Είναι κοινό κεκτημένο ότι η βασική προϋπόθεση για τη θεραπεία μιας ασθένειας είναι η σωστή διάγνωση. Λάθος διαγνώσεις είναι σαφές ότι οδηγούν σε λάθος θεραπείες.

Ads

Τα Πανεπιστήμια, ως ιδρύματα παραγωγής και μετάδοσης της επιστημονικής γνώσης, χρειάζονται την ύπαρξη 3 απαράβατων προϋποθέσεων για να μπορέσουν να επιτελέσουν την αποστολή τους:

  1. Ακαδημαϊκή αυτοδιοίκηση, για να μπορεί η παραγωγή και η μετάδοση της επιστημονικής γνώσης να γίνεται ελεύθερα και ανεξάρτητα από κάθε εξωπανεπιστημιακό κέντρο εξουσίας που επιβουλεύεται την εκμετάλλευσή της, (κράτος, κόμματα, αγορά, εκκλησία, ιδιωτικά συμφέροντα κλπ)
  2. Εσωτερική Δημοκρατία, που σημαίνει άμεση εκλογή από τη βάση όλων των οργάνων της πανεπιστημιακής αυτοδιοίκησης προκειμένου να διαθέτουν την απαιτούμενη νομιμοποίηση για να διοικούν τηρώντας την βασική ακαδημαϊκή αρχή της αξιοκρατίας και
  3. Χρηματοδότηση, προκειμένου να εκτελείται ανεμπόδιστα και χωρίς εξωτερικές εξαρτήσεις και δουλείες το έργο της παραγωγής της νέας γνώσης (έρευνα) και της μετάδοσής της (εκπαίδευση).

Το γεγονός ότι στο νομοσχέδιο που κατέθεσε για διαβούλευση και ψήφιση η υπουργός Παιδείας Νίκη Κεραμέως ακυρώνονται και οι 3 προϋποθέσεις εύρυθμης λειτουργίας των πανεπιστημίων, είναι δείκτης ότι στηρίχθηκε σε λάθος διάγνωση για τα προβλήματα που κλήθηκε να θεραπεύσει.

Διότι αν, ως μείζον ζήτημα για τα ελληνικά Πανεπιστήμια, τα οποία κατατάσσονται προτελευταία ανάμεσα στα Πανεπιστήμια των κρατών του ΟΟΣΑ ως προς τη χρηματοδότηση, αναγορεύσει μια κυβέρνηση την… ανομία, τότε είναι σαφές ότι ο σχεδιασμός της θα καταλήξει στη λάθος θεραπεία.

Ads

Η διάγνωση είναι καταφανώς λάθος, πρώτα γιατί στα Πανεπιστήμια δεν υπάρχει συστηματική και εκτεταμένη ανομία, όπως υποστηρίζουν η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός σε κάθε ευκαιρία. Τα φαινόμενα, αν και όποτε υπάρχουν είναι περιστασιακά, όπως άλλωστε συμβαίνει σε όλα τα Πανεπιστήμια του κόσμου και όπως παρατηρείται και σε κάθε δημόσιο και μαζικό χώρο όπου συγκεντρώνονται δεκάδες χιλιάδες νέοι.

Η διάγνωση όμως είναι καταφανώς λάθος και για έναν ακόμη σοβαρό λόγο. Γιατί χρεώνει στα Πανεπιστήμια μια ενδεχόμενη αστοχία, αν δεχτούμε ότι υπάρχει πράγματι συστηματική ανομία, που όμως οφείλεται στην αδυναμία του κράτους να την αποκαταστήσει και όχι στην ευθύνη των ίδιων των Πανεπιστημίων.

Αυτό γίνεται σήμερα περισσότερο από άλλοτε σαφές, γιατί μετά την κατάργηση του ακαδημαϊκού ασύλου το 2019, αποκλειστικά υπεύθυνη για την ασφάλεια και την τήρηση της νομιμότητας στις πανεπιστημιουπόλεις έχει οριστεί η Αστυνομία.

Αν συνεπώς η κυβέρνηση διαπιστώνει σαν πρώτο πρόβλημα των Πανεπιστημίων την ύπαρξη ανομίας, αυτό οφείλεται σε πλημμελή άσκηση των καθηκόντων της Αστυνομίας.

