Η απεργία της 9ης Νοεμβρίου έχει, εδώ και μέρες, αναχθεί σε κεντρικό σημείο της εκδήλωσης κοινωνικής αντίδρασης στην εντεινόμενη οικονομική (και όχι μόνο, άλλη ιστορία αυτή!) πίεση. Που κορυφώνεται τους τελευταίους μήνες με την βιωμένη από «τους πολλούς» ακρίβεια.

Ads

Η κυβερνητική στάση, μπροστά σ’ αυτήν τη βουβή αντίδραση είναι, για νάμαστε δίκαιοι και ειλικρινείς συνάμα, στη λογική του «Ό,τι μπορούμε, κάνουμε»! φορές-φορές με το πιο συνεγερτικό «Δεν θα αφήσουμε κανένα απροστάτευτο».Επί του πεδίου αυτό ταυτίζεται με μια κυμαινόμενη επιδοματική πολιτική/swing-wing βαφτίζεται ώστε να καθησυχάζει τις Βρυξέλλες κοκ.,μια πολιτική που κάθε τόσο συναντά όρια. Παράδειγμα το μπρος-πίσω με το FuelPass 3 όπου το ΥΠΟΙΚ μάζεψε τα γκέμια. Άλλο παράδειγμα, που μας έρχεται από το (κοντινό) παρελθόν, η ανάκτηση της επιστρεπτέας προκαταβολής από αρκετές χιλιάδες μικρομεσαίους δικαιούχους που βρέθηκαν… μη-δικαιούχοι, λόγω μη-τήρησης των υποχρεώσεων διατήρησης της απασχόλησης (ΕΡΓΑΝΗ). Και στις δυο περιπτώσεις, δίνονται εξηγήσεις και διευκρινήσεις.Όμως… πολιτικά αυτό δεν λειτουργεί!

Η ίδια αυτή λογική του «Ό,τι μπορούμε κάνουμε», με το συνηθισμένο φουρφούρισμα και το επικοινωνιακό – ας πούμε – χάρισμα Αδώνιδος Γεωργιάδη κυριαρχεί και στην επιχειρούμενη καταδρομική κίνηση του «καλαθιού του νοικοκυριού», που με πολιτική ορθότητα διορθώθηκε από το αρχικό «καλάθι της νοικοκυράς». Όπως ήταν αναμενόμενο, η υπερπροβολή των «50+1» προϊόντων που θα βρίσκονταν σε χαμηλότερες/αυτοελεγχόμενες τιμές στο καλάθι, προσέκρουσε στην πραγματικότητα της νοικοκυράς (εδώ δεν έχει πολιτική ορθότητα),η οποία γνωρίζει αδιάψευστα τι πλήρωνε/τι πληρώνει.

Η τρίτη διάσταση είναι η προεξαγγελία αυξήσεων. Ασφαλέστερη στις συντάξεις, όπου το ξεπάγωμα μετά από την Μνημονιακή δεκαετία, μαζί και με την προσέγγιση των εκλογών του 2023, φέρνει στο προσκήνιο ένα «σίγουρο» 7,5%.Χαμηλότερο από την φθορά λόγω πληθωρισμού, πάντως δεν είναι με τίποτε αμελητέο ιδίως για ανθρώπους που είχαν ξεχάσει πλέον την λέξη «αύξηση». Από δίπλα και οι διάφορες εκδοχές αναδρομικών… Το πράγμα είναι λίγο πιο δύσβατο στις μισθολογικές αυξήσεις, όπου πάντως η αύξηση στον κατώτατο επιχειρείται να έρθει νωρίτερα απ’ ό,τι θα επέτρεπε η τήρηση της προβλεπόμενης θεσμικής διαδικασίας. Αν περιμείνει η αύξηση στον κατώτατο την άνοιξη, η όποια πολιτική υπόσχεση αδυνατίζει. Πολύ.

Ads

Πλην όμως, όλη αυτή η συζήτηση έρχεται σε μια στιγμή όπου μελέτη του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ επισημαίνει πώς η διάβρωση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων προχωράει ταχύτατα. Ο μεν κατώτατος, υπολογίζει το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, έχει χάσει το 19% της αγοραστικής του αξίας το τελευταίο 6μηνο. Αν, δε, πάρει κανείς ένα νοικοκυριό με μηνιαίο εισόδημα μέχρι 750 ευρώ – όντως σε πολύ χαμηλό επίπεδο, αν μιλάμε για οικογενειακό εισόδημα, πλην όμως υπαρκτό! – η απώλεια αγοραστικής δύναμης φθάνει το 40%.(Εδώ, δε, ακριβώς είναι που η ενεργειακή φτώχεια κυριολεκτείται. Εδώ και η αυτεπιβράβευση για το Γεωργιάδειο«καλάθι του νοικοκυριού» αφενός κινδυνεύει να λειτουργήσει ως πικρή διάψευση προσδοκιών, αφετέρου να ακουστεί ως «καλάθι του φτωχού». Πράγμα που πληγώνει). Ακόμη όμως και στα επίπεδα εισοδήματος νοικοκυριού 750 έως και 1100 ευρώ οι απώλειες αγοραστικής δύναμης υπολογίζονται από το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ σε κάτι ανάμεσα στο 14% και το 9%.

Θα περίμενε, λοιπόν, κανείς αυτού του είδους η σύγκριση/σύγκρουση της κυβερνητικής προσέγγισης του «Ό,τι μπορούμε, κάνουμε!» με την ποσοτικοποιημένη πραγματικότητα της ραγδαίας υποχώρησης της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών να είχε αποτελέσει την αιχμή της αντιπολιτευτικής κριτικής του τελευταίου καιρού. Και μάλιστα όταν οι διαβόητες δημοσκοπήσεις εκεί, στην υπόθεση του κόστους ζωής και της βιωμένης ακρίβειας,  δείχνουν να καταγράφεται η μεγαλύτερη ανησυχία της κοινής γνώμης.

Ασφαλώς και ενσωματώνει η Αντιπολίτευση, και δη ο ΣΥΡΙΖΑ, αυτή την προβληματική στην δημόσια στάση του. – και μάλιστα ενόψει της κινητοποίησης για την απεργία της 9ης Νοεμβρίου. Και τα ίδια τα συνθήματα της επιχειρούμενης συνέγερσης για την απεργία αυτή,στοχεύουν ώστε να αποτελέσει «κάτι το διαφορετικό» μετά τα – όχι λίγα… – τελευταία χρόνια κοινωνικής αποστράτευσης. Πλην όμως, πέρα από μια προσέγγιση συνολικής πλειοδοσίας στο πεδίο της επιδοματικής στήριξης, ή πάλι αιτημάτων για μείωση φορολογικών συντελεστών ΦΠΑ στα είδη πρώτης ανάγκης και ειδικών φόρων κατανάλωσης στα καύσιμα, δεν βρίσκει κανείς μια πιο δομημένη προβολή του αδιεξόδου στο οποίο καλείται να ζήσει ένα σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού, πλέον. Ασφαλώς οι τοποθετήσεις για τις αυξήσεις στον κατώτατο αλλά και για την διάχυση των αυξήσεων συνολικά στην κλίμακα των μισθών, στον δημόσιο λόγο, επιχειρούν να προχωρήσουν την συζήτηση παρακάτω – αλλά και πάλι, σαν μια αμηχανία να προκύπτει. Το ίδιο ισχύει, δε, και για την ακόμη πιο ουσιαστική διάσταση, εκείνη της επαναφοράς των συλλογικών διαπραγματεύσεων.

Αυτή η τελευταία διάσταση φέρνει , στο προσκήνιο καιτο συνεχιζόμενο μετέωρο βήμα των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Μπορεί αυτή την φορά ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ (αιχμή το ΕΣΥ) και σειρά κλαδικών (μην παραλείψετε να σημειώσετε το χειρόφρενο των ταξί)να προσπάθησαν να συντονιστούν καλύτερα για την απεργία της 9ης Νοεμβρίου. Μπορεί τα συνθήματα να «βγήκαν» πιο κοφτά.

Όμως άμα συγκρίνει κανείς με το μέγεθος των προβλημάτων που αντιμετωπίζει ο κόσμος της εργασίας, άμα συνειδητοποιήσει ότι μετά από μια μακρά περίοδο όπου η στασιμότητα των εισοδημάτων (μετά την βουτιά στα χρόνια των Μνημονίων, δε, για τους περισσότερους εκ των εργαζομένων) αντικριζόταν τουλάχιστον! από χαμηλή πτήση των τιμών, ενώ τώρα η εκτίναξη του πληθωρισμού σημαίνει καθημερινή υποχώρηση της αγοραστικής δύναμης – άμα δηλαδή προσγειώσει στο σήμερα, διαπιστώνει ότι η συνδικαλιστική έκλειψη που προέκυψε υπό την πίεση των Μνημονίων φθάνει σε επικίνδυνο επίπεδο. Το γεγονός ότι δεν εγείρεται ως κομβικό αίτημα η πλήρης επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, με ένα επίπεδο δυναμισμού και διεκδικητικότητας που να θυμίζει κάτι από «Ευρώπη» στις σημερινές συνθήκες, επιτρέπει (αν δεν υποχρεώνει) να μιλήσει κανείς για συνδικαλιστική έκλειψη.