O λαός και το έθνος αποτελούν κατασκευές. Εμφανίζονται στα πρώιμα νεωτερικά συντάγματα μετά τις μεγάλες επαναστάσεις του 18ου αιώνα και τη δημιουργία του έθνους-κράτους τον 19ο. Στην Γαλλική Επανάσταση, το έθνος εμφανίζεται ως κυρίαρχο, διάδοχος και μετωνυμία του Βασιλιά και εκκοσμίκευση του Θεού στη λογική της πολιτικής θεολογίας. Αποτελεί μια φαντασιακή κοινότητα που ποτέ δεν ολοκληρώνεται και παραμένει πάντα υπό κατασκευή.

Ads

Ο λαός «δημιουργήθηκε» αργότερα από τη δημοκρατική ιδεολογία και την συνταγματική πρακτική σε επικράτειες με πολλές εθνότητες. Το έθνος και ο ενιαίος λαός υπόσχονται την ενοποίηση των αντιθέσεων και την εξάλειψη των ανισοτήτων. Το διακύβευμα είναι κοινό: η μετουσίωση ταξικών διαφορών, πολιτικών ανταγωνισμών, ιδεολογικών συγκρούσεων και πολιτισμικών εντάσεων σε μια ενιαία αντιπροσωπεύσιμη οντότητα, η μεταποίηση του πολλαπλού σε μοναδικό: «ο λαός μίλησε», «είμαστε ο περιούσιος λαός».

Ένας κυρίαρχος χωρίς κυριαρχία

Τα δημοκρατικά συντάγματα, όπως και το δικό μας, παρουσιάζουν τον λαό ως κάτοχο της κυριαρχίας. Όλες οι εξουσίες προέρχονται από τον λαό και ασκούνται προς όφελος του σύμφωνα με τις συνταγματικές μορφές και θεσμούς, οι οποίοι περιορίζουν την άσκηση της λαϊκής κυριαρχίας. Ο λαός είναι κυρίαρχος, αλλά η κυριαρχία του περιορίζεται  στην συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία.

Ads

Όπως έλεγε ο Ντε Μαιστρ, ο λαός είναι «ένας κυρίαρχος που δεν ασκεί την κυριαρχία του». Ο Ζαν-Ζακ Ρουσσώ, από την άλλη, υποστήριζε την άμεση δημοκρατία και κορόιδευε τον αγγλικό λαό που θεωρεί τον εαυτό του ελεύθερο: «Αλλά κάνει λάθος. Είναι ελεύθερος μόνο όταν εκλέγει τα μέλη του κοινοβουλίου. Μόλις εκλεγούν η σκλαβιά επιστρέφει».

Η αναφορά του Συντάγματος στη λαϊκή κυριαρχία έχει επομένως συμβολική μόνο σημασία για τη νομιμοποίηση της κρατικής εξουσίας. Η αντιπροσωπευτική αρχή του κοινοβουλευτισμού έχει περιθωριοποιήσει οποιαδήποτε άλλη μορφή άμεσης λαϊκής συμμετοχής στην άσκηση της εξουσίας. 

Τον φόβο του δήμου εξέφρασε πρώτος ο Πλάτωνας στο τρίτο βιβλίο των «Νόμων». Εκεί παραθέτει έξι προϋποθέσεις για την πετυχημένη άσκηση της εξουσίας που στηρίζονται σε φυσικές ή κοινωνικές διαφορές μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνώμενων: η εξουσία των γονιών επί των τέκνων, των ηλικιωμένων επί των νέων, των κυρίων επί των δούλων, των ενάρετων επί των κακών, των ισχυρών επί των ασθενών, των σοφών επί των αμαθών. 

Αναγνωρίζουμε εδώ αρχές εξουσίας όπως η πατριαρχία, η γεροντοκρατία, η θεοκρατία, η τεχνοκρατία που λειτουργούν ακόμη στις οικογένειες, στα σχολεία, στις επιστήμες και στις τέχνες.  Υπάρχει όμως και μία έβδομη αρχή: η δημοκρατία, η τυχαία επιλογή μέσω κλήρωσης, για τον Πλάτωνα, η δημοκρατική αρχή σήμερα. Το κράτος του δήμου είναι η εξουσία αυτών που δεν έχουν κανένα από τα χαρακτηριστικά που συνήθως απαιτούνται, για να διανείμουν την εξουσία.