Απόδειξη αυτής της αλήθειας αποτελούν τα όσα συμβαίνουν εδώ και 6 μήνες στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Όπου στο όνομα μιας μικρής ομάδας ύποπτης προέλευσης κουκουλοφόρων, τα ΜΑΤ και οι αστυνομικές δυνάμεις, φανερές και μυστικές, έχουν εγκατασταθεί μόνιμα εντός του Πανεπιστημίου και συνεχίζουν να παραμένουν σε αυτό, με τη δικαιολογία ότι δεν έχουν ακόμη εξαρθρώσει τη μικρή αυτή ομάδα.

Την οποία, αξίζει να υπενθυμιστεί, άφησαν ανενόχλητη να καταστρέψει τη δημόσια περιουσία, μη επεμβαίνοντας κατασταλτικά όταν έπρεπε, με το δικαιολογητικό ότι θα διατάρασσαν την ασφάλεια ενός πάρτι που εκείνη την ώρα ήταν σε εξέλιξη στην πανεπιστημιούπολη.
Την ίδια ευαισθησία πάντως που έδειξαν οι αστυνομικοί για το… πάρτι δεν την έδειξαν και την επομένη, όταν εισέβαλαν με κλόμπς και χημικά εντός της Σχολής Θετικών Επιστημών για να κυνηγήσουν όχι τους κουκουλοφόρους ενόχους, αλλά κανονικούς φοιτητές που εκείνη την ώρα παρακολουθούσαν μαθήματα.

Είναι σαφές λοιπόν ότι αν υπάρχει σήμερα ανομία στο ΑΠΘ, γι’ αυτήν είναι απολύτως υπεύθυνη η Αστυνομία που, επί 6 μήνες που έχει στρατοπεδεύσει εντός της πανεπιστημιούπολης δεν έχει καταφέρει να την εξαρθρώσει.

Η διάγνωση όμως που η κυβέρνηση κάνει για τα προβλήματα που μαστίζουν τα ελληνικά Πανεπιστήμια είναι λάθος και για ένα σοβαρότατο ακόμη λόγο. Σκοπίμως παρακάμπτει το μεγαλύτερο και διεθνώς αναγνωρισμένο πρόβλημα των ελληνικών Πανεπιστημίων, ότι έχουν γίνει ουραγοί στις διεθνείς κατατάξεις ως προς τη χρηματοδότηση, καταλαβάνοντας την προτελευταία θέση των κρατών του ΟΟΣΑ, με χρηματοδότηση μόλις 3.500 δολαρίων/φοιτητή το χρόνο. Όταν στα Πανεπιστήμια της Πορτογαλίας για παράδειγμα, που είναι μια ευρωπαϊκή χώρα αντίστοιχης ανάπτυξης με την Ελλάδα, η χρηματοδότηση είναι 3,5 φορές μεγαλύτερη.

Η διάγνωση που κάνει η κυβέρνηση όμως για τα Πανεπιστήμια είναι λάθος και γιατί προσπερνά εύκολα το πρόβλημα των μεγάλων κενών σε ακαδημαϊκό, ερευνητικό τεχνικό και διοικητικό προσωπικό, που μετά τις αφυπηρετήσεις που έγιναν στα χρόνια των μνημονίων δεν έχουν ακόμη αναπληρωθεί. Με αποτέλεσμα να υπάρχουν τεράστιες ελλείψεις στο προσωπικό.

Το νομοσχέδιο που κατέθεσε το υπουργείο Παιδείας καταργεί, κατά σατανική σύμπτωση και τις 3 προϋποθέσεις εύρυθμης λειτουργίας των Πανεπιστημίων. Συγκεκριμένα:

  1. Ακυρώνει την εσωτερική δημοκρατία, με την κατάργηση των άμεσων εκλογών για την ανάδειξη τόσο του Πρύτανη, όσο και των λοιπών πανεπιστημιακών αξιωμάτων που τώρα θα διορίζονται από τα Συμβούλια Διοίκησης.
  2. Καταργεί την ακαδημαϊκή αυτοδιοίκηση, με τη θεσμοθέτηση Συμβουλίων Διοίκησης (και όχι Συμβουλίων Στρατηγικού Σχεδιασμού και Εποπτείας, όπως συμβαίνει σε άλλα κράτη), στα οποία ΣΔ μάλιστα σχεδόν κατά το ήμισυ συμμετέχουν εξωπανεπιστημιακοί, χωρίς καμία ακαδημαϊκή εμπειρία και χωρίς ακαδημαϊκά προσόντα. Οι οποίοι παρόλα αυτά θα κληθούν να λάβουν κρίσιμες αποφάσεις για τα προγράμματα σπουδών, για τα γνωστικά αντικείμενα και για την πορεία των κρίσιμων ακαδημαϊκών ζητημάτων. Και τέλος
  3. Δεν διασφαλίζει τη δημόσια χρηματοδότηση, που θεωρείται αναγκαία συνθήκη λειτουργίας σε όλα τα δημόσια Πανεπιστήμια του κόσμου. Η κορυφαία εξαίρεση από την υποχρέωση χρηματοδότησης της πολιτείας, αλλά και από τις διδακτικές υποχρεώσεις για το διδακτικό προσωπικό, είναι αυτή των μεταπτυχιακών σπουδών, οι οποίες… ιδιωτικοποιούνται με τον πλέον επίσημο τρόπο. Τα Πανεπιστήμια μετατρέπονται έτσι από δημόσια ακαδημαϊκά ιδρύματα σε επιχειρήσεις που αναζητούν τρόπους χρηματοδότησης στον ανταγωνισμό της αγοράς για να επιβιώσουν.

Η κατάργηση και των 3 αναγκαίων προϋποθέσεων για τη λειτουργία των δημόσιων Πανεπιστημίων, ως απάντηση στην εσφαλμένη ανάλυση ότι τα ελληνικά Πανεπιστήμια, που κατά τα άλλα πρωταγωνιστούν διεθνώς στην ερευνητική και εκπαιδευτική δραστηριότητα, μαστίζονται από ανομία, είναι η λάθος θεραπεία στη λάθος διάγνωση.

Γιατί όσο κι αν εφαρμόσουν… στρατιωτικό νόμο στα Πανεπιστήμια και όσο κι αν βάλουν τη Δημοκρατία στον γύψο, εγκαθιστώντας αύρες και αστυνομικές δυνάμεις μόνιμα εντός τους, το διεθνώς αναγνωρισμένο πρόβλημα της έλλειψης χρηματοδότησης και προσωπικού των ελληνικών πανεπιστημίων δεν πρόκειται να αντιμετωπιστεί.

Ο πρωθυπουργός πάντως, δεν έκρυψε την αλήθεια για τις ιδεοληπτικές αρχές της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης που προσπαθεί να επιβάλει.
Είπε ότι η μάχη που θα δοθεί για την ψήφιση και εφαρμογή αυτού του νόμου πλαίσιο θα είναι η κορυφαία ιδεολογική σύγκρουση με την αντιπολίτευση.

Μόνο που τη σύγκρουση αυτή επέλεξε να τη δώσει σε λάθος γήπεδο, σε λάθος εποχή και με λάθος τρόπο. Αφού η Παιδεία, την οποία κρατά όμηρο χάριν των ιδεοληψιών του, είναι η μόνη επένδυση της χώρας αυτή τη δύσκολη περίοδο της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης που μπορεί να εγγυηθεί την ανάπτυξη.

750 διεθνείς προσωπικότητες από όλα τα μεγάλα πανεπιστήμια του κόσμου επισημαίνουν το λάθος και ζητούν την απόσυρσή του.
Όπως και η Σύνοδος των Πρυτάνεων κατά πλειοψηφία και οι Σύγκλητοι ήδη 7 Πανεπιστημίων, αλλά και η ΠΟΣΔΕΠ και πολλοί Σύλλογοι Καθηγητών και πολλές Σχολές, ζητούν ήδη την απόσυρση του νομοσχεδίου.

Όσο οι εκάστοτε δικτατορίες έλυσαν ποτέ τα πραγματικά προβλήματα της ανθρωπότητας, άλλο τόσο θα τα λύσει και αυτό το νομοθέτημα που καταργεί την εσωτερική δημοκρατία, την ακαδημαϊκή αυτοδιοίκηση και τη δημόσια χρηματοδότηση, που είναι οι προϋποθέσεις λειτουργίας των δημόσιων Πανεπιστημίων.

Όσο πιο γρήγορα αποσυρθεί, τόσο πιο μεγάλη υπηρεσία θα προσφέρει στη χώρα.