Δύο βιβλία που κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα πριν από λίγο καιρό και μία ταινία που παίζεται εδώ και δέκα μέρες επιχειρούν να μας διαφωτίσουν για το τι ακριβώς συνέβη το πρώτο εξάμηνο του 2015.

Ads

Και στις τρεις περιπτώσεις, η «παραγωγή» δεν ήταν ελληνική. Τα δύο βιβλία γράφτηκαν στα αγγλικά από τους συγγραφείς τους και χρειάστηκε να μεταφραστούν στη συνέχεια για τους Ελληνες αναγνώστες. Αλλά και η ταινία υπήρξε γαλλική παραγωγή, όσο κι αν χρηματοδοτήθηκε από το ελληνικό κράτος.

Το βιβλίο του Γιάνη Βαρουφάκη κυκλοφόρησε με τίτλο «Adults in the Room: My Battle With Europe’s Deep Establishment» (εκδ. Random House, Λονδίνο και Νέα Υόρκη 2017). Ο τίτλος της πρώτης ελληνικής έκδοσης ήταν «Ανίκητοι ηττημένοι: για μια ελληνική άνοιξη μετά από ατελείωτους μνημονιακούς χειμώνες» (εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2017).

Το δεύτερο βιβλίο υπογράφουν δύο δημοσιογράφοι με έδρα τις Βρυξέλλες, η Ελένη Βαρβιτσιώτη και η Βικτωρία Δενδρινού και είχε αγγλικό τίτλο «The Last Bluff: How Greece came face-to-face with financial catastrophe & the secret plan for its euro exit». Εκδόθηκε παράλληλα με την ελληνική του μετάφραση («Η τελευταία μπλόφα. Το παρασκήνιο του 2015. Οι συγκρούσεις. Το Plan B», εκδ. Παπαδόπουλος, Αθήνα 2019)

Ads

Η ταινία του Κώστα Γαβρά έχει παραγωγό τη Μισέλ Ρέι Γαβρά, τη γυναίκα του. Προβάλλεται μέσα στο 2019 με τον τίτλο «Adults in the Room» (Ενήλικοι στην αίθουσα). Ο τίτλος του αρχικού σεναρίου ήταν «Conversations between adults» (Συζητήσεις μεταξύ ενηλίκων).

Ασφαλώς εκείνο που προξενεί τη μεγαλύτερη έκπληξη σε όποιον παίρνει στα χέρια του την ελληνική δεύτερη έκδοση του βιβλίου του Βαρουφάκη δεν είναι τόσο ο όγκος του (832 σελίδες) όσο το εξώφυλλό του. Ο εικονιζόμενος σε πρώτο πλάνο δεν είναι ο συγγραφέας, αλλά ο ηθοποιός που τον υποδύεται, ο Χρήστος Λούλης. Και για όσους δεν κατάλαβαν, κάτω από τον τίτλο «Ανίκητοι ηττημένοι» υπάρχει ο ακόλουθος απροσδόκητος υπότιτλος: «Στους κινηματογράφους με τον τίτλο “Adults in the Room, Ενήλικοι στην Αίθουσα”».

Τελικά πρόκειται για βιβλίο ή για σενάριο; Οι δημιουργοί αποκαλύπτουν ότι το έργο τους είναι ενιαίο. Στον πρόλογο της νέας έκδοσης του βιβλίου του ο Βαρουφάκης εξηγεί ότι όλα ξεκίνησαν από ένα γραπτό μήνυμα που του έστειλε ο Κώστας Γαβράς στις 16.7.2015, ζητώντας του συνάντηση, επειδή η γυναίκα του και παραγωγός των ταινιών του είχε διακρίνει «μια ταινία» στη συνέντευξη Βαρουφάκη στο περιοδικό «New Statesman».

Ακολούθησε η επίσκεψη του ζεύγους Γαβρά στο σπίτι του ζεύγους Βαρουφάκη στην Αίγινα και συμφωνήθηκε η παράλληλη συγγραφή σεναρίου και βιβλίου: «Μόλις τελείωνα την πρώτη γραφή κάθε κεφαλαίου, το έστελνα στον Κώστα», γράφει ο Βαρουφάκης, «κι εκείνος ανταπέδιδε, μοιραζόμενος μαζί μου κάθε σκηνή, κάθε ολοκληρωμένο μέρος του σεναρίου του». Σημειώνω εδώ ότι η σχέση του βιβλίου με την ταινία δεν αναφέρεται ούτε στην αγγλική ούτε στη γερμανική έκδοση, ενώ απουσιάζει και κάθε αναφορά στο όνομα Γαβράς.

Αδικεί και τους δύο

Αυτή όμως η απόφαση να «συνδημιουργηθούν» μια ταινία και ένα βιβλίο τελικά αδικεί και τα δύο. Το μεν βιβλίο έλαβε αναγκαστικά τη μορφή ενός φλύαρου σεναρίου, ενώ η ταινία απαρνήθηκε τη μυθοπλασία και ενδύθηκε τη μορφή του «cinéma vérité» (κινηματογράφος της αλήθειας), μόνο που είχε εξαρχής τη δέσμευση να απεικονίσει την «αλήθεια» του ενός.

Οι αυτοβιογραφίες πολιτικών στελεχών αποτελούν ασφαλώς πολύτιμα τεκμήρια για την πολιτική ανάλυση και την ιστορική έρευνα. Αρκεί μονάχα αυτά τα πονήματα να μην προβάλλονται ως «ιστορικά» έργα ή για «αντικειμενική» αφήγηση. Δεν πρέπει να λησμονούν οι δημιουργοί τους ότι πάντοτε οι αυτοβιογραφίες αντιμετωπίζονται με την αυτονόητη συγκατάβαση ότι κανείς δεν αποκαλύπτει (και σύμφωνα με την ψυχανάλυση ούτε καν γνωρίζει) την αλήθεια για τον εαυτό του.

Το σενάριο της ταινίας είναι λοιπόν, σε τελευταία ανάλυση, γραμμένο από τον συγγραφέα του βιβλίου. Μια παράλληλη μελέτη της ταινίας και του βιβλίου φέρνει στο φως τον τρόπο που χειρίστηκε ο Βαρουφάκης τη θέση που του εμπιστεύτηκε ο πρωθυπουργός της πρώτης αριστερής κυβέρνησης στη χώρα.

Το πρόωρο τέλος της ταινίας.

Αρχίζω από το τέλος. Κοινή επιλογή ταινίας και βιβλίου είναι ότι σταματούν την επαύριο του Δημοψηφίσματος του 2015. Υποστηρίζουν στο κλείσιμό τους ότι «η κυβέρνηση ανέτρεψε τον λαό» με τον συμβιβασμό του καλοκαιριού. Αλλά αυτό είναι ακριβώς το επιχείρημα της εγχώριας (και όχι μόνο) Δεξιάς που επιμένει να λησμονεί ότι δύο μήνες αργότερα είχαμε εκλογές, στις οποίες επικυρώθηκε πανηγυρικά ο χειρισμός του Αλέξη Τσίπρα, ενώ αποδοκιμάστηκε κάθε άλλη εναλλακτική πρόταση από τον χώρο της Αριστεράς. Ούτε λέξη φυσικά και για την έξοδο από τα Μνημόνια που επισφραγίστηκε το καλοκαίρι του 2018. Και αν για το αυτοβιογραφικό βιβλίο υπάρχει η δικαιολογία ότι τότε σταμάτησε και η υπουργική θητεία του συγγραφέα του, για την ταινία δεν υπάρχει καμιά δικαιολογία. Αλλά καθώς φαίνεται, το περιεχόμενό της είχε αποφασιστεί στην αρχική συμφωνία, το «μνημόνιο» Γαβρά-Βαρουφάκη στην Αίγινα, τον Ιούλιο του 2015.

Η αμηχανία, πάντως, του σκηνοθέτη προβάλλει ανάγλυφα στη σκηνή-καρικατούρα του φινάλε, όπου εικονίζονται οι ηγέτες της Ε.Ε. να παρασύρουν τον διστακτικό Τσίπρα στον χορό τους. Πρόκειται για τη μία από τις δύο σκηνές «μυθοπλασίας» που πρόσθεσε ο Γαβράς στο σενάριο Βαρουφάκη, με πλήρη αποτυχία, ειδικά αν τη συγκρίνει κανείς με τη χρήση συμβολικών χορών σε ταινίες όπως το «Αλονζανφάν» των Ταβιάνι ή ο «Θίασος» και οι «Κυνηγοί» του Αγγελόπουλου.

Η παραίτηση που δεν έγινε ποτέ

Η αφήγηση Βαρουφάκη-Γαβρά κλείνει με την υποτιθέμενη παραίτηση του πρώτου το πρωί της 6.7.2015, την επαύριο του Δημοψηφίσματος. Στην πραγματικότητα δεν υποβλήθηκε καμιά παραίτηση. Το βράδυ του Δημοψηφίσματος ο Αλέξης Τσίπρας ανακοίνωσε στον Βαρουφάκη την απόφασή του να τον αντικαταστήσει. Αλλωστε πρόκειται για μια απόφαση που είχε ληφθεί πολύ νωρίτερα, αμέσως μετά το φιάσκο Βαρουφάκη στο Eurogroup στη Ρίγα της Λετονίας, όταν διαπιστώθηκε πλέον οριστικά η απομόνωσή του από τους Ευρωπαίους ομολόγους του (24.4.2015). Από τότε ανέθεσε ο πρωθυπουργός την ευθύνη της διαπραγμάτευσης (και του… Βαρουφάκη) στον Ευκλείδη Τσακαλώτο.

