Ένα χαρακτηριστικό της χώρας μας είναι ότι χρησιμοποιούμε μεταξύ μας την εθνική μας καταγωγή σαν υποτίμηση και βρισιά. Από σχεδόν αυτορατσιστικές φράσεις όπως «Δε θα γίνει ποτέ άνθρωπος ο Έλληνας» μέχρι κυριολεκτικά σαν κακιά λέξη «α ρε Έλληνα!».

Ads

Είναι κωμικό, αλλά ποτέ κανείς δε συναντά αυτόν τον «Έλληνα». Είναι τόσο εμπεδωμένη σαν φράση που θα την δει κανείς ακόμα και στα στόματα ανθρώπων προοδευτικών, συμπεριληπτικών, που αν την αντικαταστούσες με μια άλλη εθνικότητα ή ιδιότητα θα εξεγείρονταν αυτόματα.

Κανείς βεβαίως δεν είναι ο ίδιος ο «Έλληνας», αφορά ένα φαντασιωσικό πρόσωπο που συγκεντρώνει όλα τα ελαττώματα του λαού μας, είναι παντού, τριγύρω μας αλλά πάντα έχει μόλις περάσει από εκεί που βρισκόμαστε σαν ένα τέρας του Λοχ Νες που μπορεί κανείς να το καταλάβει  μόνο από τις ρυτιδώσεις που αφήνει στην επιφάνεια του νερού. Αυτή η χρήση της λέξης ήταν πολύ δημοφιλής τις περασμένες δεκαετίες, όμως ειδικά από την κρίση και μετά έμελλε να αντικατασταθεί από μια άλλη λέξη με πιο οικουμενικό χαρακτήρα, αυτή του «ηλίθιου».

Ο ηλίθιος έκανε την εμφάνιση του ως ο άλλος, όταν όλα έγιναν τόσο μπερδεμένα που η δική μας ταυτότητα τέθηκε σε αμφισβήτηση. Κανείς δεν ήξερε όταν ξεκίνησε η κρίση από που ήρθε, τι σημαίνει, τι την προκάλεσε και πως θα λυθεί. Και όταν λέμε κανείς, εννοούμε κανείς, ούτε καν οι αξιωματούχοι. Το μέλλον μας απειλούταν οι ιδεολογίες μας έμοιαζαν ανεπαρκείς, μπορούσαμε μόνο να κοιτάμε χωρίς να μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Δεν ξέραμε τίποτα. Το μόνο που ξέραμε είναι ότι ο άλλος κάνει λάθος. Ολοκληρωτικά. Τόσο λάθος που ήταν να απορεί κανείς πως δεν μπορούσε να καταλάβει την απλότητα αυτών των σχεδόν αυτοόητων που καταλαβαίναμε εμείς. Αυτό σήμαινε πως λογικά ήταν ηλίθιος.

Ads

Όσο η απειλή αύξανε, τόσο αύξαναν και οι ηλίθιοι. Όταν τέθηκε η ερώτηση του δημοψηφίσματος οι άλλοι ήταν πια εντελώς ηλίθιοι. Ο τρόμος που μας γεννούσε ένα ναι ή ένα όχι που δεν ήξερε κανείς τις πραγματικές του συνέπειες, έπρεπε να αντιμετωπιστεί. Το μικρό παιδί δεν μπορεί να σκέφτεται ότι ο μπαμπάς του και η μαμά του είναι άνθρωποι οι οποίοι μπορεί να μην έχουν ιδέα τι κάνουν στη ζωή και αυτοσχεδιάζουν μέρα με τη μέρα, θα τρελαθεί. Ο μπαμπάς και η μαμά τα ξέρουν όλα και ο κόσμος βγάζει νόημα. Αν κανείς αναλογιστεί τις αμφιθυμίες του και την άγνοια του σε έναν μεταμοντέρνο κόσμο ενώ καλείται να ψηφίσει ναι η όχι σε μια ερώτηση για το μέλλον του, θα παραλύσει με το χέρι να τρέμει πάνω από την κάλπη.

Εκτός αν πρέπει να ψηφίσει για να γλιτώσει την χώρα από τους ηλίθιους που θα ψηφίσουν το αντίθετο. Τότε λύνεται ο δισταγμός και η ζωή μπορεί να συνεχιστεί. 

