε βάρος ενός σπάνιου μνημείου του ελληνικού πολιτισμού.

Τις μέρες δηλαδή που τα κομπρεσέρ και οι μπουλντόζες ξεριζώνουν και τεμαχίζουν για να  μεταφέρουν αλλού τη Μέση Οδό και το πολεοδομικό σύμπλεγμα του κέντρου της Βυζαντινής Θεσσαλονίκης του 3ου και 4ου αιώνα, που αποκαλύφθηκαν ακέραια και σε εξαιρετική κατάσταση κατά την κατασκευή του σταθμού Βενιζέλου του Μετρό της πόλης.

Πρόκειται για ένα μοναδικό αρχαιολογικό εύρημα που η καταστροφή του ξεσήκωσε εναντίον της ελληνικής κυβέρνησης την οργή της διεθνούς αρχαιολογικής κοινότητας, η οποία αποκάλεσε το μνημείο ως την ελληνική Πομπηία.

Αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι ο Βυζαντινός πολιτισμός για τη Θεσσαλονίκη, είναι ό,τι ο κλασσικός πολιτισμός και η Ακρόπολη για την Αθήνα.

Το γεγονός λοιπόν ότι ο κεντρικός Ρωμαϊκός και μετέπειτα Βυζαντινός δρόμος, ο Decumanus Maximus της Θεσσαλονίκης, από κοινού με μια τετράπυλη αψίδα σαν αυτή του Γαλερίου και με το σύνολο των κτιρίων, των καταστημάτων και των υδραυλικών έργων εκείνης της εποχής, ένα μνημειακό συγκρότημα που περίμενε άθικτο επί 18 αιώνες, καταστρέφεται σήμερα από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, ισοδυναμεί με έγκλημα πολιτισμού.

Ένα έγκλημα ισάξιο εκείνου που διέπραξε ο Έλγιν αποσπώντας τα γλυπτά του Παρθενώνα από την Ακρόπολη και μεταφέροντάς τα στη Βρετανία.

Αλλά και ένα έγκλημα ισοδύναμο με εκείνο που διέπραξε πρόσφατα ο Ερντογάν, όταν μετέτρεψε το μνημείο της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη σε τζαμί.

Πρόκειται για ένα έγκλημα που οι γείτονές μας οι Βούλγαροι, προς τιμή τους, απέτρεψαν, μεταθέτοντας τον κεντρικό σταθμό Μετρό της Σόφιας, προκειμένου να αναδειχθούν στη θέση τους τα αντίστοιχα ευρήματα της Σαρδικής.

Ένα έγκλημα αδιανόητο για τους άλλους γείτονές μας, τους Ιταλούς, οι οποίοι διατήρησαν αλώβητα, με κάθε κόστος, τα πολύτιμα ευρήματα της ιστορίας και της πολιτιστικής κληρονομιάς τους, τα οποία σήμερα αναδεικνύονται αυθεντικά σε σταθμούς Μετρό και στα κεντρικότερα σημεία των πόλεών τους, αποτελώντας πόλους έλξης για το παγκόσμιο ενδιαφέρον.

Το έγκλημα του ξεριζώματος και της καταστροφής της Μέσης Οδού στη Θεσσαλονίκη γίνεται ακόμη επαχθέστερο, αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι δεν ήταν μονόδρομος. Αφού υπάρχει λύση για την κατασκευή του σταθμού Βενιζέλου με παραμονή του μοναδικού ευρήματος ανέπαφου και αδιατάρακτου στη θέση του.

Μια λύση αντίστοιχη με εκείνη που εφαρμόστηκε στις αρχές του 2000 στον σταθμό Μοναστηράκι του Μετρό της Αθήνας και επιτρέπει σήμερα την παράλληλη λειτουργία του σταθμού και ως ζωντανού αρχαιολογικού χώρου.

Η τεχνική αυτή λύση μάλιστα εφαρμόζονταν από το 2017 μέχρι το 2019 στο σταθμό Βενιζέλου του Μετρό της Θεσσαλονίκης και ξηλώθηκε, με άγριο πείσμα και λυσσαλέα επιμονή από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, προκειμένου να αποσπαστούν και να μεταφερθούν τα αρχαία αλλού.

Με τεράστιο οικονομικό κόστος για το δημόσιο, που αναγκάζεται να πληρώνει δεκάδες εκατομμύρια ευρώ στους εργολάβους ως αποζημιώσεις για την καθυστέρηση που το ίδιο προκαλεί στο έργο. Αλλά και με τεράστιο κόστος για τη Θεσσαλονίκη, αφού η αλλαγή σχεδιασμού το 2019 έγινε αιτία ένα έργο που σέρνεται ήδη εδώ και 15 χρόνια, να καθυστερήσει να λειτουργήσει άλλα 3 χρόνια τουλάχιστον.

