Έχω να σας πω μια ιστορία. Μια ιστορία φρίκης από την εποχή που το ξεδοντιασμένο ναζιστικό φίδι έμοιαζε παντοδύναμος δράκος και που μια εγκληματική οργάνωση αντιμετωπιζόταν σαν ένα νέο trend. Μια ιστορία αδικίας ή ίσως και δικαιοσύνης που άργησε 13 χρόνια.

Ads

Το 2007, τότε που το αυγό του φιδιού ήταν ακόμα ένα τόσο δα αυγουλάκι του 0.1%, στην πανεπιστημιούπολη της Αθήνας, ένας φοιτητής, ο Κώστας, δέχεται επίθεση από Χρυσαυγίτες με ρόπαλα και μαχαίρια. Αιτία της επίθεσης, τίποτα άλλο από το ότι βρέθηκε στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή, έχοντας εμφάνιση που δεν άρεσε στο τσούρμο των ούγκανων. Η επίθεση είναι 5 με όπλα, εναντίον ενός άοπλου, ένα μοτίβο που θα εμφανιστεί πολλές φορές στο μέλλον.

Η μητέρα μου (Μαίρη Μαυρή Βαβαγιάννη) γίνεται αυτόπτης μάρτυρας του περιστατικού και σημειώνει τον αριθμό του αυτοκινήτου. Κόντρα σε όλες τις συμβουλές φίλων, γνωστών, ακόμα και της ίδιας της αστυνομίας καταθέτει επίσημα τη μαρτυρία της και ξεκινάει η αναζήτηση του αυτοκινήτου, το οποίο αποδεικνύεται ότι ανήκει σε έναν (παντελώς άγνωστο εκείνη την εποχή) «κύριο» Ηλία Κασιδιάρη. Κι έτσι σχηματίζεται η δικογραφία. (Ήταν ο Κασιδιάρης στην επίθεση; Αυτό δεν το ξέρει κανείς εκτός από τον ίδιο. Πάντως το αυτοκίνητό του σίγουρα ήταν.)

Άπειρες αναβολές μετά φτάνουμε στο έτος 2012, όπου ο ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου βρίσκεται να πρωταγωνιστεί καθημερινά στην τηλεόραση. Είναι η εποχή που χτυπάει μια γυναίκα ζωντανά στον αέρα της τηλεόρασης, κρύβεται από το αυτόφορο και παρόλα αυτά εμφανίζεται σε μεγάλη μερίδα του κοινού ως τεράστιος μάγκας/άντρακλας/ήρωας για την πράξη του αυτή. Σύντομα ακολουθούν lifestyle αφιερώματα για το πώς θα φορεθεί φέτος το τατού σβάστικα και πότε θα παντρευτεί το παλικάρι να νοικοκυρευτεί.

Ads

Την ίδια στιγμή τα media της Χρυσής Αυγής στοχοποιούν τη βασική μάρτυρα κατηγορίας δημοσιεύοντας φωτογραφίες της. Πολλές φορές έχω αναρωτηθεί πώς θα ένιωθε ο Κώστας βλέποντας αυτά τα ρεπορτάζ; Πώς θα ένιωθαν όλα τα θύματα των επιθέσεων των χρυσαυγιτών όταν τους έβλεπαν να παρουσιάζονται ως καλόκαρδοι πρόσκοποι που βοηθάνε τις γιαγιάδες να πάνε στο ATM;

Με τον ίδιο τρόπο που κρυβόταν από το αυτόφορο, το πρωτοπαλίκαρο του Μιχαλολιάκου, δείχνει να αποφεύγει και τη δίκη για την επίθεση. Τώρα έχει πλέον κι άλλη μία καλή δικαιολογία. Λέγεται «βουλευτική ασυλία».

Και φτάνει η μέρα της δίκης. Η δίκη ξεκινούσε στις 9.00. Έφτασα στο δικαστήριο 8.00 μαζί με παρέα φίλων. Όλες οι θέσεις στην αίθουσα ήταν ΗΔΗ κατειλημμένες από οργανωμένα τάγματα εφόδου. Ίσως είναι η πρώτη δίκη στην ιστορία της χώρας που ο κατηγορούμενος εκτελεί και χρέη πορτιέρη δίνοντας διαταγές για το ποιος θα μπει στην αίθουσα και ποιος όχι. Ελάχιστα άτομα που είχαν καταφέρει να μπουν διώχνονται από τους χρυσαυγίτες με τη βία. Οι μάρτυρες κατηγορίας και το θύμα της επίθεσης βρίσκονται στην αίθουσα μόνοι σε μια θάλασσα από ξυρισμένα κεφάλια και σάπια μυαλά.

Έξω από την αίθουσα μια πολύχρωμη θάλασσα από αλληλέγγυους βρίσκεται απέναντι από ένα μαύρο συνονθύλευμα από φάτσες τόσο άσχημες που αναρωτιόμουν αν έγιναν τόσο άσχημες από το μίσος τους ή αν έχουν τόσο μίσος επειδή είναι τόσο άσχημες.

Η δίκη παρωδία συνεχίζεται. Την ώρα που ο Κώστας καταθέτει τις λεπτομέρειες της επίθεσης, οι χρυσαυγίτες κάνουν υποτιμητικά σχόλια. Η μητέρα μου βρίσκεται από μάρτυρας κατηγορίας ξαφνικά κατηγορούμενη. Η υπεράσπιση είναι ένα ανέκδοτο. Με τη βοήθεια μάρτυρα δημοσιογράφου του άλτερ προσπαθούν να δείξουν ότι η μητέρα μου βρήκε τον αριθμό του αυτοκινήτου του Κασιδιάρη από το indymedia και (παρόλο που ήταν παντελώς άγνωστος εκείνη την εποχή) τον έδωσε στην κατάθεσή της για πολιτικούς λόγους. Η έδρα δέχεται την υπεράσπιση (και γιατί όχι, δεν σας φαίνεται πολύ λογική) κι ο Κασιδιάρης είναι ελεύθερος.

Είναι αυτό το τέλος της ιστορίας; Όχι, ούτε καν. Η ταλαιπωρία, η στοχοποίηση και η οικονομική επιβάρυνση λόγω των δικών συνεχίζεται. Το σύστημα φαίνεται ακόμα πιο εκδικητικό από τους ίδιους τους χρυσαυγίτες και μας ταλαιπωρεί αρκετά χρόνια ακόμα μέχρι να βγει η αθώωση για την κατηγορία της ψευδορκίας. Το γεγονός ότι ο κατήγορος σε αυτή την υπόθεση κατηγορείται ταυτόχρονα και για διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης δεν παίζει κανέναν ρόλο.

‘Εχουν περάσει σχεδόν 13 χρόνια από την κατάθεση των αριθμών της πινακίδας και το αποτέλεσμα πολύ άγχος, φόβος, στοχοποίηση, εξαιρετικά ψυχοφθόρες δίκες κι από δικαιοσύνη, ούτε μια σταγόνα. Ρώτησα τη μητέρα μου αν ξέροντας την κατάληξη έχει μετανιώσει γι’αυτό που έκανε. Ρώτησα αλλά ήξερα ήδη την απάντηση που ήταν: «Δεν θα έκανα τίποτα διαφορετικό». Αν θέλω να είμαι ειλικρινής με τον εαυτό μου ποτέ δεν ξέρω αν θα είχα ποτέ τη δύναμη να το περάσω όλο αυτό.

Χάσαμε μόνο όμως από αυτή τη διαδικασία; Οχι. Πέρα από όλα τα άσχημα που ανέφερα υπήρχε και ένα μεγάλο κύμα συμπαράστασης κι αλληλεγγύης καθώς και μια βαθιά εκτίμηση και φιλία με τον Κώστα, τον οποίο ακόμα και σήμερα χαριτολογώντας αποκαλούμε «το θύμα».

Μόνο αυτό; Όχι μόνο. Πάρα το αρνητικό αποτέλεσμα, κοιτώντας πίσω, νομίζω ότι και μόνο που βρέθηκαν στη θέση του κατηγορουμένου αυτοί που από τότε που βγήκαν στη βουλή θεωρούσαν τους εαυτούς τους άτρωτους, έπαιξε έναν ρόλο. Ίσως άνοιξε μια μικρή πόρτα από την οποία έμπαινε λιγοστό φως σε εποχές μαύρου σκοταδιού.

Δυστυχώς η υπόθεση αυτή δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί καθόλου στη δίκη της Χ.Α. μιας και η απόφαση είχε βγει αθωωτική, αλλά στη συνείδηση του κόσμου που παρακολούθησε την πρώτη δίκη υπήρχε άλλο ένα έγκλημα εκεί ανάμεσα στα άλλα, που δεν μπορούσε να βρίσκεται  στη δικογραφία, αλλά ήταν πολύ αληθινό, με πολύ αληθινές επιπτώσεις και γι’αυτό δεν μπορούμε όλοι εμείς που είτε από μέσα είτε από κοντά ζήσαμε εκείνη τη δίκη να μη νιώσουμε μια (καθυστερημένη) δικαίωση.

Από τη σελίδα του Αντώνη Βαβαγιάννη στο Facebook