Κάποια Κυριακή του φθινοπώρου ή της άνοιξης θα είναι εκλογική, τέλος Σεπτεμβρίου ή αρχές Οκτωβρίου. Δεν έχει τόση σημασία ακριβώς ο χρόνος, όσο οι λόγοι που θα επικαλεστεί ο Κυρ. Μητσοτάκης για τις πρόωρες εκλογές, το φθινόπωρο ή την άνοιξη.

Ads

 Οπως το έχουμε γράψει ήδη, από καιρό, ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι πιθανόν να χρησιμοποιήσει μια ορατή αδυναμία του, τη λυσιτελή αντιμετώπιση του Ταγίπ Ερντογάν, για να τη μετατρέψει σε τακτικό-εκλογικό πλεονέκτημα. Να επικαλεστεί, κατά τα συνήθη της μεταπολίτευσης, μια εθνική κρίση, την ελληνοτουρκική, για να προκηρύξει εκλογές.

Είπαμε, ορατή αδυναμία. Είναι προφανές ότι ο Κυρ. Μητσοτάκης αδυνατεί να ακολουθήσει τους ελιγμούς και τις στρατηγικές κινήσεις του Τούρκου προέδρου. Ο Ερντογάν δεν αυτοσχεδιάζει, είναι παίκτης με αντίληψη βάθους και ικανός για ρίσκα· το έχει δείξει τα τελευταία είκοσι χρόνια που πρωταγωνιστεί στην τουρκική και διεθνή σκηνή. 

Μεγέθυνση της Τουρκίας, μετατοπίσεις Ερντογάν

Ads

Επί των ημερών του, η Τουρκία μεγάλωσε, οικονομικά και στρατιωτικά, και απέκτησε βάρος στη διεθνή σκακιέρα. Ο ίδιος έχει αλλάξει από τα πρώτα χρόνια του μεσουρανήματος του: δεν είναι ο προβλέψιμος ευρωπαϊστής ηγέτης. Είναι ένας ηγέτης που βλέπει πέραν των τυπικών πλαισίων των συμμαχιών, που έχει ανοίξει πολλά μέτωπα διπλωματικά και στρατιωτικά, που μεταβάλλει και προσαρμόζει τη στάση του, αξιοποιεί τις ευκαιρίες, ρισκάρει. Διεκδικεί έναν άλλο ρόλο για τη χώρα του, ρόλο περιφερειακής δύναμης, από τον Καύκασο έως το Μαγκρέμπ και τα Βαλκάνια. Και το πετυχαίνει. Διεκδικεί και μια ξεχωριστή θέση για τον ίδιο μέσα στην τουρκική ιστορία, τη θέση του μεγάλου αναμορφωτή, του ιδρυτή ενός λαϊκού ισλάμ, όπως ο Κεμάλ Ατατούρκ ίδρυσε την κοσμική Τουρκία με το λατινικό αλφάβητο. 

Η εξωτερική του πολιτική στην αφετηρία της δεν αφίσταται από την πάγια πολιτική της Τουρκίας. Εχει επεκταθεί όμως. Η επιτήδεια ουδετερότητα της Τουρκίας κατά τον 20ό αιώνα έχει πάρει σαφώς πιο επεκτατικό χαρακτήρα με τον Ερντογάν· έχει μετατραπεί τρόπον τινά σε επιτήδεια επεκτατικότητα και επιθετική αναθεωρητικότητα.

Ο φιλοευρωπαϊστής στο ξεκίνημά του Ερντογάν φαίνεται να είχε επηρεαστεί από τον φιλοδυτικό ισλαμιστή ιεροκήρυκα και συγγραφέα Φετουλάχ Γκιουλέν, του οποίου τα εκτεταμένα κοινωνικά δίκτυα ο Ερντογάν χρησιμοποίησε για να εδραιωθεί στο κεμαλικό κράτος. Τον Γκιουλέν όχι μόνο τον εξεδίωξε, αλλά τον καταδιώκει ως τρομοκράτη. Εν συνεχεία συναντήθηκε με το δόγμα του στρατηγικού βάθους, του Αχμέτ Νταβούτογλου, τον οποίο έκανε υπουργό Εξωτερικών και πρωθυπουργό, προτού τελικά τον εκδιώξει. 

Στα πρώτα του χρόνια ο Ερντογάν ήταν μετριοπαθής προς την Ελλάδα, ιδίως κατά τη διακυβέρνηση Κώστα Καραμανλή. Στα δύσκολα χρόνια του μνημονίου, επίσης. Η στάση του άρχισε να μεταβάλλεται σταδιακά μετά το πραξικόπημα, όταν επιδόθηκε σε κυνήγι γκιουλενιστών πραξικοπηματιών, ανέβασε την εθνικιστική ένταση, μίλησε για Γαλάζια Πατρίδα, και ιδίως αφότου η Τουρκία ενεπλάκη στη Συρία και τη Λιβύη, εκτείνοντας την κυριαρχία και την επιρροή της στη ΝΑ Μεσόγειο. Και στις δύο περιπτώσεις, με την αδιέξοδη πολιτική των ΗΠΑ και την αυξανόμενη επιρροή της Ρωσίας, Ερντογάν διείδε μια ευκαιρία να διαδραματίσει ρόλο περιφερειακής δύναμης, αφενός, να αναστείλει την αυτονομία των Κούρδων, αφετέρου. Μέχρι στιγμής έχει καταφέρει και τα δύο. Επιπλέον κατάφερε να βρει μια ισορροπία, έστω δύσκολη, μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι μια ακόμη ευκαιρία διπλωματικής αναβάθμισης για τον Ερντογάν και την Τουρκία. Ρωσία, ΗΠΑ, Ουκρανία την αναγνωρίζουν ως προνομιακό διαμεσολαβητή και συνομιλητή. Και στην περίπτωση του επισιτιστικού διαδρόμου είναι ο προνομιακός εκτελεστής, κάτι που αυξάνει την επιρροή στις εξαρτώμενες από το ρωσοουκρανικό σιτάρι χώρες του Μαγκρέμπ, του Μασρέκ και της Ανατ. Αφρικής. 

Ποιον επηρεάζει περισσότερο η ένταση

Η διπλωματική και στρατηγική μεγέθυνση της Τουρκίας είναι το κλειδί για να κατανοήσουμε την αναθεωρητική της στάση έναντι της Ελλάδος. Οι επερχόμενες εκλογές, που απειλούν τη θέση του Ερντογάν, παίζουν ασφαλώς ρόλο στην αύξηση μιας επιθετικής ρητορείας, αλλά δεν είναι το ιστορικά κρίσιμο στοιχείο.

Αντιθέτως, στην Ελλάδα, οι εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις επηρεάζουν περισσότερο τις στάσεις στην εξωτερική πολιτική. Ιδίως στην παρούσα φάση, που η διπλωματία έχει τουρκοποιηθεί και νατοποιηθεί ολοσχερώς. Ολη η εξωτερική πολιτική διεξάγεται ανάμεσα στη Σκύλα των τουρκικών απειλών και την Χάρυβδη της παράδοσης στους συμμάχους. Ιδίως με την ιδιωτική διπλωματία του Κυριάκου Μητσοτάκη, η οποία περιορίζει ασφυκτικά τα, ήδη στενά, περιθώρια ελιγμών της Ελλάδας.

Ο Ελληνας πρωθυπουργός συμπεριφέρεται σαν να φοβάται τον Τούρκο ηγέτη, και καταφεύγει στην ομπρέλα των δυτικών συμμάχων, ικετεύοντας για προστασία έναντι οιωνδήποτε ανταλλαγμάτων. Η αναζήτηση προστασίας, βεβαίως, διατρέχει όλη την ιστορία του νεότερου κράτους και επηρεάζει ηγέτες και κόμματα. Στην παρούσα περίοδο πάντως, με τις πολλαπλές διαταραχές περιφερειακές και παγκόσμιες, κανείς από τους δρώντες στην περιοχή δεν φαίνεται διατεθειμένος να περιορίσει την Τουρκία υπέρ της Ελλάδος. Οι ΗΠΑ ασφαλώς θέλουν να διασφαλίσουν τη βάση τους στην Αλεξανδρούπολη, αλλά αυτό δεν είναι βέβαιο ότι διασφαλίζει την Ελλάδα από κάθε διεκδίκηση ή αναθεώρηση της Τουρκίας. Η αμφισβήτηση του καθεστώτος των νησιών του Αν. Αιγαίου, λ.χ., αντιμετωπίζεται από τους συμμάχους με κατευνασμό και τη διαρκή επίμονη προτροπή για διάλογο με την Τουρκία εφ’ όλης της ύλης. Αυτή η προτροπή, απολύτως λογική σε διεθνές διπλωματικό πλαίσιο, εγκυμονεί κινδύνους ωστόσο για οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση. Μια πρόσφατη απόδειξη είναι τα πλήγματα που δέχτηκε η κυβέρνηση Τσίπρα για τη Συμφωνία των Πρεσπών, παρότι εξυπηρετούσε τα στρατηγικά συμφέροντα όλων των δυτικών συμμάχων και ιδίως των ΗΠΑ.

Ως εκ τούτου ο Κυρ. Μητροστάκης φαίνεται να αδυνατεί να αναλάβει πολιτικό κόστος για οποιαδήποτε διευθέτηση των ελληνοτουρκικών. Τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης, δηλ. ο ελληνοτουρκικός διάλογος χαμηλής διπλωματικής έντασης, επανεκκίνησαν και εγκαταλείφθηκαν άδοξα. Οι διμερείς συναντήσεις κορυφής ουδέν απέδωσαν, ιδίως μετά το φιάσκο της πρόσφατης συνάντησης στην Κωνσταντινούπολη, την οποία εκμεταλλεύεται διαρκώς ο Ερντογάν, υπενθυμίζοντας τις υποσχέσεις και τις αθετήσεις. Στο δε εσωτερικό, ο Μητσοτάκης δέχεται αμφισβητήσεις για τη διπλωματία του, έμμεσες ή άμεσες, από τους πρώην πρωθυπουργούς Κ. Καραμανλή και Α. Σαμαρά.

Η απειλή γίνεται εκλογικός μοχλός

Επιπλέον, δεν υπάρχει πολιτικός χρόνος και κεφάλαιο για οποιαδήποτε αποφασιστική διπλωματική κίνηση.  Βασικός στόχος για τον Μητσοτάκη τώρα είναι η εκλογική επιβίωση, πολύ περισσότερο ίσως από τον Ερντογάν. Ενώπιον αυτής της διττής πρόκλησης, ο Μητσοτάκης πιθανόν να χρησιμοποιήσει την ένταση στο εξωτερικό για εκλογική απόδραση στο εσωτερικό.
 Η ελληνοτουρκική ένταση μπορεί να φτάσει και φέτος στα επίπεδα του καλοκαιριού του 2020. Ακόμη όμως κι αν δεν φτάσει σε τέτοια επίπεδα, η ένταση πιθανότατα θα χρησιμοποιηθεί σαν εκλογική μόχλευση.  Ο Μητσοτάκης θα το επικαλεστεί σαν «εθνικό κίνδυνο» για προκήρυξη εκλογών, και ταυτοχρόνως θα προπαγανδίσει την ικανότητα της Δεξιάς και τη δική του να διατηρήσουν τη χώρα στη «σωστή πλευρά της ιστορίας». Σε αυτό το πλαίσιο εκφωνούνται ήδη η επίσκεψη στην Ουάσιγκτον, οι ξέφρενες αγορές όπλων, οι εξυπηρετήσεις στο ΝΑΤΟ.

Αν συνυπολογίσουμε τον ζοφερό πληθωρισμό που καλπάζει και τη συμπυκνωμένη απόγνωση των λαϊκών μαζών το φθινόπωρο, ο Μητσοτάκης δεν θα έχει να υποσχεθεί τίποτε άλλο, πέρα από ασφάλεια και τάξη, για όποιον τον πιστεύει.

Η ασφάλεια και η τάξη, ο εθνικός κίνδυνος, θα είναι, ακόμη μια φορά, το μεγάλο κόλπο για την ελληνική Δεξιά.