Ως νίκη του δημοκρατικού αισθήματος χαιρετίστηκε η απόλυση του Β. Τσιάρτα από την ΠΑΕ ΑΕΚ. Είναι όμως έτσι ή για μια ακόμη φορά αυτοβαυκαλιζόμαστε στους ιδεολογικούς μας μικρόκοσμους με φράσεις και πράξεις ώστε να μας χτυπούν την πλάτη; Σε κάθε μπερδεμένη, σκοτεινή εποχή, ίσως και σε κάθε εποχή, το μόνο κείμενο που λειτουργεί είναι αυτό που ξεβολεύει, ‘ανοικειώνοντας’ βολικά, βαθιά συντηρητικά ακριβώς γιατί δεν εντοπίζονται εύκολα αυτονόητα, και προκαλώντας τις αναμενόμενες αντιδράσεις πολιτικών ‘οπαδών’ που δεν συγκροτούνται και πολύ διαφορετικά από τους ποδοσφαιρικούς. Και στην περίπτωση αυτήν στο Twitter συναντήθηκαν.

Ads

Στην πραγματικότητα η απόλυση του Τσιάρτα, που μου είναι σε κάθε περίπτωση τρομερά ενοχλητικός αντιπαθής κι αντιπαθής για τις απόψεις του, συμβάλλει στον αποκαθαρμό του επελαύνοντα κοινωνικού φασισμού και όχι στην ανάσχεση του. Δεν είναι πρώτιστα συναισθηματική η αναφορά, η δίωξη ενός ανθρώπου με άλλες απόψεις έως του σημείου της απόλυσης (και τιμωρούνται οι πράξεις και όχι οι απόψεις στον βαθμό που δεν προωθούν λόγο μίσους που οδηγεί σε πράξεις) πολιτική είναι.

Για μία ακόμη φορά, η προσωποποίηση μιας κοινωνικής παθογένειας, η ομονοποίηση γύρω από τον διωχθέντα ‘έτερο’ χρησιμοποιείται για να μείνουν αλώβητες οι υπόγειες δομές που πριμοδοτούν, όσο και όποτε χρειαστεί, τον φασισμό ακόμη και κάτω από το χαλί το δικό μας. Κι όσο δεν το εντοπίζουμε ρετουσάροντας αυτήν την εν δυνάμει πολύ επικίνδυνη νοοτροπία με πυροτεχνήματα όπως μια απόλυση, τόσο συμβάλλουμε, πάλι, στον εκφασισμό στο όνομα της δήθεν δίωξης του. Είναι χαρακτηριστικό πως οι ίδιοι που σε μια διαδικασία κουλτουροποίησης και μιντιοποίησης της πολιτικοκοινωνικής πραγματικότητας την έπεσαν στον όντως με απαράδεκτες απόψεις Τσιάρτα και επιχαίρουν για τον δεδομένο αντιφασισμό τους, ποιούν την νήσσα σε σχέση με το ποιόν του ιδιοκτήτη της ΠΑΕ ΑΕΚ, όπως και για την απόφαση του να ονομάσει το γήπεδο Αγιά Σοφιά, σε μια ποδοσφαιρική εκδοχή θρησκευτικής εκκοσμίκευσης, στολίζοντας την μάζα με δεκάδες Βυζαντινούς Δικεφάλους.

Ακόμη πιο χαρακτηριστικό είναι πως όταν χρειάστηκε, η εναλλακτική, κινηματική Φιλαδέλφεια, εκδιώχθη με χοντρά σούτια, σε συνεργασία της «αριστερής» Original, και του φασιστικού ghetto, στο οποίο επετράπη να κάνει το περίφημο πάρτι στην πλατεία μπροστά από την αναρχική «Κατάληψη» Στρούγκα. Υπό τις ευλογίες της μεγαλοεπιχειρηματικής ιδιοκτησίας και της τότε αριστερής διακυβέρνησης. Αυτό δεν αφορά μόνο μια ιστορική ομάδα φυσικά, αφορά το σύνολο των ομάδων και των οπαδών καθώς η ποδοσφαιροποίηση της πολιτικής είναι ένας εξαιρετικός Δούρειος Ίππος που θυμίζει το πολυπλόκαμο του συστήματος που όποτε χρειαστεί δρα με στρατιωτικούς όρους εις βάρος της εμμένουσας σε κάποια διαφορετική στάση και σκέψη κοινωνίας. Εάν δε το δούμε, εάν δεν το πούμε, τότε είμαστε τόσο φαύλοι όσο και αυτοί που καταγγέλλουμε.

Ads

Ας δούμε όμως μερικά από τα χαρακτηριστικά του κοινωνικο-πολιτικού φασισμού για να γίνει ακόμη πιο ξεκάθαρο.