Η δημοκρατία δεν απαιτεί οποιοδήποτε φυσικό ή κοινωνικά διακριτικό γνώρισμα ή χάρισμα. Οι εκλογείς και οι εκλεγμένοι ανήκουν στο ίδιο σύνολο. Στις εκλογές ο καθένας μετράει για ένα και κανένας περισσότερο από ένα. Αποτελεί αυτό μία από τις λίγες εφαρμογές της απόλυτης αριθμητικής ισότητας.

Ο Πλατωνικός φόβος του λαού επέστρεψε στον 19ο αιώνα με τον περιορισμό του δικαιώματος ψήφου των ανδρών που δεν είχαν περιουσία και μόρφωση και των γυναικών. Όπως το δικαίωμα της ψήφου άρχισε να επεκτείνεται στην αρχή του 20ου αιώνα, ο μεγάλος Αμερικανός δημοσιογράφος Walter Lippmann υποστήριξε ότι ο λαός είναι μια «μπερδεμένη αγέλη» που χάνεται στο «χάος των επί μέρους απόψεων».

Είναι ένα «απλό φάντασμα», μια αφαίρεση που προέρχεται από την «ψεύτικη φιλοσοφία» της δημοκρατίας και στηρίζεται στην «μυστικιστική έννοια της κοινωνίας». Πρέπει επομένως να κυβερνιέται από μια «εξειδικευμένη τάξη», μια ελίτ που παρακάμπτει το πρωταρχικό ελάττωμα της δημοκρατίας, την επιφανειακή της πίστη στον «παντοδύναμο πολίτη». Ρόλος των ΜΜΕ είναι να δημιουργούν την «κατασκευασμένη συγκατάθεση» των πολιτών. Στην δεκαετία των 60, η περίφημη «Τριμερής Επιτροπή», με πρόεδρο τον Samuel Huntington, επικαιροποίησε την επίθεση στην δημοκρατία.

Οι «διανοούμενοι των αξιών» αμφισβητούν τις ηγεσίες και την εξουσία, πιέζουν για συνεχή επέκταση και βάθεμα της δημοκρατίας και πρέπει να παραμεριστούν από τον πραγματισμό, τους εξπέρ και τις ελίτ. Όταν, όμως, μόνη απτή έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας αποτελεί η συμμετοχή στη διαδικασία για εκλογή αντιπροσώπων, η δημοκρατία συρρικνώνεται, η πολιτική απονομιμοποιείται.

Το πρόβλημα έχει οξυνθεί στην περίοδο της «μεταπολιτικής συνθήκης». Ο εισηγητής του όρου, Κόλιν Κράουτς, την ορίζει ως μία δημοκρατία που συνεχίζει να χρησιμοποιεί όλους τους θεσμούς της δημοκρατίας οι οποίοι έχουν γίνει, όμως, σταδιακά ένα τυπικό κέλυφος, ένα άδειο πουκάμισο. Η πρωτοβουλία κινήσεων και ο δυναμισμός της καινοτομίας έχει μεταφερθεί από τη δημοκρατική αντιπαράθεση σε μικρές ομάδες της οικονομικής και τεχνοκρατικής ελίτ.  Αυτό είναι απαραίτητο, μας λένε, γιατί οι κοινωνίες είναι πολύπλοκες, τα προβλήματα δύσκολα, η πάλη των τάξεων τελείωσε και οι κοινωνικές εντάσεις έχουν μειωθεί. Μόνο ειδικοί και τεχνοκράτες έχουν τις σωστές απαντήσεις στα μεγάλα οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά προβλήματα.

Έτσι, δημιουργούμε ανεξάρτητες αρχές, συνταγματικά δικαστήρια, ισχυρούς Προέδρους της Δημοκρατίας, επιβάλλουμε περιορισμούς και καταναγκασμούς στη νομοθετική εξουσία και την βουλή.

