Η ατυχία της Φώφης Γεννηματά συγκίνησε το πανελλήνιο. Μερικές φορές καταλαβαίνουμε με επώδυνο τρόπο ότι η πραγματική ζωή δεν ταυτίζεται με την απεικόνισή της και ότι το υπαρξιακό πρόβλημα είναι πανταχού παρόν. Αυτό δεν συμβαίνει βέβαια κάθε μέρα, γιατί η δημόσια ζωή έχει μια θεατρικότητα, που είναι σύμφυτη με τα μεγάλα «προσόντα» του Είδους: την ικανότητα μίμησης, την προσποίηση, την υπερβολή, τις ωραιοποιήσεις, τις αποσιωπήσεις, τα ψέματα. Όλα αυτά λειαίνουν και σχηματοποιούν τις ανθρώπινες σχέσεις, κάνοντας την καθημερινότητά μας πιο υποφερτή και πιο ευανάγνωστη. Μέσα σ’ αυτή την ευεργετική πλάνη, ξεχνάμε, απωθούμε ή αρνούμαστε τραύματα, πάθη και λάθη. Κι όχι μόνο αυτά, αλλά ενίοτε και το φθαρτό της ουσίας μας.

Ads

Αρρώστησε λοιπόν η κ. Γεννηματά και όλοι ευχόμαστε να τα καταφέρει. Έχει πείρα σ’ αυτόν τον αγώνα και τα διαθέσιμα μέσα είναι πολλά. Το πιο ενθαρρυντικό: αυτό που της συνέβη έχει συμβεί και σε άλλους, που τα κατάφεραν. Με αυτό το πνεύμα λοιπόν, ας πάμε λίγο στο ΚΙΝΑΛ. Δυστυχώς ή ευτυχώς βρισκόμαστε ακόμα μέσα στο (θεατρικό μας) παιχνίδι.

Μετά την απόσυρση Γεννηματά, εμφανίστηκαν πέντε-έξι υποψήφιοι για τη θέση του προέδρου. Από τις ως τώρα δηλώσεις, πιο συμπαθητική (στο γράμμα) φαίνεται εκείνη του Παύλου Χρηστίδη, που διαθέτει εξ άλλου και το προνόμιο της ηλικίας. Κάπου πλανάται και η πιθανή υποψηφιότητα Παπανδρέου, που μέχρι την επόμενη βδομάδα θα εξακολουθήσει να συζητείται στα ΜΜΕ και στους διαδρόμους. Στο βάθος υπάρχει βέβαια η φιγούρα του Βενιζέλου, που, μη γελιόμαστε, ενδιαφέρεται περισσότερο από ό,τι δείχνει για το τι μέλει γενέσθαι στο ΚΙΝΑΛ.

Όλοι οι υποψήφιοι, επίσημοι ή όχι, χρησιμοποιούν την ίδια ρητορική: το ΚΙΝΑΛ (ή το αναπαλαιωμένο ΠΑΣΟΚ) πρέπει να γίνει «μεγάλο» κόμμα, να αλλάξει τους συσχετισμούς στον χώρο της Κεντροαριστεράς και να διεκδικήσει ξανά την εξουσία. Πώς; Μα προφανώς επαναπατρίζοντας τους ψηφοφόρους που έχουν «υποκλαπεί» από τον ΣΥΡΙΖΑ.

Ads

Αυτά γράφονται και λέγονται στις συνεντεύξεις. Όλοι όμως καταλαβαίνουμε ότι η βασική ιδέα του αφηγήματος είναι μεταφυσική. Το μόνο πράγμα που πατάει  στο χώμα είναι αυτό που υπαινίσσεται ο Λοβέρδος: να γίνει το ΚΙΝΑΛ και επισήμως εταίρος της ΝΔ, για να μοιραστούν οι δικοί του όσα συνήθως μοιράζονται μέσω των πελατειακών σχέσεων αυτοί που συμμετέχουν στις δομές της εξουσίας. Αυτό το σενάριο μπορεί να είναι ηθικά αποτρόπαιο, αλλά έχει πράγματι νόημα υπό τις παρούσες συνθήκες.

Από εκείνο το σημείο και μετά μπαίνουμε σε μια παρέλαση προσώπων, οι περισσότεροι των οποίων δεν διαθέτουν κανένα ελκυστικό χαρακτηριστικό. Ούτε στην ηλικία, ούτε στο πολιτικό τους βιογραφικό, ούτε στις ιδέες που έχουν εκφράσει δημόσια, ούτε, στο γενικότερο στίγμα τους. Αναπόφευκτα, επανερχόμαστε λοιπόν στα «σκληρά» στοιχεία: τον Λοβέρδο και τον Βενιζέλο, δηλαδή αυτούς που προκρίνουν ρητά ή άρρητα το πραγματιστικό σενάριο της συνεργασίας με τη ΝΔ. Βραχυπρόθεσμα, αυτό μπορεί να δώσει έναν «αέρα» στο ΚΙΝΑΛ. Μακροπρόθεσμα βέβαια θα το διαλύσει (δια της πλήρους αφομοιώσεως στη ΝΔ).

Στην πραγματικότητα, κανένας από τους υποψηφίους, ούτε ο Γιώργος Παπανδρέου, δεν μπορεί να εγγυηθεί τη βιωσιμότητα του ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ. Είναι αντιφατικό και όχι εύκολα εξηγήσιμο, αλλά τη βιωσιμότητα αυτού του σχήματος θα μπορούσε μόνο να εγγυηθεί η προσέγγιση του ΣΥΡΙΖΑ. Εκεί δεν κινδυνεύει με «αφομοίωση». Στη νεότερη πολιτική μας ιστορία πάντα υπήρχε ένα «σοσιαλίζον» ρεύμα/κόμμα κοντά στην Αριστερά. Μάλιστα, πριν το 1967, ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν ο εκφραστής ενός τέτοιου ρεύματος μέσα στην Ένωση Κέντρου.

Αυτό που έγινε στη δεκαετία του 1970, με το παπανδρεικό ΠΑΣΟΚ να υπερσκελίζει τη Δεξιά και την παραδοσιακή Αριστερά σαρώνοντας στις εκλογές του 1981, δεν πρόκειται να ξανασυμβεί με το ΚΙΝΑΛ. Η νίκη του ΠΑΣΟΚ τότε εξέφραζε συσχετισμούς εντός και εκτός Ελλάδας, που δεν υφίστανται πλέον. Οι πιο οξυδερκείς του χώρου θα πρέπει λοιπόν να δουν πιο προσεκτικά τις ζυμώσεις στην υπόλοιπη Ευρώπη και να πάρουν τις αποφάσεις τους μετά λόγου γνώσεως: ή από δω ή από κει.