Εάν σύμφωνα με την Μαρξική (και Μαρξιστική σε αρκετές περιπτώσεις) θέση πως το ιδεολογικό εποικοδόμημα στοχεύει στη σύνδεση των ατόμων της κοινωνίας μεταξύ τους, κι αν καθώς εξασφαλίζει τη διατήρηση της συνοχής μέσα στη ταξική κοινωνία με την προσαρμογή του πιο αλέγκρου ιδίως πληθυσμού στους κοινωνικούς τους ρόλους που δικαιολογούν την εκμετάλλευση στα μυαλά όσων την υφίστανται, τότε οι ιδιοκτησίες πολλών ΠΑΕ και οι εξωγηπεδικοί τρόποι απόκτησης οικονομικο-κοινωνικής δύναμης των ηγετών τους, αποτελούν εμβληματικό παράδειγμα, που ενώ δεν αναιρεί την υπαρκτή μαγεία του ποδοσφαίρου και την σεβαστή ιστορία των ομάδων, θυμίζει πόσο ευεπίφορες είναι στην χειραγώγηση μέσα από την καταναλωτική κι απολίτικη «έκφραση του ιερού’ για να θυμηθούμε τον Bataille που ανέλυσε με βάση τον Φρουδισμό το φασιστικό φαινόμενο.

Έκφραση και συμπύκνωση πλήθους ανορθολογικών ρευμάτων του 19ου και του 20ού αιώνα, ο φασισμός βρίσκει δυστυχώς προνομιακό χώρο στα γήπεδα και προφανώς όχι μόνο. Η απόρριψη του ουμανισμού (εμείς ή κανείς), ο μυστικισμός, (αγιά Σοφιά ή ό,τι άλλο)  η προσωπολατρία του ηγέτη-ιδιοκτήτη αρκεί να ‘νικάμε’, η υποταγή της λογικής στο ένστικτο, η βιολογικοποίηση της έννοιας «λαός», η εξύμνηση της μάχης αφού «γαμάμε», η επιτυχημένη μεταφορά (κατά τον  Λούκατς) κάθε ανορθολογικής εθνικιστικής μα και κοινωνικής δημαγωγίας,  «από τις αίθουσες των πανεπιστημίων στο δρόμο». Και στα γήπεδα…

Κατά τον Έκο ένα από τα χαρακτηριστικά του είναι «η Λατρεία της Δράσης για τη Δράση», και θα πρέπει να γίνεται χωρίς να είναι  αντανάκλαση της διανόησης αφού κάθε κριτικό κείμενο, όπως και κάθε διαφωνούντας, εγκληματεί. Η δράση τώρα μεταφέρεται μέσω του νέο-tribalism σε σημαντικό βαθμό στα κοινωνικά δίκτυα, που όπως και το ποδόσφαιρο και οι οπαδοί έχουν και πολλές θετικές πλευρές και δράσεις, δίχως όμως αυτό να αναιρεί την υποχρέωση του εντοπισμού του σκοταδιού και της κριτικής πρόσληψης τους. Είναι χαρακτηριστικό πως η μιντιοποίηση της ταυτότητας, η δημόσια εικόνα μιας ομάδας ή ενός ατόμου και η πρόσληψη του εαυτού και του κόσμου μέσα από μια κατασκευή η οποία περιέχει αναγκαστικά πλήθος παθολογικών ναρκισσιστικών στοιχείων, οδηγεί στην «εύκολη δικαίωση» και στην αγνόηση της παγίδας να επιχαίρεις με την απόλυση (κι όχι με την απαραίτητη ιδεολογική αντιμετώπιση δίχως να αίρονται τα δικαιώματα σε σχέση με την εργασία) κάποιου. Την ίδια ώρα που το θέμα δεν αφορά στ αλήθεια κύρια αυτόν τον κάποιον. Είναι πολύ ευρύτερο και πολύ πιο σημαντικό.

Αυτό βέβαια, στο όνομα όποιου χρώματος κι αν συμβαίνει, θυμίζει μία από τις μεγάλες αντιφάσεις του φασισμού: Την ασυμβατότητα του απόλυτου θριάμβου  με τον  διαρκή πόλεμο. Ο Paxton έχει μιλήσει για αυτήν την κουλτούρα, την θεμελιωμένη  στον μυστικισμό, που απέδρασε από την θρησκεία και μπήκε στην πολιτική, που νομιμοποιείται εκ νέου μέσω της θρησκείας και των εκκοσμικευμένων εκφορών της όπως το ποδόσφαιρο, συμβάλλοντας μέσω του ματσισμού (και δεστε τα συνθήματα ολονών, φασιστών κι αντιφασιστών στις κερκίδες) στην στρατιωτικοποίηση της πολιτικής, κι άρα στην αρχικά υποσυνείδητη περιφρόνηση κάθε αδύναμου, ως πρότυπου ζωής και  συλλογικής δραστηριότητας.

Εν ολίγοις κάθε κοινωνία ή κοινωνική ομάδα, πέρα από τις αμιγώς ποδοσφαιρικές τις οποίες όμως συμπεριλαμβάνει, που επιχαίρει με τον εύκολο αντιφασισμό της απόλυσης του «άλλου» αλλά σιωπά στον δύσκολο αντιφασισμό κατά του όποιου ιδιοκτήτη ή των γραφικών επιλογών μυστικισμού, που δεν αγγίζει τις δομές διανοητικής, ηθικής και υλικής αναπαραγωγής του δλδ, κάθε τέτοια αντισταθμιστική λειτουργία μιας σικέ, επιφανειακής ενότητας, (βασισμένη στην δράση και στην αγνότητα, ακόμη ένα χαρακτηριστικό αντιφατικό δίπολο του κοινωνικού φασισμού), πριμοδοτεί τους στόχους της εσωτερικής κάθαρσης του διαφωνούντα και της εξωτερικής επέκτασης. Του φασισμού, και όχι του αντιφασισμού.