Το υπό συζήτηση νομοσχέδιο του Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων περιέχει διατάξεις αναδιαμόρφωσης της λειτουργίας των Ειδικών Λογαριασμών Κονδυλίων Έρευνας (Ε.Λ.Κ.Ε.) των πανεπιστημίων και άλλων ερευνητικών φορέων. Είναι ένα θετικό βήμα αλλά δεν αρκεί. Οι Ε.Λ.Κ.Ε. συνιστούν την ατμομηχανή της έρευνας στην χώρα μας. Από την ίδρυση τους το 1977 προέκυψαν προβλήματα διαφάνειας και λογοδοσίας. Στα προβλήματα αυτά δόθηκαν λάθος λύσεις όταν το 2014, επί υπουργίας Α. Λοβέρδου της κυβέρνησης ΝΔ – ΠΑΣΟΚ, οι Ε.Λ.Κ.Ε. υπήχθησαν στις πιο ανελαστικές προβλέψεις του Δημόσιου Λογιστικού. Δημιουργήθηκε ένα ατέρμονο γραφειοκρατικό τέλμα που ταλαιπώρησε χιλιάδες πανεπιστημιακούς, ερευνητές και διοικητικούς υπαλλήλους. Η αποτυχία αυτή δεν συνιστούσε απλά και μόνο συμμόρφωση στην οδηγία 2011 της ΕΕ. Ήταν αποτέλεσμα της άγνοιας που οι τότε κρατούντες είχαν για τη λειτουργία των Α.Ε.Ι. και απότοκο της αντίληψης τους περί «μπαταχτσήδων πανεπιστημιακών». Επισημαίνουμε ότι η υπαγωγή στο Δημόσιο Λογιστικό δεν είναι εξ ορισμού λάθος. Το Δημόσιο Λογιστικό παρέχει ένα ασφαλές λιμάνι για τα διαχειριστικά λάθη και για την εξασφάλιση διαφάνειας. Υπάρχει δυνατότητα παραμονής στο Δημόσιο Λογιστικό και παράλληλης διευρυμένης ευελιξίας. Σε αυτήν τη λογική έγιναν το 2017 οι πρώτες προσπάθειες βελτίωσης των Ε.Λ.Κ.Ε. με το ν. 4485. Η εμμονή των εκπροσώπων των Θεσμών για παραμονή των Ε.Λ.Κ.Ε. στο ασφυκτικό και ανελαστικό καθεστώς του 2014 απέτρεψε το σύνολο των απαραίτητων παρεμβάσεων. Ο τότε Υπουργός Κ. Γαβρόγλου δήλωνε στις 26 Ιουλίου 2017 ότι «έχουμε πλήρη συνείδηση ότι δεν τελειώνουμε με τους ΕΛΚΕ εδώ, σχεδόν αρχίζουμε». Η βελτίωση της ευελιξίας των Ε.Λ.Κ.Ε. συνεχίστηκε και με ν. 4610 στις αρχές του 2019.

Ads

Αρκετές από τις διατάξεις του υπό συζήτηση νομοσχεδίου συνιστούν συνέχεια της προσπάθειας για ένα πιο ευέλικτο και αποτελεσματικό πλαίσιο λειτουργίας όπως αυτή εγκαινιάστηκε με τη νομοθεσία του 2017 και 2019. Ως τέτοιες αντιλαμβανόμαστε διατάξεις που τροποποιούν την οργάνωση των προϋπολογισμών των ερευνητικών έργων, απλοποιούν τις εγκρίσεις δαπανών, μετακινήσεων και προκαταβολών, δημιουργούν ένα μια ευέλικτη διοικητική ιεραρχία, παρέχουν δυνατότητες προσέλκυσης προσωπικού επιπλέον των υπαρχόντων, αυξάνουν την παροχή υποτροφιών από τους Ε.Λ.Κ.Ε., και  επιλύουν επιμέρους ζητήματα (καθήκοντα, κώδικας δεοντολογίας, οδηγοί χρηματοδότησης, σύγκρουση συμφερόντων, κλπ.). Ιδιαίτερα θετικό είναι το ότι η αρμοδιότητα έκδοσης κανονισμού των Ε.Λ.Κ.Ε. περνά από το Υπουργείο Οικονομικών στο Υπουργείο Παιδείας. Ευχόμαστε άμεσα η κυβέρνηση να διορθώσει και το λάθος υπαγωγής της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Τεχνολογίας στο Υπουργείο Ανάπτυξης και να την επαναφέρει στο Υπουργείο Παιδείας. Πέραν των ανωτέρω, υπάρχουν όμως και εξόχως προβληματικές διατάξεις. Στις μεταβατικές διατάξεις του νομοσχεδίου δίνεται αδιακρίτως η δυνατότητα νομιμοποίησης κατηγοριών δαπανών που έγιναν κατά παρέκκλιση των θεσμοθετημένων διαδικασιών. Η τακτική αυτή δεν τιμά ούτε τα πανεπιστήμια, ούτε την πολιτεία. Είναι γεγονός ότι διαδικασίες αναδρομικής νομιμοποίησης έχουν δυστυχώς ακολουθήσει όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Οι διαδικασίες αυτές ήταν όμως επιλεκτικά εστιασμένες σε συγκεκριμένα προβλήματα που είχαν προκύψει από συγκεκριμένες νομοθετικές αβλεψίες. Η γενικευμένη αναδρομική νομιμοποίηση όχι μόνο δεν λύνει κανένα ζήτημα αλλά δίνει ένα λάθος μήνυμα («παρανομήστε, θα τα νομιμοποιήσουμε…») που υπονομεύει το μέλλον των Ε.Λ.Κ.Ε. Τέλος, προβληματισμό προκαλούν διατάξεις που τροποποιώντας τις αρμοδιότητες των επιστημονικά υπεύθυνων των ερευνητικών έργων δημιουργούν κινδύνους για εκ των υστέρων καταλογισμούς δαπανών (το ζήτημα της «επιλεξιμότητας δαπανών»).