Μόλις τα πράγματα έμοιαζαν κάπως να συγκλίνουν μεταξύ μας, ένας μυστήριος ιός από την Κίνα, χωρίς θεραπεία, μας έκλεισε μέσα στα σπίτια και απειλούσε να μας σκοτώσει. Όχι απλά να μας σκοτώσει, να μας πνίξει κόβοντας μας τον αέρα και να πεθάνουμε μόνοι μας μέσα σε ένα νοσοκομείο χωρίς δικαίωμα επίσκεψης και να θαφτούμε σε σφραγισμένο φέρετρο. Πως αντέχει κανείς έναν τέτοιο τρόμο; Πως αντέχει να μην ξέρει τι να κάνει;

Ευτυχώς υπήρχαν οι άλλοι, αυτοί οι ηλίθιοι. Δε φόραγαν μάσκες η φόραγαν μάσκες, πίστευαν τι λένε οι γιατροί ή δεν πίστευαν τι λένε οι γιατροί, η απειλή έφυγε από κάτι αόρατο, μεταφέρθηκε απέναντι, στον δίπλα. Όταν ήρθε το εμβόλιο, ο άλλος έγινε ακόμα πιο ηλίθιος. Ή πίστευε ότι του έλεγε το διαδίκτυο και εμβολιαζόταν ή πίστευε ότι του έλεγε το διαδίκτυο και δεν εμβολιαζόταν. Οι κυβερνήσεις έντρομες για την απειλή της εξουσίας που μπορεί να έφερνε μια εκατόμβη θυμάτων, αναγνώρισαν το δώρο που έπεσε στα χέρια τους και υποδαύλισαν έμμεσα και άμεσα και τις δύο πλευρές.

Στην Ελλάδα ο πρωθυπουργός αποκάλεσε τους αρνητές του εμβολίου «ψεκασμένους» ενώ ταυτόχρονα τα κυβερνητικά μέσα ενημέρωσης δεν σταματούσαν να μεταδίδουν καθημερινά κάθε θάνατο που σχετιζόταν έστω και απόμακρα με τον εμβολιασμό. Οι ανεμβολίαστοι υγειονομικοί τέθηκαν σε διαθεσιμότητα αλλά δεν μπήκαν στη θέση τους εμβολιασμένοι υγειονομικοί να καλύψουν το κενό. Ποιος φταίει για αυτό; Μα φυσικά οι ηλίθιοι.

Στην εκπνοή της πανδημίας, πόλεμος ξέσπασε στις παρυφές τις Ευρώπης. Ο ψυχρός πόλεμος μοιάζει να αναζωπυρώνεται, με την προσθήκη μάλιστα της Κίνας. Λέξεις όπως «τρίτος παγκόσμιος» και «πυρηνικό ολοκαύτωμα» ξανακάνουν την εμφάνισή τους. Ο άνθρωπος μπροστά σε αυτά είναι παντελώς αδύναμος, ανίκανος ολοκληρωτικά να κάνει έστω και το παραμικρό που θα επηρεάσει την κατάσταση. Ευτυχώς υπάρχει αυτός ο ηλίθιος που δεν καταλαβαίνει γιατί γίνεται ο πόλεμος και ποιες θα είναι οι γεωπολιτικές του συνέπειες. Ο Πούτιν και ο Μπάιντεν είναι πρόσωπα σε μια οθόνη, ο ηλίθιος είναι το πρόσωπο στην άλλη μεριά του τραπεζιού. Και είμαστε καλύτεροι από αυτόν τουλάχιστον.

Σε λίγες μέρες έχουμε εκλογές. Οι ταυτότητες ακόμα και οι ιδεολογικές έχουν ξεφτίσει. Είναι πολύ δύσκολο να ορίσει κανείς τον εαυτό του μέσα σε έναν ιλιγγιωδώς μεταβαλλόμενο κόσμο, με το διαδίκτυο να εξαφανίζει τα εθνικά σύνορα του διαλόγου, με την οικονομία να έχει πάρει μια μορφή που οι κοινωνιολογικές συγκρούσεις του παρελθόντος μοιάζουν ανεπαρκείς να την αναλύσουν.

Έννοιες που για χιλιετηρίδες θεωρούνταν αυτονόητες αλλάζουν, όπως ακόμα και το ίδιο το φύλο. Χρειαζόμαστε τον ετεροκαθορισμό, τον άλλον, αυτόν τον ηλίθιο για να τοποθετηθούμε απέναντι του και να αποκτήσουμε μια θέση, η οποία μπορεί να είναι απλά αντίθεση αλλά μοιάζει με θέση.

Κλείνοντας, μια διευκρίνηση. Μπορεί αυτό το κείμενο να δίνει την εντύπωση ότι αποδίδει την ίδια εγκυρότητα σε όλες τις αντικρουόμενες απόψεις. Τίποτα δε θα μπορούσε να είναι πιο λάθος. Τις μισές τις πιστεύει ο γράφων, τα υπόλοιπα τα λένε μόνο οι ηλίθιοι. 

  • Ο Γιάννης Δούμος είναι ψυχίατρος