Στην αρχή, αιφνιδιασμός. Στη συνέχεια, αναζητούν αιτίες και αφορμές. Μετά έρχονται οι απολογισμοί: πόσοι θα χάσουν τις δουλειές τους, πόσα φέσια θα μπουν στις αγορές, ποιες θα είναι οι μακροχρόνιες επιπτώσεις… Στο τέλος, όσο εκκωφαντικός και αν είναι ο θόρυβος από την «κανονιά», η χρεοκοπία μετατρέπεται σε ιστορικό γεγονός.

Ads

Αυτό θα συμβεί και με την περίπτωση της Thomas Cook. Αφού περάσει η πρώτη μπόρα, οι μόνοι που θα τη θυμούνται είναι εκείνοι που έφαγαν «φέσι». Για όσους μάλιστα βρεθούν να παλεύουν με τη χρεοκοπία, το όνομα της βρετανικής πολυεθνικής θα γίνει συνώνυμο της καταστροφής.

Και όμως σε κάτι τέτοιες οικονομικές «τραγωδίες» κανείς δεν είναι διατεθειμένος να προχωρήσει μέχρι τον πυρήνα του προβλήματος: χρεοκοπίες «μεγάλων» γίνονταν και θα εξακολουθήσουν να γίνονται, το θέμα βρίσκεται στο κατά πόσον αυτές μπορούν να γονατίσουν την ευρύτερη οικονομία.

Για να το πούμε απλά, πόσο εξαρτημένη είναι μια οικονομία από επιχειρήσεις τέτοιου μεγέθους και εμβέλειας και τι στεγανά έχουν προβλεφθεί, ώστε το πρόβλημα να περιοριστεί σε όσο το δυνατόν μικρότερες οικονομικές και παραγωγικές μονάδες.

Ads

Μια και η επικαιρότητα είναι εστιασμένη στην περίπτωση της Thomas Cook, καλό είναι να προσπεράσουμε τις άμεσες επιπτώσεις και να προχωρήσουμε λίγο παραπέρα.

Η συμβολή της βρετανικής πολυεθνικής στο «τουριστικό θαύμα», όπως αποκαλούσαν την επέλαση των τουριστών στη χώρα μας, ήταν καθοριστική. Ηταν η εταιρεία που είχε δεσπόζουσα θέση στη βρετανική αγορά. Για τις πολιτικές ηγεσίες αντιπροσώπευε μια δεξαμενή τουριστών που μαζί με την TUI, τον γερμανικό πολυεθνικό γίγαντα του τουρισμού, ουσιαστικά καθόριζαν την πορεία της ελληνικής τουριστικής βιομηχανίας και κατ’ αναλογία της ελληνικής οικονομίας.

Γι’ αυτόν τον λόγο, οι πολιτικές ηγεσίες του τόπου τούς «κανάκευαν», τους καλόπιαναν και δεν τους χαλούσαν χατίρι. Με το επιχείρημα ότι «κάνουν πολιτική» και έχοντας είτε κοντόφθαλμους σχεδιασμούς είτε άγνοια της πραγματικότητας, αρνούνταν να δουν κατάφατσα την πραγματικότητα. Και ποια είναι η πραγματικότητα; Πολύ απλά, ότι κολοσσοί σαν την Thomas Cook με τις ευλογίες των κυβερνήσεων έγιναν… απαραίτητοι.

Τις τελευταίες δεκαετίες, στο όνομα της μεγέθυνσης της αγοράς η εξάρτηση του ελληνικού τουρισμού από τις πολυεθνικές του τουρισμού γιγαντώθηκε και η τύχη του βρέθηκε στα χέρια μιας δράκας ανθρώπων.

Και τι έκαναν οι ηγεσίες; Τίποτα. Κανείς δεν αναρωτήθηκε τι θα συνέβαινε αν κάποιος από αυτούς βάραγε κανόνι ή αν εκβίαζε, προκειμένου να εξασφαλίσει αποικιοκρατικούς όρους ή αν απαιτούσε την… Ακρόπολη προκειμένου να εξακολουθήσει και τον επόμενο χρόνο να φέρνει τις καραβιές των τουριστών.

Και το χειρότερο; Αφησαν την τουριστική αγορά ανυπεράσπιστη, αφού θεώρησαν περιττή οποιαδήποτε άμυνα για την περίπτωση που κάτι θα πήγαινε στραβά. Ετσι σήμερα εμφανίζονται περίλυποι, να κλαίνε πάνω από το «φέρετρο» της εκλιπούσης Thomas Cook και να τάζουν υποστήριξη στη «χήρα» και στα «ορφανά», δηλαδή σε όσους βρέθηκαν στη δίνη της χρεοκοπίας του βρετανικού πολυεθνικού κολοσσού.

Δυστυχώς οι πολιτικές αυτές δεν περιορίζονται στον τουρισμό, αλλά αφορούν το σύνολο της ελληνικής οικονομίας. Η ελληνική οικονομική ιστορία βρίθει ιστοριών με «επενδυτές» Ελληνες και ξένους που εκβίαζαν –είτε απευθείας είτε διά αντιπροσώπων– για να τους γίνουν τα χατίρια. Και τις περισσότερες φορές οι κυβερνήσεις τούς τα έκαναν, προφασιζόμενες το μέγεθος της αγοράς.

Ομως τις τελευταίες δεκαετίες το πρόβλημα γιγαντώθηκε και από το 2010 πήρε ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Μπορεί να ακούγεται υπερβολικό, αλλά πλέον η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε μια κατάσταση οικονομικής ομηρίας από 100, άντε 200 εταιρείες που ελέγχονται από πολυεθνικές και Ελληνες ολιγάρχες.

Αυτή είναι η πραγματικότητα –όσο δυσάρεστη και αν ακούγεται στα αυτιά ορισμένων– και δυστυχώς οι πολιτικές ηγεσίες, αντί να αναζητήσουν τρόπους για να περιορίσουν αυτή την εξάρτηση, παρίσταναν τους… αδιάφορους και την άφηναν να απλώνεται σαν τη γάγγραινα.

Μέχρι τις εκλογές του Ιουλίου, η στάση αυτή είτε ήταν σιωπηλή είτε γινόταν με την επίκληση της οικονομικής κρίσης. Οι κυβερνήσεις ήξεραν, αλλά προσπαθούσαν να κρατήσουν τα προσχήματα.

Από τις εκλογές του Ιουλίου και μετά όμως, η σιωπηλή οικονομική ομηρία μετατράπηκε σε επίσημη πολιτική. Αυτό το αντιλαμβάνεται κανείς, όχι μόνο διαβάζοντας και ακούγοντας τις δηλώσεις των κυβερνητικών στελεχών, αλλά παρακολουθώντας την ατζέντα των συναντήσεων που έχει ο πρωθυπουργός με υποψήφιους… επενδυτές.

Στο όνομα της ανάπτυξης η κυβέρνηση είναι έτοιμη να παραδώσει την ελληνική οικονομία δεμένη χειροπόδαρα σε μια χούφτα επιχειρηματίες –παλιούς και νέους–, και για να το καταφέρει τους προσφέρει δώρα του στιλ στα «δύο σαμπουάν το ένα δώρο». Παρουσιάζουν τους «επενδυτές» σαν μεσσίες και στο όνομα της… σωτηρίας αδιαφορούν για το μέλλον.

Και το μέλλον σίγουρα θα είναι ζοφερό, γιατί το μόνο για το οποίο ενδιαφέρονται οι «σωτήρες» είναι η τσέπη τους. Αν κάτι πάει στραβά, θα μας εγκαταλείψουν μόνους με τα ερείπια που θα έχουν αφήσει στο διάβα τους. Και τότε η περίπτωση της Thomas Cook θα φαντάζει σαν ένα απλό κρυολόγημα.

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών