Η διακήρυξη που υιοθέτησε την περασμένη εβδομάδα ο ΣΥΡΙΖΑ παρέχει ένα πλαίσιο, πιστεύω σε γενικές γραμμές ικανοποιητικό, για την πορεία προς το συνέδριο. Ενα συνέδριο όπου το κόμμα σκοπεύει να αλλάξει, να μαζικοποιηθεί και να διευρυνθεί. Στόχος, να σταθεροποιηθεί ως ο αδιαμφισβήτητος και ριζοσπαστικός κορμός του προοδευτικού πόλου της χώρας και να διεκδικήσει και πάλι αξιόπιστα την εξουσία.

Ads

Κατά την προσυνεδριακή πορεία ανοίγει πάντα ένας διάλογος, που στα δημοκρατικά κόμματα είναι δημόσιος και χωρίς περιορισμούς. Δεν πρόκειται για πολυτέλεια: για να καταλήξεις στο πώς θα αλλάξεις, πρέπει να εξετάσεις γιατί έχασες, τι έκανες καλά και τι όχι, και με ποια γραμμή θα πορευτείς. Οσο επιβάλλεται να αποφεύγεται η εσωστρέφεια και οι άγονες αντιπαραθέσεις, άλλο τόσο δεν πρέπει, στο όνομα της δράσης και της ενότητας, να «κρύβονται κάτω από το χαλί» θέματα και απόψεις.

Μέχρι στιγμής, η συζήτηση στον ΣΥΡΙΖΑ (και στα πέριξ) επικεντρώνεται στο τι κόμμα θέλουμε, πόσους και ποιους «χωράει». Ενα φάντασμα, δε, πλανάται, η «πασοκοποίηση», με ό,τι αυτή σημαίνει για τον καθένα. Κατά τη γνώμη μου, η συζήτηση αυτή, αν και κάπως σχηματική, έχει ασφαλώς ουσία.

Ομως, καθώς το κόμμα δεν είναι αυτοσκοπός, πριν καταλήξουμε για το τι κόμμα θέλουμε, πρέπει να απαντήσουμε και στο ερώτημα «κόμμα για να κάνει τι;». Και εδώ δεν αρκούν οι απαραίτητες διακηρύξεις περί σοσιαλισμού με δημοκρατία και ελευθερία. Θέτω λοιπόν τρία ζητήματα που νομίζω πως πρέπει να συζητηθούν και που η διακήρυξη δεν τα καλύπτει ή τα καλύπτει ανεπαρκώς.

Ads

1. Περί αυτοκριτικής

Από τα κομματικά κείμενα και ομιλίες, συχνά δίνεται η εντύπωση πως κερδίσαμε, δεν χάσαμε τις εκλογές. Η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται ως πορεία συνεχών θριάμβων, αψεγάδιαστη. Κάπου αναφέρουμε πως έγιναν και λάθη, χωρίς όμως να λέμε ποια.

Διευκρινίζω πως ανήκω σε όσους υποστηρίζουν επίμονα πως ο «συνολικός ισολογισμός» του ΣΥΡΙΖΑ είναι θετικός: ο ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε το μόνο δημοκρατικό κόμμα που συνέλαβε το βάθος της κρίσης και τις συνέπειές της στο πολιτικό σύστημα, εξέφρασε το λαϊκό αίσθημα και το κράτησε σε αριστερούς δρόμους. Κατόρθωσε έτσι από κόμμα του 4% να ξεπεράσει το 30%.

Ως κυβέρνηση, έδωσε μια ηρωική μάχη με σωστές επί της ουσίας θέσεις – που τώρα δικαιώνονται – απέναντι σε συντριπτικά υπέρτερες δυνάμεις, μέρος των οποίων επιδίωκε την εκπαραθύρωσή μας από την Ευρώπη. Βρήκε το θάρρος να υποχωρήσει όταν η εναλλακτική ήταν ο τυχοδιωκτισμός του Grexit. Προσέφυγε και πάλι στον λαό που ενέκρινε τη στροφή. Σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, οδήγησε τη χώρα με επιτυχία στην έξοδο από τα μνημόνια, ανακουφίζοντας παράλληλα κατά το δυνατόν τα ασθενέστερα στρώματα.

Προχώρησε σε σημαντικές δημοκρατικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Ακολούθησε συνολικά μια προοδευτική πολιτική στο προσφυγικό/μεταναστευτικό (πράγμα που τώρα φαίνεται ξεκάθαρα με τη νέα, «αυστηρή» πολιτική της Ν.Δ.). Ελυσε το μακεδονικό. Κατόρθωσε, παρά την εκλογική ήττα, να διατηρήσει ένα πολύ σημαντικό ποσοστό. Και βέβαια, σε όλα αυτά, καταλυτικός υπήρξε ο ρόλος του Αλέξη Τσίπρα.

Τούτων λεχθέντων, όμως, όλα δεν έγιναν όπως έπρεπε. Ούτε αρκεί να υπενθυμίζουμε – ορθά – τις εξαιρετικά δύσκολες εξωτερικές συνθήκες και τη λυσσαλέα αντίδραση του εγχώριου κατεστημένου ή την αναγκαστική συμμαχία με τους ΑΝ.ΕΛΛ. Αναμφισβήτητα, στην πρώτη φάση ο ΣΥΡΙΖΑ υιοθέτησε συχνά μαξιμαλιστικές και λαϊκιστικές θέσεις και δεν οριοθετήθηκε πάντα από ακραίες εκδηλώσεις.

Οταν λέμε πως ο ΣΥΡΙΖΑ «ωρίμασε» πολιτικά, αυτό δεν σημαίνει άραγε πως προηγουμένως ήταν κάπως «ανώριμος»; Αλλά και η μάχη του 2015 δεν δόθηκε παντού σωστά. Η δήλωση Τσίπρα περί «αυταπατών» δεν σημαίνει πως δεν εκτιμήθηκε επαρκώς ο δυσμενής συσχετισμός των δυνάμεων; Η τακτική και το ύφος του εκπροσώπου μας στο Eurogroup ήταν η βέλτιστη; Ομως και για τη δεύτερη κυβέρνηση, είναι δυνατόν να ξεπεράσουμε την ήττα μας του 2019, χωρίς να ανοίξουμε συζήτηση για το τι έφταιξε;

Κατά τη γνώμη μου, μείζον λάθος ήταν (και εξακολουθεί να είναι) το αφήγημα τύπου «success story» για την οικονομική πολιτική. Καθόλου δεν πρέπει να υποτιμάμε την επιτυχή και με κοινωνικό πρόσημο διαχείριση του μνημονίου και της εξόδου από αυτό. Ομως η Ελλάδα δεν ήταν περίπου παράδεισος επί ΣΥΡΙΖΑ και κόλαση επί Ν.Δ./ΠΑΣΟΚ.

Με ανεργία κοντά στο 20%, μισθούς και συντάξεις πετσοκομμένες, ΑΕΠ χαμηλότερο κατά πάνω από 20% σε σχέση το 2009, με αβάσταχτη φορολογία στα μεσαία στρώματα, με ελάχιστα κονδύλια για κοινωνικό κράτος και δημόσιες επενδύσεις, οι θριαμβολογίες προκαλούν. Η έμφαση έπρεπε (και πρέπει) να είναι ότι μας επιβλήθηκαν αντιλαϊκές πολιτικές, τις οποίες ως κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησε να αμβλύνει, όχι ότι τις μετέτρεψε σε αριστερές επιτυχίες.

Υπάρχουν και άλλα ζητήματα: Η προσπάθεια κάθαρσης του μιντιακού τοπίου απέτυχε παταγωδώς. Η ΕΡΤ υπήρξε μια μεγάλη χαμένη ευκαιρία να δείξουμε τη διαφορά. Η ατεκμηρίωτη (όπως αποδεικνύεται) εμπλοκή σε σκάνδαλα πολιτικών προσωπικοτήτων έβλαψε και τους θεσμούς και τον ΣΥΡΙΖΑ (αν δε τα παραπατήματα αυτά οφείλονταν στην «ανεξάρτητη δικαιοσύνη», η κυβέρνηση έπρεπε να αποστασιοποιηθεί). Η Μόρια, ακόμη και αν υπήρξε προϊόν εξωτερικών πιέσεων, αποτελεί κηλίδα στα πεπραγμένα της αριστερής κυβέρνησης. Συμπτώματα κυβερνητισμού, προβληματικού ύφους, τραγικής επικοινωνιακής πολιτικής (βλ. Μάτι) δεν υπήρξαν λίγα.

Αναπόφευκτα, η κριτική σε συγκεκριμένες πολιτικές και πράξεις αγγίζει και τους φορείς τους. Ομως αυτό δεν σημαίνει πως αμφισβητείται η προσφορά στελεχών και ακόμη λιγότερο πως πλήττεται το κύρος του κόμματος και της ηγεσίας του. Πόσο μάλλον που ούτε μείζονες διαιρέσεις υπάρχουν σήμερα και βέβαια ο Τσίπρας δεν αμφισβητείται από πουθενά.

Με τη σιωπή για τη μέχρι σήμερα πορεία δεν εξοπλίζουμε τον κόσμο μας απέναντι στις καταιγιστικές επιθέσεις των αντιπάλων. Ούτε πείθουμε και όσους –και είναι πολλοί– παρακολούθησαν τον ΣΥΡΙΖΑ τα τελευταία χρόνια, αλλά άσκησαν και κριτική, όχι πάντα αβάσιμη. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί πως είναι αλάθητος, τότε γιατί να μην είναι και αυτάρκης. Είναι δε κάπως παράταιρο ένα ιστορικό στέλεχος της ανανεωτικής Αριστεράς να δηλώνει πως σε προσυνεδριακή περίοδο δεν χρειάζεται συζήτηση για τα αίτια της εκλογικής ήττας.

2. Περί συμμαχιών

Η διακήρυξη ορθότατα υπογραμμίζει την ανάγκη συγκρότησης ενός ευρωπαϊκού προοδευτικού μετώπου, όπου θα συμμετέχουν πρώτιστα Αριστερά, σοσιαλδημοκράτες και Πράσινοι. Εχουμε θέσει και το πολιτικό πλαίσιο μιας σύγκλισης: οι σοσιαλδημοκράτες να εγκαταλείψουν τον εναγκαλισμό με τον νεοφιλελευθερισμό και τους φορείς του, οι Πράσινοι να προσανατολιστούν στο «πάντρεμα» οικολογίας και κοινωνικής αλλαγής (του «πράσινου με το κόκκινο») και, θα προσέθετα, η πέραν των σοσιαλιστών Αριστερά να είναι σταθερά προσηλωμένη στον δημοκρατικό και ευρωπαϊκό δρόμο.

Ομως, τα όσα ορθά λέμε για τις συμμαχίες στην Ευρώπη, η διακήρυξη τα λησμονεί για την Ελλάδα. Εδώ η στρατηγική συμμαχιών συρρικνώνεται σε μια έκκληση όλοι οι προοδευτικοί πολίτες να ενταχθούν στον ΣΥΡΙΖΑ. Ας μην παρεξηγηθώ: συμφωνώ απόλυτα με τη μαζικοποίηση και διεύρυνση του ΣΥΡΙΖΑ. Πιστεύω ακράδαντα πως το κόμμα θα πρέπει να περιλάβει μέλη που έχουν διαφορετικές πολιτικές και ιδεολογικές καταβολές και ευαισθησίες, πως δεν θέλουμε ιδεολογικό face control στις πύλες του. Και βέβαια, συμμετέχω ενεργά στη διαδικασία προσχώρησης στο κόμμα της ήδη υπάρχουσας «Προοδευτικής Συμμαχίας».

Ωστόσο, το ζήτημα των συμμαχιών δεν εξαντλείται στη διεύρυνση του ΣΥΡΙΖΑ. Κάτι τέτοιο θα θύμιζε περισσότερο την Εθνική Λαϊκή Ενότητα (ΕΛΕ) του ΠΑΣΟΚ, ή την «ενότητα από τα κάτω» του σταλινισμού. Θα ήταν αντίθετο με τα όσα λέμε για την Ευρώπη και με το κεκτημένο της Αριστεράς των τελευταίων δεκαετιών. Και βέβαια, θα σήμαινε στην ουσία άρνηση, όχι προώθηση της ενότητας των προοδευτικών δυνάμεων.

Στην Ελλάδα υπάρχουν πολιτικές δυνάμεις, ήδη ή εν δυνάμει προοδευτικές, που δεν πρόκειται να ενταχθούν στον ΣΥΡΙΖΑ. Το ότι σήμερα αρνούνται τη συνεργασία, ακόμη και τον διάλογο, με μας δεν σημαίνει πως πρέπει να τους μιμηθούμε. Κατά τη γνώμη μου, πρέπει να τους καλούμε να εγκαταλείψουν τον αδιέξοδο αντι – ΣΥΡΙΖΑϊσμό και να έχουμε πάντα απλωμένο το χέρι της συνεργασίας. Αναφέρομαι πρώτιστα στο ΚΙΝ.ΑΛΛ./ΠΑΣΟΚ, αλλά και στο ΜέΡΑ25. Ακόμη και με το ΚΚΕ θα μπορούσαμε να επιδιώκουμε ενότητα δράσης σε μαζικούς χώρους.

3. Κυπριακό/ελληνοτουρκικά

Οι Πρέσπες αποτελούν ιστορικό σταθμό για την Ελλάδα και ίσως το μεγαλύτερο επίτευγμα του ΣΥΡΙΖΑ. Ομως το μείζον εξωτερικό ζήτημα για τη χώρα είναι στα ανατολικά και εκεί δεν πάμε καλά.

Η Ελλάδα έχει παγιδευτεί σε μια αδιέξοδη πολιτική στο Κυπριακό. Η υποβόσκουσα ανάλυση είναι πως με την αλλαγή του ενεργειακού τοπίου στην Ανατολική Μεσόγειο, η επίλυση του Κυπριακού περνάει σε δεύτερη μοίρα. Η αξιοποίηση των κοιτασμάτων της Κύπρου μπορεί να γίνει με παράκαμψη Τουρκοκυπρίων και Τουρκίας. Επιδιώκεται μάλιστα ο αποκλεισμός της Αγκυρας από τη Μεσόγειο. Και εκτιμάται πως δεν θα μπορέσει να αντιδράσει λόγω των πολλαπλών προκλήσεων που αντιμετωπίζει σε άλλα μέτωπα. Θεωρούμε επιπλέον πως έχουμε ισχυρούς συμμάχους, τον άξονα Τραμπ – Νεντανιάχου.

Στη γραμμή αυτή μας έχει «παρασύρει» ο μεταστραφείς πρόεδρος Αναστασιάδης. Ομως και η Αθήνα, επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και υπουργίας Κοτζιά συνέβαλε ουσιαστικά. Εξάλλου, υπάρχει εδώ διακομματική συναίνεση, από πεποίθηση ή από φόβο του πολιτικού κόστους τυχόν διαφοροποιήσεων.

Η πολιτική αυτή είναι αβάσιμη και επικίνδυνη. Ασφαλής αξιοποίηση των κυπριακών υποθαλάσσιων κοιτασμάτων δεν υπάρχει χωρίς την παράλληλη λύση του Κυπριακού. Είναι παράλογη η προσπάθεια αποκλεισμού της Τουρκίας από τη Μεσόγειο (κάτι τόλμησε να πει επ’ αυτού ο Κατρούγκαλος ως υπουργός και έπεσαν από παντού να τον φάνε). Δεν στέκει και από πλευράς διεθνούς δικαίου: οι συνεχείς περί του αντιθέτου ισχυρισμοί μας απλώς συσκοτίζουν το παράλογο των τουρκικών ισχυρισμών για τα δικά μας δικαιώματα.

Και οι εκτιμήσεις πως η Τουρκία είναι «χάρτινος τίγρης» παραγνωρίζουν την ανευθυνότητα και μη προβλεψιμότητα του καθεστώτος Ερντογάν. Οσο για τις αμερικανικές δήθεν εγγυήσεις, θα ήταν εγκληματικό να στηρίζουμε την ασφάλειά μας στην αξιοπιστία των tweets του Τραμπ. Στην περίπτωση μάλιστα αμερικανο – ισραηλινών πολεμικών τυχοδιωκτισμών στο Ιράν, κινδυνεύουμε να εμπλακούμε και εμείς, ακόμη και ενάντια στην Ε.Ε.

Επείγει να απεγκλωβιστούμε από αυτήν την πολιτική. Να αναζητήσουμε συναινέσεις με δυνάμεις και φωνές αντίθετες στο διακομματικό εθνικιστικό μπλοκ. Τέτοιες υπάρχουν τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα. Ακόμη και μέσα στην κυβέρνηση. Και βέβαια και στην Ευρώπη.

* Ο Σωτήρης Βαλντέν είναι διδάσκων στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών, μέλος της κίνησης «Γέφυρα», υποψήφιος ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Μαΐου 2019.

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών