Tο γεγονός του θανάτου και του δημόσιου λιντσαρίσματος του Ζακ Κωστόπουλου φέρνει μπροστά μας για μια ακόμα φορά μια σειρά από ερωτήματα, τα οποία αφορούν στην βία, στις κοινωνικές διακρίσεις, την  θέση των αποδιοπομπαίων τράγων στο κοινωνικό πεδίο, τις κοινωνικές και πολιτιστικές αντιπαραθέσεις  κ.α. Αυτά τα ερωτήματα  αναδύονται κάθε φορά που ερχόμαστε αντιμέτωποι με αποτρόπαιες πράξεις, που μας προσκαλούν από την πρώτη στιγμή σε μια έντονη συναισθηματική κατάσταση που χαρακτηρίζεται κυρίως από τον θυμό, την αγανάκτηση, την αδικία ή την λύπη, αλλά συχνά δεν έχουν καθολικές απαντήσεις.

Ads

Ωστόσο,  η γλώσσα  με την οποία περιγράφουμε το γεγονός μας τοποθετεί αυτόματα σε μια ιδεολογική και αισθητική  τοποθέτηση, π.χ. η επιλογή να περιγράψουμε το συμβάν ως λιντσάρισμα υπονοεί ήδη,  την υποκειμενική μας οπτική  και την δημόσια τοποθέτησή μας.

Αυτό το γεγονός πυροδότησε, σε ορισμένους από εμάς που δεν προσπεράσαμε με αδιαφορία την είδηση, μια σειρά από εσωτερικές διεργασίες, οι οποίες  οδηγούν αναπόφευκτα  σε  έναν έντονο εσωτερικό διάλογο, στον οποίο μπορούμε να διακρίνουμε πολλές και ενδεχομένως, αντιφατικές εσωτερικές φωνές.

Αυτές οι αναδυόμενες  φωνές προσκαλούν σε αφηγήσεις, οι οποίες είναι  στραμμένες προς την δικαιοσύνη και καταδικάζουν με σαφήνεια το λιντσάρισμα, όπως και κάθε πράξη αυτοδικίας, είτε αυτή αφορά  ένα έγκλημα πάθους, είτε ένα έγκλημα μίσους, όπως μάλλον φαίνεται να είναι στην προκειμένη περίπτωση.

Ads

Ταυτόχρονα, οι φωνές μπορεί  είναι περισσότερο στραμμένες προς το συναίσθημα και να μας προσκαλούν σε μια έκφραση του θυμού ή σε πράξεις εκτόνωσης και ενδεχομένως, σε πράξεις που αντιπαρατίθενται στις φωνές που συνδέονται με την δικαιοσύνη. Άλλοτε πάλι, οι εσωτερικές μας φωνές  μάς προσκαλούν σε μια προσπάθεια ερμηνείας και κατανόησης, και εκεί χρειάζεται να πάρουμε μια ορισμένη απόσταση (αλλά όχι να αποκοπούμε), από την εμπειρία, από το ίδιο το συμβάν, ώστε να έχουμε μια θέση ευρύτερης οπτικής για τα κοινωνικά γεγονότα.

Σε κάθε όμως περίπτωση η απορία παραμένει:  πως γίνεται να   υπάρχουν τριγύρω μας άνθρωποι που  εκφράζουν με μίσος ρατσιστικές αντιλήψεις, περνώντας συχνά από την ιδεολογική έκφραση σε  δράσεις και πρακτικές βίας ή  υποστηρίζουν πράξεις που είναι εμφανώς έξω από τον νομικό πολιτισμό μας;

Το γεγονός ότι ο Ζακ Κωστόπουλος ήταν ομοφυλόφιλος και ακτιβιστής και ότι, από όσο τουλάχιστον  γνωρίζουμε μέχρι στιγμής, ήταν την στιγμή που τον ξυλοκοπούσαν, υπό την επήρεια ψυχότροπων ουσιών, κάνει ακόμα  πιο σύνθετο το γεγονός.

Από την μια, όσοι από εμάς στεκόμαστε στο ένα άκρο του διπολικού κόσμου που δημιουργείται για μια ακόμα φορά, (αλλά όχι για τελευταία),  με αφορμή αυτό το γεγονός, στο  οποίο η καταδίκη της βίας ή των διακρίσεων είναι δεδομένη, όπως και η υπεράσπιση των κοινωνικών δικαιωμάτων,  εξεγειρόμαστε ακόμα πιο πολύ καθώς το θύμα δεν ήταν μόνο αδύναμο εκείνη την στιγμή, αλλά τοποθετούνταν από τους δράστες (αλλά και από τους υποστηρικτές τους, στην συνέχεια) σε μια θέση απαξίας, που είναι ακόλουθη με τις στερεοτυπικές κατασκευές τους.

Η κινητοποίηση, οι πορείες που ακολούθησαν  και τα άρθρα διαμαρτυρίας  που γράφονται  θέτουν το κεντρικό ζήτημα της βίας και των διακρίσεων, ως κάτι που αναπόφευκτα συνδέεται με  ευρύτερες πολιτικές και κοινωνικές αντιλήψεις.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, αυτό που έχει σημασία να καταδικαστεί (αλλά ταυτόχρονα να ερμηνευτεί επιστημονικά και πολιτικά),  είναι η βία και οι διακρίσεις απέναντι σε όποιον/α ο κυρίαρχος λόγος περιθωριοποιεί, είτε για πολιτικούς λόγους, είτε γιατί τον/την  εξορίζει στο Τοπίο της μη κανονικότητας μέσα από ταξινομήσεις και κατηγοριοποιήσεις, είτε γιατί τον/την θεωρεί κατώτερο/η στο πλαίσιο μιας ρατσιστικής και φασίζουσας οπτικής.

Αυτό που έχει επίσης, αξία και σημασία να καταδικαστεί είναι μια φασίζουσα γλώσσα που αποκτά κυριαρχικά χαρακτηριστικά, καθώς υιοθετείται από ορισμένα συστημικά Μ.Μ.Ε. και η  οποία χλευάζει την σεξουαλική ταυτότητα του νεκρού, ασεβώντας για πολλαπλή  φορά στο πρόσωπό του.

Από την άλλη μεριά, στο άλλο άκρο αυτού του διπολικού κόσμου οι υπερασπιστές των διακρίσεων αντεπιτίθενται είτε έντεχνα, ψελλίζοντας ένα («ναι μεν αλλά…», «καταδικάζουμε αλλά και αυτός τα ήθελε όπως  ζούσε, εκεί θα κατέληγε..»,  και « οι δράστες κακώς έκαναν, αλλά φοβήθηκαν και έχασαν τον έλεγχο…»), είτε ωμά  και άκομψα («καλά του έκαναν… υπεράσπισαν την περιουσία τους που κινδυνεύει από τους ξένους, τους ληστές, τα πρεζάκια», ή «τι μας νοιάζει εμάς τι έπαθε ένας ομοφυλόφιλος που ήταν και χρήστης και είχε το θράσος να μιλά ανοικτά…» κ.τ.λ.

Η εμπλοκή μας σε αυτό το διπολικό κόσμο μοιάζει αναπόφευκτη εφόσον θέλουμε να είμαστε συμμέτοχοι στην εξέλιξη και στην σύγκρουση ανάμεσα σε διαφορετικές κοινωνικές στάσεις και επιλέγουμε  να σταθούμε δίχως αμφιβολίες σε μια θέση αντίθεσης απέναντι στις πράξεις αυτοδικίας ή των κοινωνικών διακρίσεων , έχοντας ως στήριγμα τις αξίες του σεβασμού, της αξιοπρέπειας και  της ανθρώπινης ζωής.

Σε αυτή τη θέση, άλλοτε με μεγαλύτερη  ενεργητικότητα και άλλοτε  με την σιωπηλή υποστήριξή μας  καταδικάζουμε δίχως δισταγμούς τους δράστες  των αποτρόπαιων πράξεων και ορίζουμε  με σαφήνεια  το όριο ανάμεσα στο σημαντικό και το ασήμαντο, βάζοντας  στο κέντρο της οπτικής μας  την ιδέα ότι ο άνθρωπος έχει ως κύρια σημαντική ιδιότητα  την ανθρωπινότητά του, όπως  εύστοχα  υπογραμμίζει ο Έντκγαρ Μορέν, μιλώντας για την ανθρώπινη ταυτότητα.