Αφού, αν το μνημείο είχε διατηρηθεί αμετακίνητο στη θέση του και ο σταθμός είχε κατασκευαστεί με τη μέθοδο που εφαρμόζονταν από την προηγούμενη κυβέρνηση, η Θεσσαλονίκη σήμερα θα είχε 12 σταθμούς του Μετρό της σε λειτουργία. Και επιπλέον, το 2023, θα είχε και έναν κεντρικό σταθμό, αυτόν στη Βενιζέλου, να λειτουργεί συγχρόνως και ως αρχαιολογικός χώρος.

Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του έχουν συνδέσει το όνομά τους με μια νεοφιλελεύθερη πολιτική που αντιλαμβάνεται την αξία του πολιτισμού αποκλειστικά με οικονομικούς όρους. Μια πολιτική που αναγνωρίζει την αξία αρχαιολογικών χώρων σαν αυτόν της Ολυμπίας, σε συνάρτηση με την τιμή πώλησης του… λαδιού που παράγεται από τα ελαιόδενδρα που την περιβάλλουν.

Μια πολιτική που δεν δίστασε να τσιμεντώσει τη ναυαρχίδα του ελληνικού Πολιτισμού, την ίδια την Ακρόπολη.
Μια πολιτική που καταστρέφει ένα μοναδικό Βυζαντινό μνημείο για χάρη μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων και προς όφελος οικονομικών συμφερόντων.

Καμία σχέση δηλαδή με την πολιτική της αείμνηστης Μελίνας Μερκούρη. Η οποία, ως υπουργός Πολιτισμού της κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου διατύπωσε για πρώτη φορά το αίτημα της επιστροφής των μαρμάρων του Παρθενώνα, έχοντας ήδη πίσω της ένα λαμπρό έργο ανάδειξης του ελληνικού Πολιτισμού, το οποίο στηρίζονταν στην πεποίθηση την οποία εκείνη είχε διατυπώσει και είχε γίνει viral της ελληνικής πολιτικής εκείνα τα χρόνια. Σύμφωνα με την οποία: «Η βαριά βιομηχανία της Ελλάδας είναι ο Πολιτισμός της».

Είτε επρόκειτο για περιφερειακές θεατρικές ομάδες, οι οποίες μετεξελίχθηκαν τότε σε Περιφερειακές Θεατρικές Σκηνές, είτε επρόκειτο για την αναβίωση του Άρματος Θέσπιδος στο Αιγαίο και στα νησιά, είτε επρόκειτο για Φεστιβάλ Πολιτισμού που διοργανώνονταν τα καλοκαίρια σε ανοικτούς αρχαιολογικούς χώρους, υποστηρίζοντας την τουριστική ανάπτυξη της χώρας, είτε επρόκειτο για την αναβάθμιση των ίδιων των αρχαιολογικών χώρων που παρήκμαζαν, είτε ακόμη και για τη διατήρηση όσων από τα παραδοσιακά και νεοκλασικά κτίρια είχαν σωθεί από την βάρβαρη πολιτική της αντιπαροχής, ο ελληνικός πολιτισμός στις μέρες της Μελίνας Μερκούρη έζησε στιγμές μεγάλης δόξας.

Έτσι, έχοντας όλο αυτό το έργο πίσω της, η Μελίνα έφτασε και στην αποκορύφωση του σχεδίου ανάδειξης της Ελλάδας ως χώρας Πολιτισμού, που ήταν η διεκδίκηση από τη Θάτσερ των Ελγίνειων μαρμάρων.

Κι αυτό όχι στο πλαίσιο κάποιας ανταποδοτικής πολιτικής ανταλλαγής μνημείων μεταξύ των δύο χωρών, αλλά ως ηθική και πατριωτική απαίτηση να επιστραφούν τα μάρμαρα που ο Έλγιν ξερίζωσε, στον τόπο που γεννήθηκαν και παρέμειναν επί αιώνες. Στον τόπο όπου ανήκουν.

Σε πλήρη αντίθεση με το Μητσοτάκη, ο οποίος σήμερα διεκδικεί τα Ελγίνεια μάρμαρα με μια αγοραία ανταποδοτική λογική, έχοντας μάλιστα απέναντί του το σύνολο της διεθνούς αρχαιολογικής και επιστημονικής κοινότητας,  αλλά και το 62% των Θεσσαλονικέων, που αντιτίθενται σθεναρά στο έγκλημα που οι σύγχρονοι… Έλγιν διαπράττουν τις μέρες αυτές στη Θεσσαλονίκη.
Έχουν άδικο ύστερα οι Βρετανοί να απαντούν ειρωνικά ότι κρατούν τα γλυπτά του Παρθενώνα για να τα σώσουν από την… καταστροφή τους από τους Έλληνες;

Σήκω Μελίνα να μας δεις…