Κατά τα άλλα, σενάριο και βιβλίο επιμένουν ότι ο Βαρουφάκης είχε εξαρχής στην τσέπη του την παραίτησή του. Πέρα από το ότι αυτή η περιγραφή είναι δηλωτική της προσωπικής του στάσης ως «μοναχικού καβαλάρη», δεν επιβεβαιώνεται από τα γεγονότα. Στο βιβλίο καταγράφονται πολλές στιγμές που βρέθηκε στα πρόθυρα της παραίτησης χωρίς ποτέ να το αποφασίσει. Μία απ’ αυτές είναι στις 27.4.2015, αμέσως μετά τη σύνοδο στη Ρίγα, όταν κατάλαβε ότι ο πρωθυπουργός τον είχε ήδη παραμερίσει. Αλλά «αποφάσισα να μην κάνω καμία βιαστική κίνηση εν βρασμώ ψυχής» (σ. 641). Ακόμα και όταν θεώρησε ότι ο Τσίπρας είχε «παραδοθεί» στους δανειστές, δεν διανοήθηκε να παραιτηθεί: «Οντας σε πλήρη διάσταση με την αδιέξοδη γραμμή του Αλέξη και εκείνων που πλέον τον καθοδηγούσαν στο Μαξίμου, είχα θεσμική υποχρέωση να υποστηρίξω τη γραμμή του πρωθυπουργού μου, όσο κι αν αυτό μου προκαλούσε αηδία» (σ. 709). Ποια παραίτηση και ποια αξιοπρέπεια; Το αστείο είναι ότι ακόμα και στη δήλωση αποχώρησής του, ο Βαρουφάκης παραδέχεται ότι ο πρωθυπουργός τον απέπεμψε, επειδή δεν ήταν δυνατόν πλέον να συνεργαστεί με τους Ευρωπαίους ομολόγους του, ενώ πρόσθεσε ότι «η Αριστερά λειτουργεί συλλογικά, οι αριστεροί δεν αγαπάμε τις καρέκλες. Θα στηρίξω τον Αλέξη Τσίπρα, τη νέα ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών, την κυβέρνηση της Αριστεράς» (σ. 777). Η συνέχεια είναι γνωστή.

Το «one man show» ενός υπουργού

Εχει καταγραφεί πάμπολλες φορές η ιδιαιτερότητα της δημόσιας εικόνας του Γιάνη Βαρουφάκη και ασφαλώς δεν είναι κάτι που ο ίδιος θέλει να κρύψει. Αλλωστε ο αρχικός τίτλος του βιβλίου μιλούσε για τη «μάχη μου» (my battle). Εκείνο, όμως, που προκύπτει αβίαστα από το βιβλίο-σενάριό του είναι ότι ο ίδιος με κάθε ευκαιρία πρόβαλλε το γεγονός ότι λειτουργεί ως μονάδα και όχι ως μέλος ενός συνόλου. Ολα όσα έκανε η κυβέρνηση τα έκανε –σύμφωνα με την αφήγηση– μόνος του. «Ανέβασα τις μετοχές» θα δηλώσει στον Ντράγκι (σ. 340), ενώ δεν διστάζει να επικαλεστεί τον Σωκράτη για να δικαιολογήσει την αποδοχή της πρότασης του Τσίπρα να γίνει υπουργός (σ. 177). Ο δρόμος του ήταν «μοναχικός και ανηφορικός» (σ. 75-75). Ολα αυτά καλά. Αλλά να καταγγέλλει τα μέσα ενημέρωσης ότι επιδίδονταν σε «όργιο λάιφ στάιλ ρεπορτάζ» για τον ίδιο, μάλλον πάει πολύ (σ. 254).

Ούτε Δεξιά ούτε Αριστερά

Οι άγγελοι δεν έχουν φύλο και ο Βαρουφάκης δεν έχει πολιτικό χρώμα. Χωρίς κανέναν δισταγμό περιγράφει όχι μόνο ότι είχε «συνεισφέρει μαζί με τον φίλο [του] Αλέκο Παπαδόπουλο στην εκπόνηση του οικονομικού προγράμματος με το οποίο το ΠΑΣΟΚ υπό τον Παπανδρέου είχε κατέβει στις εκλογές του 2004» (σ. 74), αλλά καταγράφει και με περηφάνια το τηλεφώνημα που του έκανε ένα βράδυ το 2011 ο Αντώνης Σαμαράς: «Δεν έχουμε γνωριστεί, κ. Βαρουφάκη, αλλά σας είδα προ ολίγου στην ΕΡΤ κι ένιωσα την ανάγκη να σας τηλεφωνήσω. Γιατί δεν μπορώ να θυμηθώ την τελευταία φορά που συγκινήθηκα τόσο πολύ από κάτι που άκουσα να λέει κάποιος στην τηλεόραση. Σας ευχαριστώ για τη στάση σας» (σ. 87). Σύμφωνα μάλιστα με εκμυστήρευσή του προς τη γυναίκα του, «ο καλύτερος τρόπος για να συνεισφέρω στο συλλογικό καλό ήταν να διατηρώ τις επαφές που είχα δημιουργήσει με πολιτικούς από διάφορα κόμματα και να προσπαθώ να γεφυρώνω τα χάσματα μεταξύ των κομμάτων» (σ. 95). Ακόμα και στις διαπραγματεύσεις θεωρεί ότι χρησιμοποιούσε επιχειρήματα που «υπερέβαιναν τους διαχωρισμούς ανάμεσα στην Αριστερά και στη Δεξιά» (σ. 91).