Κάθε άλλη ιδιότητα όπως το θρήσκευμα, η σεξουαλική ταυτότητα , οι πολιτικές θέσεις, το φύλο (και  οτιδήποτε άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς), έρχεται σε δεύτερη μοίρα και οφείλουμε να γίνεται σεβαστό και αποδεκτό, μέσα στο πλαίσιο μιας κοινωνικής, πολιτιστικής και νομικής συμφωνίας.

Σε αυτή τη θέση θέασης του ίδιου του γεγονός του λυντσαρίσματος και όχι των παράπλευρων συνδέσεων, είναι φανερό πως το σημαντικό δεν είναι η περιουσία, ούτε η προάσπιση ενός ιδιωτικού ή δημόσιου αγαθού.

Δεν είναι καν το πιο σημαντικό, (χωρίς να  υποτιμάται,  ωστόσο,  η ταυτότητά του),  οι ιδιότητες του θύματος, εάν δηλαδή πρόκειται για κάποιον/α περιθωριακό/η  χρήστη/ρια , για ένα /μια μετανάστη/στρια  ή για  κάποιον/α που τοποθετείται ή τον τοποθετεί ο κυρίαρχος λόγος σε μια μειονοτική θέση, όπως ένας/μια ομοφυλόφιλος/η .

Το πιο σημαντικό είναι η θέση του ως ενός / μιας   ανίσχυρου/ -ρης   θύματος που έχει την ατυχία να βρεθεί μπροστά στην οργή ενός πλήθους ανθρώπων, που είναι  πλημμυρισμένο από το μίσος.
Το θύμα σε αυτή την ιστορία αρχικά προσδιορίστηκε ως ληστής και χρήστης ουσιών, λες και αυτό  μπορούσε να νομιμοποιήσει στα μάτια οποιουδήποτε  την αυτοδικία ή το λιντσάρισμα. Όταν στις ιδιότητες του  θύματος προστέθηκαν και αυτές  ενός γνωστού ακτιβιστή της κοινότητας των ομοφυλοφίλων που μιλούσε ανοικτά δίχως φόβο για την ταυτότητά του, διεκδικώντας το δικαίωμα να είναι ορατός μέσα σε μια συνθήκη κοινωνικού σεβασμού,  ο διάλογος άρχισε να γίνεται όλο και πιο έντονος, οδηγώντας  από μια άποψη, την συζήτηση μακριά από αυτό που όφειλε να είναι από την πρώτη στιγμή: Μια συζήτηση για την μετακίνηση ολοένα και περισσότερο προς την κατεύθυνση της  νομιμοποίησης της άσκησης της βίας σαν ενός μέσου που οργανώνει και ρυθμίζει  τις  διαπροσωπικές και κοινωνικές σχέσεις.

Μια απομάκρυνση από αυτή την θέση ανοίγει αυτόματα την είσοδο να εισέλθει στο προσκήνιο η αμφισβήτηση όχι  απλά της  ισότητας στα δικαιώματα, άλλα η ισότητα του δικαιώματος στην ύπαρξη ορισμένων κοινωνικών ομάδων, όπως είχε τεθεί αντίστοιχα σε αμφισβήτηση η οντολογική ισότητα μεταξύ Γερμανών και Εβραίων, πριν 80 σχεδόν χρόνια, από τον κυρίαρχο λόγο του ναζισμού.
Ωστόσο, όσο χρήσιμη και αναγκαία και αν είναι η τοποθέτησή μας σε αυτό τον διπολικό κόσμο ενδεχομένως, μας εγκλωβίσει εάν παραμείνουμε σε επαφή μόνο με τις εσωτερικές μας φωνές που μας προσκαλούν σε μια αποκατάσταση της δικαιοσύνης ή σε μια  συναισθηματική αντίδραση.

Προκειμένου να καταλάβουμε, να κατανοήσουμε πως  η απάθεια ή η σιωπηρή συνενοχή αφορά όλο και περισσότερο ανθρώπους γύρω μας χρειάζεται να κινηθούμε σε αυτό το πλαίσιο που ο Γιώργος Βέλτσος, είχε ορίσει, δανειζόμενος μια φράση του Νικόλα Άσιμου, ως το «εντός, εκτός και επί τα αυτά».

«Εντός , εκτός και επί τα αυτά» , έτσι απάντησε ο Νικόλας Άσιμος σε μια ερώτηση που του έκανε ο Γιώργος Βέλτσος, το  1985. Ο Άσιμος  έπαιζε θέατρο του δρόμου στα Προπύλαια και ο Βέλτσος περαστικός καθώς ήταν, τον ρώτησε γενικά  που βρισκόταν για να έρθει αυτή η καταπληκτική απάντηση, από την οποία πιάστηκε ο  καθηγητής Κοινωνιολογίας  για να μιλήσει για την αξία που έχει μια δυναμική και κινούμενη τοποθέτηση του υποκειμένου, μέσα στο πεδίο των ιδεών ή των κοινωνικών και πολιτικών πρακτικών.

Τριάντα τρία χρόνια αργότερα επικαλούμαι το κείμενο του Γιώργου Βέλτσου, καθώς εκτιμώ ότι :

  1. Είναι σημαντικό να  δράσουμε «εντός»  του πεδίου των αντιπαραθέσεων στον διπολικό κόσμο, καθώς επανεμφανίζεται με ένταση, η  διαλεκτική σύγκρουση πρακτικών και ιδεών. Αυτή η πρόταση  σημαίνει μια  τοποθέτηση με σαφήνεια απέναντι στις πρακτικές και τις ιδέες που υποστηρίζουν τον κοινωνικό αποκλεισμό και τις διακρίσεις .
  2. Ταυτόχρονα,  αν δεν απομακρυνθούμε από την αντιπαράθεση, αν δεν σταθούμε για λίγο  «εκτός» του πεδίου της διαλεκτικής σύγκρουσης, δεν θα μπορέσουμε να αναστοχαστούμε σχετικά με την δική μας Αισθητική και αν αυτή πραγματικά αυτή βρίσκεται σε αντίστιξη με την Αισθητική της βίας. Αυτή  η απόσταση θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τις εσωτερικές φωνές που μας προσκαλούν ενδεχομένως σε μια αναπαραγωγή μιας γλώσσας που μα εγκλωβίζει στον θυμό ή σε ανεπεξέργαστα συναισθήματα.
  3. Τέλος, «επί ταυτά», όταν  επιστρέφουμε στον μεταβατικό χώρο που συνδέει τις  συναισθηματικές, ιδεολογικο/πολιτικές  και αισθητικές μας πρακτικές  με τον  αναστοχαστικό χώρο που επιτρέπει την κατανόηση, όχι με την έννοια της ανοχής, αλλά με την έννοια του να γνωρίζουμε και να ερμηνεύουμε,  τι συμβαίνει και γιατί.

Σε αυτόν τον μεταβατικό χώρο χρειάζεται να συνομιλήσουμε για τα αίτια  της ατομικής και συλλογικής βίας και  για την συστημική της όψη για το πως θα  σχεδιαστούν και θα υλοποιηθούν μια σειρά από δράσεις που θα ακυρώσουν τον φασισμό στην πράξη και θα θέτουν στο κέντρο  την συμπερίληψη όλων των ανθρώπων που αυτή τη στιγμή έχουν τεθείς το κοινωνικό περιθώριο.
Η επίκληση μιας άλλης γραμματικής, σύμφωνα με τον Βιτγκενστάϊν, μιας άλλης εναλλακτικής οπτικής και γλώσσας, μιας άλλης αισθητικής είναι που αντιπαρατίθεται διαλογικά και διαλεκτικά στον δυστοπικό τοπίο της βίας.

Σε αυτό το πλαίσιο η γραμματική που προτείνεται από τις Καταξιωτικές Συστημικές πρακτικές αφορά στην δημιουργία ασφαλών τοπίων όπου χωρούν τα όνειρα και οι επιθυμίες των ανθρώπων, πέρα από τους διαχωρισμούς του κυρίαρχου λόγου.

Πολύ συχνά στην Καταξιωτική Συστημική Διερεύνηση εστιάζουμε στο πως το βλέμμα μας και η γλώσσα μας κατασκευάζουν πραγματικότητες και προτείνουν εναλλακτικούς κόσμους. Σε αυτό το πλαίσιο η αντιπαράθεση στο μίσος με μια γλώσσα που  ενδεχομένως το αναπαράγει,  δεν δημιουργεί τις ευκαιρίες για την ανάδυση των πραγματικών αναγκών των ανθρώπων.

Έτσι, είναι σημαντικό να επιμείνουμε ότι οι δρόμοι για την αλλαγή, την μετακίνηση και την επιστροφή στις βασικές αξίες του ανθρωπισμού είναι ακόμα ανοικτοί.

Επίσης, καθώς προσπαθούμε να κατανοήσουμε πως οι ψυχικές διεργασίες  που ευνοούν την  χρήση της βίας, των διακρίσεων και του αποκλεισμού  ως  κοινωνικούς μηχανισμούς χρησιμεύουν σε ορισμένους ανθρώπους να «οργανώνουν» τις διαπροσωπικές και κοινωνικές τους σχέσεις. Μέσα σε αυτό πλαίσιο αυτοί οι μηχανισμοί  διαπερνούν οριζόντια και κάθετα τις περιοχές δράσης, ερμηνείας και αισθητικής  των  ανθρώπων που τους υιοθετούν και λειτουργούν, όπως η εξουσία, σύμφωνα με την περιγραφή του Φουκώ, ως «δράσεις  πάνω στις δράσεις».

Ακόμα, στην προσπάθεια κατανόησης, αν βέβαια επιλέξουμε τον δρόμο της ερμηνείας των κοινωνικών φαινομένων,  και όχι τον δρόμο της αποστροφής του βλέμματος προς το  πρόσωπο των αποτρόπαιων άλλων, ενδέχεται να δημιουργηθούν οι δυνατότητες να συνομιλήσουμε για τα ματαιωμένα όνειρα και για την απώλεια της αξιοπρέπειας, σε συλλογικό και ατομικό επίπεδο και την ανεπεξέργαστη ματαίωση, που αναπόφευκτα έχει επέλθει μετά την ήττα των μεγάλων αφηγήσεων.

Σε αυτή την ανάλυση θα υπάρξει ο απαραίτητος διαλογικός χώρος και μια βαθειά κουβέντα για το τι είναι αυτό που γεννά τη βία και τον φασισμό, καθώς όπως έχει επαρκώς γραφεί από την Χάνα Άρρεντ, η ανάλυση περί τεράτων όσο και αν ικανοποιεί το θυμικό μας ταυτόχρονα, περιορίζει τις δυνατότητες για αντίρροπη δράση.

Σε κάθε περίπτωση, παρά το ότι τα επίκαιρα  ερωτήματα αφορούν κυρίως το συγκεκριμένο συμβάν, όπως γιατί κανένας δεν αντέδρασε την στιγμή του δημόσιου λυντσαρίσματος, όπως το πως μπορεί να τίθενται ως ερώτημα σε γκάλοπ η εγκυρότητα βαθιών  βασικών αξιών,  εκτιμώ ότι είναι ανάγκη  να υπάρξει μια διεύρυνση των ερωτημάτων, π.χ. πέρα από το γιατί  όλοι παρέμειναν απαθείς, έχει ίσως νόημα να αναρωτηθούμε πως  φτάσαμε συνολικότερα  να είμαστε εθισμένοι, έστω και ως θεατές,  στην βία (να τον λιώσουν ήθελαν με κάποιο τρόπο λέει ο μάρτυρας)∙ να την παρακολουθούμε δίχως να καταρρέουμε εσωτερικά και ενδεχομένως, να ικανοποιούμαστε  κιόλας αν ο αδύναμος μας είναι μισητός.

Το ερώτημα που τίθεται τώρα δημόσια με ένταση, και καλώς τίθεται, έπρεπε να είχε τεθεί από πολύ καιρό πριν όταν βυθίστηκε η πρώτη βάρκα στο Αιγαίο και  καθώς ξεβράζονταν τα πτώματα στις παραλίες,  εμείς γυρνούσαμε γρήγορα γρήγορα το κανάλι για να μην  βρεθούμε αντιμέτωποι με την συνενοχή μας. Ακόμα, θα  είχε νόημα να το θέσουμε  όταν ο θάνατος και οι αυτοκτονίες των  εφήβων που δέχονται διακρίσεις έφτασε επιτέλους στις ειδήσεις και όλοι πια μάθαμε για την βία στα σχολεία ή τις πλατείες.

Το ερώτημα θα έπρεπε να είχε τεθεί ακόμα, όταν όλοι γνωρίζουμε για την ενδο-οικογενειακή βία  κατά των γυναικών.  Το ερώτημα θα έπρεπε ακόμα, να τεθεί κάθε φορά που ακούμε τριγύρω μας μια επιθετική και ρατσιστική γλώσσα και κλείνουμε τα αυτιά μας κάνοντας πως δεν ακούμε  ή  αλλάζουμε στα γρήγορα την κουβέντα για να μην πάρουμε θέση  ή να μην συγκρουστούμε με τους υβριστές.

Τέλος, αλλά στην πραγματικότητα τα παραδείγματα είναι πολλά ακόμα, το ερώτημα θα έπρεπε να έχει τεθεί όταν οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα μιλούν δημόσια για τις συνθήκες διαβίωσης και για την βία κατά των παιδιών στον καταυλισμό στην Μόρια.

Το ζήτημα  για το συγκεκριμένο θέμα  είναι ποια θέση παίρνουμε τώρα, πέρα από τις διαμαρτυρίες και τις πορείες που καλώς γίνονται, αλλά κατά την γνώμη μου το παιχνίδι δεν θα κερδηθεί στον δρόμο (αλλά ούτε χωρίς αυτόν!).

Η ανάληψη της ευθύνης  από τους θεσμικούς φορείς, πέρα από τα μέλη των  οργανώσεων των ομοφυλόφιλων ή τους ακτιβιστές  είναι σημαντική, όπως σημαντική είναι η δημόσια θέση ορισμένων Πανεπιστημιακών, αλλά  κρίνω ως πολύ σημαντική την ανάληψη μιας πρωτοβουλίας από το Υπουργείο Παιδείας  να  εισάγει επιτέλους στο σχολείο οργανωμένα προγράμματα για την καταπολέμηση του μίσους και των διακρίσεων , να εισάγει πλαίσιο δεοντολογίας για τους εκπαιδευτικούς που γίνονται φορείς διακρίσεων ή ρατσιστικών αντιλήψεων, να εισάγει την σεξουαλική αγωγή με βάση τα σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα.

Με αυτή την έννοια μια αλλαγή του θεσμικού πλαισίου για την καταπολέμηση του ρατσισμού γίνεται πολύ  επίκαιρη. Από την άλλη οι επιστήμονες που έχουμε  δυνατότητα δράσης στο πεδίο,  είναι πολύ σημαντικό να υποστηρίξουμε  τις εναλλακτικές δράσεις και τις ιδέες της αντι-βίαιης κουλτούρας, να δημιουργήσουμε επίσης, το χώρο για την ανάπτυξη Καταξιωτικών Διαλόγων για τα όνειρα και τις ανάγκες των ανθρώπων.

Ιδιαίτερα, όταν εργαζόμαστε με παιδιά  και εφήβους είναι σημαντικό να εργαζόμαστε σε δυο πεδία :  στην φροντίδα των θυμάτων και στην κατεύθυνση της ερμηνείας των πράξεων βίας,  με στόχο την αλλαγή και την μετακίνησή των θυτών σε μια διαφορετική θέση.

* Ηλίας Γκότσης, Κοινωνιολόγος – Συστημικός Ψυχοθεραπευτής-Οικογενειακός Θεραπευτής, Προϊστάμενος Τμήματος Εκπαίδευσης & ΑΑΔ ΟΚΑΝΑ,  (πρώην Επιστημονικά Υπεύθυνος από το 2002 έως το 2015 στην Μονάδα Απεξάρτησης Έφηβων και Νέων Χρηστών Ψυχοδραστικών ουσιών ΑΤΡΑΠΟΣ- ΟΚΑΝΑ).