Αξίζει να επισημάνουμε ότι με το νομοσχέδιο δίνεται η δυνατότητα σε όλους τους Ε.Λ.Κ.Ε να παρέχουν μέρος των εσόδων τους για την επίτευξη των εκπαιδευτικών, ερευνητικών και αναπτυξιακών στόχων και την κάλυψη λειτουργικών αναγκών  των πανεπιστημίων (φύλαξη, καθαριότητα, συντήρηση περιουσίας, κόστος βρεφονηπιακών σταθμών κ.λπ.). Η πρόβλεψη αυτή, από θέση αρχής, είναι θετική. Υπάρχουν περιπτώσεις που τα πανεπιστήμια αντιμετωπίζουν έκτακτες και επείγουσες ανάγκες που δύσκολα καλύπτονται από τον Τακτικό Προϋπολογισμό και το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων. Επιπλέον, είναι λογικό το «κομπόδεμα» των πανεπιστημίων, είτε αφορά τα διαθέσιμα των Ε.Λ.Κ.Ε. είτε τα όποια αποθεματικά, να αφορά κατά προτεραιότητα τον ακαδημαϊκό χώρο. Ακόμα θυμόμαστε το «κούρεμα» των αποθεματικών των ΑΕΙ από την τότε Υπουργό Α. Διαμαντοπούλου… Ανεξαρτήτως όμως της ορθότητας της προτεινόμενης διάταξης, ελλοχεύει ο κίνδυνος περιορισμού της τακτικής χρηματοδότησης των πανεπιστημίων με το πρόσχημα «κάντε έρευνα για να καλύψετε τις ανάγκες σας». Η δυνατότητα παροχής μέρους των ετήσιων εσόδων των Ε.Λ.Κ.Ε. πρέπει να συνιστά ένα μηχανισμό ανταπόκρισης στο απρόβλεπτο και όχι ένα εργαλείο περιορισμού της τακτικής χρηματοδότησης.

Τα επίδικα όμως για την έρευνα δεν περιορίζονται στο θεσμικό της πλαίσιο. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι η συνέχιση της αύξησης της κονδυλίων για την έρευνα και την τακτική χρηματοδότηση των πανεπιστημίων. Την περασμένη χρονιά, για πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας μας, οι δαπάνες για Έρευνα και Ανάπτυξη ξεπέρασαν το 1,18% του ΑΕΠ (2,17 δισ. €).  Οι κυβερνήσεις ΝΔ – ΠΑΣΟΚ είχαν το 2014 αφήσει αυτές τις δαπάνες στο 0,83% του ΑΕΠ (1,48 δις €). Οι δαπάνες για την Παιδεία αυξήθηκαν κατά 6,17% το 2019 σε σχέση με το 2018 αλλά μόνο 2,35% το 2020 σε σχέση με το 2019. Επιπλέον, καμία περαιτέρω ανάπτυξη της ερευνητικής δραστηριότητας δεν μπορεί να καρποφορήσει αν δεν βελτιωθεί και το εργασιακό καθεστώς των νέων ερευνητών που αποτελούν την αιχμή του δόρατος των έργων στους Ε.Λ.Κ.Ε. Αυτά είναι τα σοβαρά επίδικα χωρίς τα οποία η αύξηση της ευελιξίας στους Ε.Λ.Κ.Ε. θα αποτελεί ένα αδειανό πουκάμισο. Το ερευνητικό δυναμικό της χώρας μπορεί να συμβάλλει καθοριστικά στην κοινωνικά δίκαιη, οικολογικά φιλική και τεχνολογικά πρωτοπόρα ανάπτυξη. Μένει να δούμε έμπρακτα τις κυβερνητικές προθέσεις…

Ads