Οι «δικοί μας» νεοφιλελεύθεροι

Αφού η Αριστερά δεν είχε καμιά ιδιαίτερη σημασία για τον ίδιο, ο Βαρουφάκης δεν δυσκολεύτηκε να συγκροτήσει την προσωπική του στενή ομάδα συνεργατών με οπαδούς του νεοφιλελευθερισμού και στελέχη του ΔΝΤ. Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα υπήρξε η Ελενα Παναρίτη, η οποία είχε υπηρετήσει ως υποδειγματικό μοντέλο νεοφιλελεύθερης οικονομικής διαχείρισης το δικτατορικό καθεστώς Φουτζιμόρι στο Περού, «αυταρχικό» έστω, όπως παραδέχεται ο Βαρουφάκης (σ. 202). «Η Ελενα είχε πράγματι νεοφιλελεύθερο παρελθόν», ομολογεί αλλού ο ίδιος (σ. 687).

Μόνο που σπεύδει να τη δικαιολογήσει, λέγοντας ότι υπερψήφισε το 1ο Μνημόνιο το 2010, «λόγω της ασφυκτικής πίεσης που της άσκησε το περιβάλλον Παπανδρέου-Παπακωνσταντίνου» (σ. 202). Και ενώ αναφέρεται σε μια ομιλία της (ως βουλεύτριας του ΠΑΣΟΚ) κατά των μνημονίων στη Βουλή («θα μείνει στα χρονικά των σπάνιων στιγμών κοινοβουλευτικού ήθους», σ. 203), θα «ξεχάσει» ότι τις επόμενες μέρες η κ. Παναρίτη υπερψήφισε και το 2ο Μνημόνιο! Μάλιστα στο βιβλίο του ο Βαρουφάκης αφήνει να αιωρηθεί και ότι η ομιλία της Παναρίτη «για κάποιον περίεργο λόγο εξαφανίστηκε» (σ. 203).

Βέβαια το βίντεο υπάρχει ακόμα και σήμερα στον ιστότοπο της Βουλής (https://bit.ly/2MoYzJD). Απλώς ο Βαρουφάκης το έψαχνε το 2011, ενώ η ομιλία έγινε στις 11.2.2012.
Είναι γνωστό ότι ο Βαρουφάκης επιχείρησε τον Μάιο να διορίσει την Παναρίτη εκπρόσωπο της Ελλάδας στο ΔΝΤ, μια απόφαση που ακυρώθηκε μετά από τον ξεσηκωμό των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ. Ως δικαιολογία τώρα προβάλλει το επιχείρημα ότι «τον διάβολο τον πολεμάει καλύτερα όποιος τον έχει υπηρετήσει και, μέσα από αυτή την εμπειρία, έχει γίνει ορκισμένος εχθρός του» (σ. 203). Οση σοβαρότητα κι αν έχει ο συλλογισμός, διαψεύδεται από το ίδιο το βιβλίο, όπου κάθε λίγο και λιγάκι προβάλλουν οι νεοφιλελεύθεροι, οι θατσερικοί και οι νεοσυντηρητικοί ως οι μόνοι σύμμαχοί μας (σ. 81-83, 209, 327-8). Αλλωστε και στην ταινία ο μόνος «συμπαθητικός» χαρακτήρας από τους «ξένους» είναι ελαφρώς ο Σόιμπλε και κυρίως η Λαγκάρντ. Μάλιστα στο σενάριο γράφεται κάπου ότι η διευθύντρια του ΔΝΤ ήταν τόσο υπέρ της Ελλάδας που θέλησε να τη χαστουκίσει ο Ντάισελμπλουμ («Jeroen wants to slap her»). Οι λοιποί Ευρωπαίοι υπουργοί είναι «μαζορέτες του Σόιμπλε» (σ. 390, 408, 450, 628, 655, 699).

Η απέχθεια για τον ΣΥΡΙΖΑ

Η προκλητική εγωπάθεια του Βαρουφάκη επεκτεινόταν δηλαδή και στη στενή του ομάδα, την οποία αποκαλούσε «υπερατλαντική ντριμ-τιμ» (σ. 210) και τη θεωρούσε εφάμιλλη των αντιπάλων του: «Η ομάδα απέκτησε τεχνική επάρκεια και πυγμή τουλάχιστον ισάξια εκείνης του ΔΝΤ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής». Αντίθετα η γνώμη του για τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ ήταν η χειρότερη: «Το σίγουρο ήταν ότι κανένας Συριζαίος δεν διέθετε τέτοιες γνώσεις ούτε είχε και πρόσβαση σε άτομα που τις διέθεταν» (σ. 208).
Η απέχθειά του για τον ΣΥΡΙΖΑ ξεκινά από το 2012, ενώ το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης το 2014 του «προκάλεσε ναυτία και αγανάκτηση» (σ. 156). Αυτό δεν τον εμπόδισε να αναλάβει την εφαρμογή του.