Πολλά από τα λεγόμενα «θεσμικά αντίβαρα» είναι πολιτικά βαρίδια, απονευρώνουν και απαξιώνουν την πολιτική. Είναι τρόποι αφαίρεσης ύλης και αρμοδιοτήτων από την πολιτική και μεταφοράς τους σε μη ελεγχόμενους πολιτικά ή κοινοβουλευτικά θεσμούς. Αν υπάρχει μία ορθή απάντηση στα μεγάλα προβλήματα, δεν χρειάζεται αυτά να μπαίνουν σε διαβούλευση και ψήφιση, μιας και ο λαός κάνει λάθη. Η συμμετοχή των πολιτών αποθαρρύνεται, η εκλογική αποχή μεγαλώνει, το πολιτικό σύστημα και οι πολιτικοί γίνονται μία κάστα με μικρές εσωτερικές διαφορές.

Η οικονομία επιβάλλεται επί της πολιτικής, οι αγορές αντικαθιστούν το κοινωνικό κράτος, οι πολίτες πρέπει να μετατρέψουν τη ζωή και την οικογένειά τους σε μικρομάγαζα που αν δεν πετύχουν χρεωκοπούν.  Σωστά λοιπόν κατέληξαν οι πολίτες στην απαξιωτική διαπίστωση «όλοι ίδιοι είστε». Ο «κυρίαρχος» λαός περιορίζεται σε χειροκροτητή των ανωτέρων. Εδώ βρίσκεται σημαντικό μέρος της ευθύνης  για την άνοδο της εθνικιστικής ακροδεξιάς.

Προοδευτική λαϊκότητα

Η αριστερή πολιτική πρέπει να δημιουργήσει κοινωνικά και εκφράσει πολιτικά την μεγαλύτερη δυνατή συμμαχία, χωρίζοντας τον πληθυσμό ανάμεσα στο λαό και τις ελίτ. Ογδόντα τοις εκατό των Ευρωπαίων είναι δυσαρεστημένοι με τους από πάνω, με τις διεφθαρμένες και διαπλεκόμενες ελίτ που ενδιαφέρονται μόνο για το συμφέρον τους. Ο αντι-ελιτισμός, η διαίρεση ανάμεσα «σε μας» και το κατεστημένο, «το 99% και το 1%» αποτελεί  απαραίτητη προϋπόθεση της προοδευτικής πολιτικής και της επικράτησης σε εκλογές.

Η προοδευτική λαϊκότητα αναγνωρίζει τις πολλαπλές αντιπαλότητες στο κοινωνικό σώμα και την έλλειψη κοινής ταξικής ένταξης και αριστερόστροφης ιδεολογίας. Η παρέμβαση του αριστερού πολιτικού υποκειμένου δεν αντιπροσωπεύει απλώς, αλλά πρέπει να κατασκευάσει κοινωνικά και πολιτικά τη μεγαλύτερη δυνατή συμπόρευση. Πρέπει να οργανώσει τη σύγκλιση τάξεων, κλάδων και επαγγελμάτων.  Σε αυτή τη διαδικασία διαμορφώνεται ο λαός ως προοδευτικός πόλος.  Οι εσωτερικές εντάσεις μεταφέρονται στην αντιπαράθεση με τους αντίπαλους.

Η κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού δημιουργεί την προϋπόθεση για ταξικές συσσωματώσεις στον προοδευτικό πόλο. Η συστράτευση της αντιπολίτευσης για την υποστήριξη της δημόσιας υγείας είναι το καλύτερο παράδειγμα. Η έκρηξη της πατριαρχίας, του εθνικισμού, της απαξίωσης  και του αποκλεισμού των «διαφορετικών» ευνοεί συστρατεύσεις των κινημάτων όπως έγινε με το Metoo, τις γυναικοκτονίες και την αλληλεγγύη στους πρόσφυγες. Έτσι πολιτικές και κοινωνικές συστρατεύσεις γύρω από την λαϊκότητα βάζουν τον λαό στο κέντρο της πολιτικής απέναντι στις ελίτ, την διαπλοκή, την διαφθορά και το κληρονομικό δικαίωμα στην εξουσία.  πε