Δεν υπάρχει ούτε στέλεχος της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ που να το εκτιμά ο Βαρουφάκης. Οχι μόνο ο Χουλιαράκης, τον οποίο καταγγέλλει ως ενεργούμενο του Στουρνάρα (σ. 483, 485, 494, 543) και οργανωτή μιας «Νέας Αποστασίας» (σ. 718), αλλά και ο Δραγασάκης, τον οποίο μάλιστα φροντίζει στην ταινία να γελοιοποιήσει, βάζοντάς τον να ρωτά «υπάρχει ταραμοσαλάτα;» σε μία από τις ελάχιστες ατάκες του. Φυσικά την ίδια τύχη έχουν ο Σταθάκης, ο Παππάς, ο Τζανακόπουλος και τα άλλα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Ως μόνο σύμμαχο αναγνωρίζει τον (μη συριζαίο) Σαγιά, αλλά όχι για πολύ (σ. 435). Ακόμα και τον Τσακαλώτο, τον οποίο αρχικά εμφανίζει ως στενό του φίλο και συνεργάτη, τελικά τον κατατάσσει στην ίδια κατηγορία. Για τον μόνο που έχει καλά λόγια είναι η Ζωή Κωνσταντοπούλου, η οποία «είχε διεξαγάγει μόνη της έναν ολόκληρο αγώνα, πολλές φορές μοναχικό, πόλεμο» (σ. 368).
Τελικός στόχος είναι ο Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος ενώ στην αρχή εμφανίζεται ως πηγή έμπνευσης, στο τέλος παρουσιάζεται ως σαγηνευμένος από τη Μέρκελ (σ. 625), έτοιμος να παραδοθεί (σ. 707), επιπόλαιος, μελαγχολικός και κομπλεξικός λόγω μη αστικής καταγωγής (σ. 752).

Λαός και Κολωνάκι

Ο λαϊκός παράγοντας, αυτός δηλαδή που έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση και τον ίδιο στη θέση του υπουργού, απουσιάζει πλήρως. Για την ακρίβεια, καταγράφονται μόνο περιπτώσεις λαϊκής επιδοκιμασίας από ανώνυμο πλήθος ή άγνωστα άτομα. Υπάρχει μόνο μία σκηνή στην ταινία, όπου εμφανίζεται ο «λαός». Και αυτή είναι η δεύτερη περίπτωση (η άλλη είναι το φινάλε) που τόλμησε ο Γαβράς να προχωρήσει σε «μυθοπλασία». Είναι η σκηνή που πολλοί άνθρωποι πλησιάζουν σιωπηλοί το τραπέζι στην ταβέρνα όπου τρώει ο Βαρουφάκης με τους δικούς του και αποχωρούν κάποια στιγμή εξίσου σιωπηλοί. Σύμφωνα με το σενάριο, αυτή η σκηνή συμβολίζει τη λαϊκή βούληση και το αίσθημα «περιφρόνησης» του λαού ενόψει συμβιβασμού. Μόνο που η ίδια σκηνή που περιγράφεται στο βιβλίο είναι εντελώς διαφορετική. Εδώ είναι κάποιοι κουκουλοφόροι που του επιτέθηκαν σε ταβέρνα στα Εξάρχεια και τον έσωσε η γυναίκα του… (σ. 645-649). Προφανώς αυτό δεν το άντεξε ο Γαβράς.

Οι μεγάλες επιτυχίες του Γιάνη

Δύο κρίσιμες καμπές που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην τελική κατάληξη των διαπραγματεύσεων εμφανίζονται από τον Βαρουφάκη ως προσωπικές του επιτυχίες. Η πρώτη είναι η συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου και η δεύτερη είναι το Eurogroup στη Ρίγα. Εδώ πραγματικά ο αναγνώστης και ο θεατής σηκώνουν τα χέρια. Γιατί η 20ή Φεβρουαρίου ήταν το σημείο που έγειρε η διαπραγμάτευση υπέρ των δανειστών και ο συμβιβασμός που υπέγραψε τότε περιχαρής ο Βαρουφάκης κατέστησε αδύνατη την αποφυγή της δραματικής υποχώρησης του καλοκαιριού (για τη Ρίγα βλ. παραπάνω).

Το Grexit και το Σχέδιο Β’

Ο Βαρουφάκης εμφανίζεται πεισμένος ότι θα έχαναν το Δημοψήφισμα (σ. 725). Αλλά τότε γιατί πανηγύριζε που το επιχείρησε ο Τσίπρας; Η μόνη απάντηση που δίνει ο ίδιος είναι ότι στις συνθήκες της οικονομικής ασφυξίας εκείνων των ημερών έπρεπε να ενεργοποιηθεί το Σχέδιο Β’, το οποίο είχε προετοιμάσει μυστικά η ομάδα του. Μόνο που όπως προκύπτει από τα γραπτά του ανθρώπου στον οποίο το είχε αναθέσει, αυτή η προετοιμασία ήταν στα σπάργανα και βέβαια δεν έλαβε ποτέ την έγκριση του πρωθυπουργού. Για την ακρίβεια, «δεν έγινε [καν] ενημέρωση του πρωθυπουργού, δεν ελήφθη ποτέ απόφαση να προχωρήσουμε στα επόμενα βήματα» (James K. Galbraith, «Καλώς όρισες στη μαρτυρική αρένα», εκδ. Πατάκης, Αθήνα 2016, σ. 232).Ο Γκαλμπρέιθ, ο άνθρωπος που δηλώνει «εγώ ήμουν το Σχέδιο Β’» (σ. 229) διατυπώνει μερικές αφελείς σκέψεις για το ζήτημα και προτείνει να ανατεθεί «στην τοπική αυτοδιοίκηση ο έλεγχος των επιχειρήσεων που αισχροκερδούν» κατά τη μεταβατική περίοδο στο νέο νόμισμα (σ. 289). Προφανώς ο άνθρωπος δεν έχει ιδέα για την ελληνική κοινωνία. Γι’ αυτό, εξάλλου, μετά την αποπομπή Βαρουφάκη και τη συμφωνία με τους δανειστές, θεωρεί ότι «πρέπει να περιμένουμε τόσο παθητική όσο και ενεργητική αντίσταση του ελληνικού λαού. Οι συγκρούσεις στον δρόμο –αρνητικές για τον τουρισμό– θα γίνουν, για μια ακόμα φορά ρουτίνα. Στο μεταξύ, η δραχμή θα γίνει σύμβολο εθνικής ελευθερίας» (σ. 243). Ούτε ένα δεν πέτυχε ο καημένος.

Αλλά και ο Βαρουφάκης, η τελευταία συμβουλή που έδωσε στον πρωθυπουργό του ήταν να ανοίξουν κανονικά οι τράπεζες τη Δευτέρα πριν από το Δημοψήφισμα, χωρίς capital controls, έτσι ώστε να αδειάσουν σε δύο ώρες από μετρητά και να ξεσηκωθεί ο κόσμος: «Εκείνη την ώρα εμείς, σύσσωμη η κυβέρνηση και ο κόσμος μας, θα έπρεπε να βγούμε στους δρόμους, έξω από τα κεντρικά των τραπεζών, για να διαμαρτυρηθούμε μαζί με τον λαό ενάντια στην τρόικα που πραξικοπηματικά στέρησε στους Ελληνες την πρόσβαση στα χρήματά τους» (σ. 735). Ευτυχώς ο Αλέξης Τσίπρας είχε πάψει από καιρό να τον παίρνει υπόψη του στα σοβαρά. Και όταν είδε να μην επηρεάζει τα σπρεντ στις ευρωπαϊκές αγορές η προκήρυξη του Δημοψηφίσματος, γνώριζε ότι δεν είχε άλλο όπλο στη φαρέτρα του. Για την οριστική του απόφαση να προχωρήσει στη συμφωνία μέτρησε κυρίως το τηλεφώνημα του προέδρου Ομπάμα, που τον προειδοποίησε για την πρόθεση του Σόιμπλε να προκαλέσει Grexit, και του υποσχέθηκε ότι θα βοηθήσει να μη συμβεί αυτό.
Ο Γιάνης και τα παίγνια
Σε όσα λέΝΕ σήμερα το βιβλίο και η ταινία έχει δώσει απάντηση ο ίδιος ο Βαρουφάκης στο παλιό βιβλίο του «Θεωρία των παιγνίων». Εκεί εξηγεί: «Μια απειλή ή υπόσχεση η οποία κοστίζει περισσότερο στον παίκτη που την επισείει αν πραγματοποιηθεί, από ό,τι αν δεν πραγματοποιηθεί, ονομάζεται μη αξιόπιστη απειλή» (εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2007, σ. 344).
Το Grexit, όσο κι αν ο ίδιος και ο Γαβράς δεν θέλουν να το παραδεχτούν, υπήρξε μια «μη αξιόπιστη απειλή». Γι’ αυτό και η λύση που έδωσε ο Αλέξης Τσίπρας στην οδυνηρή διαπραγμάτευση με τους δανειστές ήταν η μόνη ορθή επιλογή για τη χώρα.

Ιστορίες για μπλόφες

Η εξιστόρηση των δύο δημοσιογράφων που κυκλοφόρησε ως «Η τελευταία μπλόφα» έχει υιοθετηθεί από τη Ν.Δ. ως επίσημη δική της αφήγηση για τα γεγονότα του 2015. Λίγες μέρες πριν από τις τελευταίες εκλογές, στην εκπομπή του Γρηγόρη Αρναούτογλου ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα μιλήσει με θερμά λόγια για το πόνημα: «Διαβάζω αυτό το βιβλίο της Ελένης Βαρβιτσιώτη, “Η τελευταία μπλόφα”, που περιγράφει πάρα πολύ ωραία το τι έγινε το πρώτο εξάμηνο του 2015. Και το διάβασα στο αεροπλάνο γυρίζοντας από τις Βρυξέλλες.

Και πρέπει να σου πω ότι θύμωσα. Θύμωσα. Θύμωσα πολύ από την ανικανότητα, τον κυνισμό και το πόσο κοντά φτάσαμε στην απόλυτη καταστροφή» (ΑΝΤ1, 25.6.2019). Αφήνω ασχολίαστη την παρατηρητικότητα του πρωθυπουργού, ο οποίος εμφανίζεται να αγνοεί ότι οι συγγραφείς του βιβλίου είναι δύο. Η ουσία είναι ότι ομολογεί πως πληροφορήθηκε από το βιβλίο το τι συνέβη εκείνη την κρίσιμη περίοδο στη χώρα. Αλλωστε μόλις η Ελένη Βαρβιτσιώτη ανέβασε στο twitter την προαναγγελία της έκδοσης, η πρώτη που αντέδρασε με συγχαρητήρια και ανυπομονησία ήταν η Μαρέβα Γκραμπόφσκι-Μητσοτάκη: «Congratulations. Can’t wait!!!» (14.6.2019).

Το βιβλίο παρουσιάζει τις κρίσιμες διαπραγματεύσεις από την πλευρά των δανειστών. Εδώ δεν είναι πρωταγωνιστής ο Βαρουφάκης, αλλά ο Ντάισελμπλουμ, ο οποίος παρουσιάζεται ως «ο ψηλόλιγνος σοσιαλιστής», ο οποίος «κατανοούσε κατά κάποιο τρόπο τα δεινά της Ελλάδας» (σ. 49-50). Δεν λείπουν βέβαια και οι ύμνοι για τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ντόναλντ Τουσκ: «Ο Τουσκ είχε μεγαλώσει στο Γκντανσκ υπό κομμουνιστικό καθεστώς, και θεωρούσε αξίες όπως η ελευθερία και η δημοκρατία αδιαπραγμάτευτες» (σ. 348).

Το αστείο είναι ότι παρά τη διακηρυγμένη πρόθεσή τους, οι δύο δημοσιογράφοι, άθελά τους, δικαιώνουν πλήρως τον Αλέξη Τσίπρα!

  1. Εκείνο που προσάπτουν στον τότε πρωθυπουργό είναι κυρίως ότι είναι ο μόνος που επιχείρησε να τηρήσει τις προεκλογικές του υποσχέσεις: «Πολλοί Ευρωπαίοι πολιτικοί όσο ήταν στην αντιπολίτευση τάσσονταν εναντίον της λιτότητας των προγραμμάτων διάσωσης, αλλά με το που βρίσκονταν στην εξουσία, συνειδητοποιούσαν ότι για να λάβουν οικονομική βοήθεια έπρεπε να πετάξουν τις προεκλογικές υποσχέσεις τους στον κάλαθο των αχρήστων και να αλλάξουν γρήγορα στάση και ρητορική. Ο Νίκος Αναστασιάδης, ο Κύπριος πρόεδρος, είχε χρειαστεί μόλις μία σύνοδο κορυφής· ο Αντώνης Σαμαράς, μερικές μόνο εβδομάδες· και ο Ευάγγελος Βενιζέλος, ως υπουργός Οικονομικών, τη διάρκεια ενός και μόνο Eurogroup» (σ. 36).
  2. Με βαριά καρδιά οι δύο δημοσιογράφοι παραδέχονται ότι εξαρχής ο Τσίπρας «συνδύαζε τις υποσχέσεις του με τη βεβαιότητα της παραμονής της χώρας στο ευρώ» (σ. 28), ενώ «απέρριπτε τα αιτήματα για εκπόνηση ενός Σχεδίου Β’» (σ. 29), και ότι ήδη από τον Ιανουάριο του 2013 είχε διαμηνύσει στον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ότι «επιθυμούσε να κρατήσει τη χώρα του στο ευρώ» (σ. 38). Από την εξιστόρηση γίνεται σαφές ότι σε κάθε κρίσιμη καμπή των διαπραγματεύσεων, ο Τσίπρας παρέμενε σταθερός σ’ αυτή τη θέση. Και ενώ κατακρίνουν το Δημοψήφισμα, ωστόσο δεν αρνούνται ότι το ερώτημα που τέθηκε ήταν κάτι «που δεν θα το θεωρούσε ο κόσμος κίνδυνο αποχώρησης από την Ευρωζώνη» (σ. 259), σε αντίθεση με όσα υποστήριζαν τότε οι θιασώτες τού «Ναι».
  3. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν φαίνεται να ενοχλήθηκε ιδιαίτερα από τα όσα σούρνει το βιβλίο στον Αντώνη Σαμαρά: «Τη μια στιγμή συμπεριφερόταν ως Ευρωπαίος ηγέτης και την άλλη μετατρεπόταν σε τοπικό παράγοντα που σκοτωνόταν για το ποιος θα βγει κοινοτάρχης στο χωριό Φλόκα Μεσσηνίας» (σ. 135). Αλλά το σημαντικό είναι ότι το κείμενο επιβεβαιώνει ότι κατά την περίοδο Σαμαρά η Ελλάδα είχε πολύ περισσότερα διαπραγματευτικά ατού στα χέρια της, εφόσον η ευρωζώνη είχε ανοιχτά τα μέτωπα σε Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία, και «ήταν ιδιαίτερα ευάλωτη σε οποιαδήποτε εξέλιξη στην Ελλάδα» και «μια πιθανή έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ θα μπορούσε να αποδειχθεί καταστροφική για τη Γαλλία» (σ. 134, κ.ε.). Ο Σαμαράς δεν αξιοποίησε αυτή την ευκαιρία, αποδεχόμενος όλους τους όρους του δεύτερου μνημονίου. Αντίθετα, στις αρχές του 2015 η κυβέρνηση Τσίπρα βρέθηκε απέναντι σε μια σταθεροποιημένη ευρωζώνη, με νέους θεσμούς και μηχανισμούς που δεν ανησυχούσαν πλέον για τα ελληνικά ατού, ειδικά μετά την απόφαση του Ντράγκι να δημιουργήσει την ποσοτική χαλάρωση (το λεγόμενο QE) για τα ομόλογα των χωρών της ευρωζώνης πλην Ελλάδας στις αρχές του 2015.
  4. Ενδιαφέρον έχει και η πολιτική σκοπιά από την οποία γίνεται αυτή η εξιστόρηση. Οι συγγραφείς κατακρίνουν τη συνεργασία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛΛ., όχι επειδή το κόμμα του Πάνου Καμμένου ήταν ακροδεξιό (το αποκαλούν «εθνικιστικό, αντιμνημονιακό, δεξιό», σ. 40), αλλά με την «κατηγορία» ότι τα δύο κόμματα είχαν «μίσος για τα μνημόνια», και κυρίως ταυτίζονταν «σε θέματα όπως οι γερμανικές αποζημιώσεις» (σ. 33)! Σε άλλο σημείο κατακρίνεται η συνεργασία του Τσίπρα με ένα κόμμα «το οποίο υποσχόταν να απαιτήσει πολεμικές αποζημιώσεις» (σ. 40). Στη συνέχεια καταγγέλλεται και η απόδοση τιμής στους εκτελεσμένους της Καισαριανής: «Το τελικό σοκ για το Βερολίνο ήρθε την επόμενη μέρα, όταν η πρώτη κίνηση του Τσίπρα αμέσως μετά την ορκωμοσία του ήταν να επισκεφθεί το Σκοπευτήριο της Καισαριανής, όπου 200 κομμουνιστές είχαν εκτελεστεί από τους Ναζί την Πρωτομαγιά του 1944. Ο συμβολισμός του να αποτίσει φόρο τιμής κρατώντας κόκκινα τριαντάφυλλα έκανε τους Γερμανούς αξιωματούχους να αναρωτηθούν μήπως είχαν πέσει δραματικά έξω στις προηγούμενες εκτιμήσεις τους και, λανθασμένα, είχαν στείλει στο Βερολίνο αισιόδοξα μηνύματα. Μήπως τελικά ο Τσίπρας δεν σκόπευε να παίξει με τους κανόνες, όπως τους είχε δώσει να καταλάβουν;» (σ. 41).
  5. Το κερασάκι στην τούρτα είναι η προσπάθεια των συγγραφέων να επιβεβαιώσουν εκ των υστέρων τον ισχυρισμό Μητσοτάκη ότι η Συμφωνία των Πρεσπών υπήρξε «αντίδωρο» της Ελλάδας προς τους εταίρους για την υπογραφή οικονομικής συμφωνίας. Βέβαια δεν μιλούν για «προδοτική» συμφωνία, αλλά ισχυρίζονται ότι από τον Μάρτιο του 2015 ο Γιούνκερ είχε διαμηνύσει στον Τσίπρα: «Σε μερικά χρόνια από τώρα θέλω να λύσεις το θέμα της Μακεδονίας» (σ. 126). Ωστε ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είχε προφητικές ικανότητες. Γιατί τότε ήταν ακόμα πρωθυπουργός στην ΠΓΔΜ ο Γκρούεφσκι, επομένως κάθε λύση ήταν αδύνατη. Βέβαια ο Μητσοτάκης δεν έχασε την ευκαιρία να στηριχτεί σ’ αυτή την «αποκάλυψη» (Alpha, 3.7.2019). Οσο για την πηγή της πληροφορίας, είναι κάποιος «ανώνυμος», όπως και οι άλλοι «95», όλοι μη κατονομαζόμενοι, στους οποίους στηρίζεται η αφήγηση της «Μπλόφας». Τόσα «βαθιά λαρύγγια» μαζεμένα δεν έχει ξαναδεί η παγκόσμια δημοσιογραφία.

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών