Σύμφωνα με τον Γ.Γ. του ΟΗΕ, «Η μείωση της παραγωγικότητας που συνδέεται με την κλιματική αλλαγή, υπολογίζεται ότι θα οδηγήσει σε απώλειες ύψους 2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων στην παγκόσμια οικονομία μέχρι το 2030.»

Ads

Η Κλιματική Αλλαγή, το μείζον πρόβλημα της εποχής μας, αναδεικνύεται πλέον σε επίπεδα κλιματικής κρίσης. Η συνεχής άνοδος της θερμοκρασίας του πλανήτη, η άνοδος της στάθμης της θάλασσας, τα ακραία καιρικά φαινόμενα, που εντείνονται και πυκνώνουν χρονικά, είναι δείγματα του κινδύνου, και, βέβαια, προκαλούν την ανησυχία της διεθνούς κοινότητας. Στην ημερήσια διάταξη βρίσκονται διεθνείς πρωτοβουλίες, παγκόσμιες συνδιασκέψεις, συναντήσεις ηγετών με θέμα αντιμετώπιση των συνεπειών, αλλά και εφαρμογή σχεδίων προσαρμογής.

Ένα χρόνο μετά από την περίοδο, που σημαδεύτηκε από περιορισμούς της βιομηχανικής παραγωγής και της ηλεκτρικής ενέργειας, αυστηρούς περιορισμούς κυκλοφορίας και οχημάτων, μέσα στο πλαίσιο αντιμετώπισης της πανδημίας, οι επιστήμονες του ΝΟAΑ (National Oceanic and Atmospheric Administration, υπηρεσία των ΗΠΑ για τους ωκεανούς και την ατμόσφαιρα), διαπίστωσαν ότi, αυξήθηκε η συγκέντρωση του διοξείδιου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα.

Συγκεκριμένα, την 10η Ιουνίου η συγκέντρωση του CO2 στην ατμόσφαιρα ήταν 419,53 ppm (μέρη ανά εκατομμύριο), ξεπερνώντας και τα υψηλά επίπεδα του περσινού Ιουνίου (417,1 ppm ). Η επιστροφή στην «κανονικότητα», λοιπόν, συνοδεύεται με αύξηση της συγκέντρωση αέριων ρύπων στην ατμόσφαιρα, αλλά σύμφωνα με τις έρευνες Γάλλων ερευνητών, και με την αναστροφή της δυνατότητας τροπικών δασών (π.χ. Βραζιλίας) να απορροφούν διοξείδιο του άνθρακα και να εκπέμπουν οξυγόνο.

Ads

Η πανδημία, απέδειξε περίτρανα τη σύνδεση της ζωής με το περιβάλλον και τη βιοποικιλότητα, τις επιπτώσεις από τη κλιματική κρίση και βέβαια την σαθρότητα της οικονομίας και του καταναλωτικού μοντέλου που ακολουθείται. Στην εποχή της Κλιματικής Αλλαγής και με την τρέχουσα υγειονομική κρίση του covid 19, η προστασία του Περιβάλλοντος και η διατήρηση της Βιοποικιλότητας δεν μπορούν να θυσιάζονται σε εφήμερα οικονομικά «δήθεν» αναπτυξιακά συμφέροντα. Η κλιματική αλλαγή, συνέπεια του στρεβλού μοντέλου ανάπτυξης του «αδηφάγου» καπιταλισμού, δεν είναι ταξικά ουδέτερη, ούτε πλήττει όλους το ίδιο. Οι συνέπειες της είναι ιδιαίτερα καταστροφικές για τις φτωχότερες χώρες του πλανήτη. Αλλά, και σε περιοχές του αναπτυγμένου κόσμου, πλήττει ιδιαίτερα, υποβαθμισμένες περιοχές και πληθυσμούς.

Πρέπει, να στραφούμε λοιπόν, σε ένα άλλο  σύγχρονο μοντέλο καταναλωτικών προτύπων, οικονομικής ανάπτυξης και δημιουργίας κατάλληλων υποδομών.

Ένα μοντέλο, φιλικό στο Περιβάλλον με σεβασμό στον Άνθρωπο, που να βρίσκεται στο επίκεντρο κάθε υλοποιούμενης Πολιτικής. Αυτό λοιπόν, αναφέρει και ο γγ του ΟΗΕ, ισχυριζόμενος ότι, απαιτείται μια πράσινη ανάκαμψη από την κρίση.

Η πρόσφατη απόφαση του προέδρου Μπάιντεν για την επιστροφή των ΗΠΑ στη Συμφωνία του Παρισιού, και οι δεσμεύσεις ισχυρών χωρών – μεγάλων ρυπαντών (Κίνα, Ρωσία, Ινδία), για λήψη μέτρων μείωσης των αερίων του θερμοκηπίου μέχρι το 2050, δημιουργούν ελπίδες για σωτηρία του Πλανήτη.

Καθημερινά, αναδεικνύεται επιτακτικά, η ανάγκη ενός νέου αναπτυξιακού μοντέλου, σε παγκόσμιο επίπεδο, σύμφωνα με τους 17 στόχους βιώσιμης ανάπτυξης του ΟΗΕ. Η νεοφιλελεύθερη πολιτική, σχεδιάζει την πράσινη μετάβαση με τέτοιον τρόπο ώστε να ωφελεί τους λίγους και τα μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα, βυθίζοντας την κοινωνική πλειοψηφία στην ενεργειακή φτώχεια. Η Πράσινη μετάβαση, σημαντικό κομμάτι και στο σχέδιο για το Ταμείο Ανάκαμψης αποτελεί σημείο σύγκρουσης διαμετρικά αντίθετων πολιτικών. Σύγκρουση μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς, σύγκρουση συντήρησης και επιστροφής στο business as usual και προόδου, με καθαρή πορεία προς το μέλλον.

Το πεδίο σύγκρουσης είναι ορατό: Με τις δυνάμεις της αγοράς, όπως προτείνει η νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη; Με εξυπηρέτηση 4-5 μεγάλων, ιδιωτικών, ενεργειακών επιχειρήσεων ή απλά με υποκατάσταση των ορυκτών καυσίμων με Φυσικό Αέριο (επίσης ορυκτό καύσιμο);

Ή, με την κοινωνική πλειοψηφία, με όφελος για τους πολλούς και τις ΜμΕ, με προστιθέμενη Αξία για την εγχώρια αγορά. Παράλληλα με ανάπτυξη των ΑΠΕ, βάσει όμως νέου ειδικού χωροταξικού σχεδιασμού, και ενεργειακές Κοινότητες, με αποκεντρωμένο σύστημα παραγωγής ενέργειας, αποθήκευση και κατανάλωση.

Όσο, όμως, και να προσπαθεί η κυβέρνηση Μητσοτάκη να παρουσιάζει Πράσινο Προσωπείο, η πολιτική της είναι αντίθετη και στις κατευθύνσεις της ΕΕ.

Σημειώνουμε ότι, στο σχέδιο για το Ταμείο Ανάκαμψης της κυβέρνησης δεν προβλέπονται κονδύλια για την αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας.

Ενδεικτικά δε, αναφέρουμε ότι για την Αριστερά η εξοικονόμηση ενέργειας (σημαντικός τομέας της πράσινης μετάβασης) πρέπει να ξεκινήσει από τους φτωχούς και τα φτωχά νοικοκυριά. Διανύουμε την Δεκαετία βιοποικιλότητας το 2020-2030, αλλά η κυβέρνηση με νομοθετήματά της (π.χ. αντι-περιβαλλοντικός νόμος Χατζηδάκη), υποβαθμίζει τη βιοποικιλότητα, καταργεί την προστασία περιοχών Νατούρα 2000, δημιουργεί υποπεριοχές εντός προστατευόμενων περιοχών για «βαριές» επιχειρηματικές δραστηριότητες, καταργεί ουσιαστικά τους ΦΔΠΠ (φορείς διαχείρισης προστατευόμενων περιοχών). Η αντιπεριβαλλοντική, αυτή, πολιτική- πρακτική, ανάγκασε και την ΕΕ να ζητήσει εξηγήσεις, πιθανόν και πρόστιμα, σχετικά με τις συνέπειες του νόμου Χατζηδάκη.

Ορατή πλέον καθίσταται η ανάγκη για την εκπόνηση ενός δίκαιου και φιλόδοξου Κλιματικού Νόμου. Ενός νόμου, που θα συμβάλει στη διατήρηση ενός ζωντανού και κλιματικά ανθεκτικού Πλανήτη. Ενός νόμου, που θα διαχέει τη διάσταση της κλιματικής αλλαγής σε όλους τους τομείς δραστηριοτήτων, από την οικονομία, την αγροτική ανάπτυξη, τις υποδομές, μέχρι και τις πολιτικές Υγείας και Μετανάστευσης. Ενός νόμου, όμως, που θα λαμβάνει υπόψη του όλες τις τελευταίες εξελίξεις πάνω στα ζητήματα, όπως τους πρωτοφανείς καύσωνες στην αρκτική Σιβηρία, τις αλλαγές στις εκπομπές αερίων ρύπων, συνέπεια και των εκτεταμένων δασικών πυρκαγιών σε Αφρική, Αμερική και Αυστραλία, ή την άνοδο της στάθμης της θάλασσας και την εξαφάνιση των νησιών του ωκεανού. Ενός νόμου, που θα αναπροσαρμόζεται, κατάλληλα, εξασφαλίζοντας Κλιματική Δικαιοσύνη για όλους και θα υπηρετεί τον παγκόσμιο στόχο της συμφωνίας του Παρισιού.

Η Ελλάδα οφείλει να εκπονήσει ένα τέτοιο νόμο, προϊόν όμως ουσιαστικής διαβούλευσης με την Κοινωνία, τις πολιτικές δυνάμεις, τις περιβαλλοντικές οργανώσεις, και υπηρετώντας το στόχο της κλιματικά ουδέτερης Ευρώπης το 2050.

Η τελευταία όμως απόφαση του Ευρωκοινοβουλίου για νέο κλιματικό νόμο, απεδείχθη κατώτερη των περιστάσεων (ειδικά στο θέμα του ποσοστού μείωσης των αέριων ρύπων μέχρι το 2030).Η καταψήφισή του δε από την Αριστερά και τους Πράσινους, οφείλεται στο γεγονός ότι δεν διασφαλίζει την επίτευξη του παγκόσμιου στόχου για το τέλος του αιώνα.

*H Χαρά Καφαντάρη είναι Βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία Δυτικής Αθήνας, Αντιπρ. Επιτροπής Προστασίας Περιβάλλοντος της Βουλής, Αναπλ. Τομεάρχης Πολιτικής Προστασίας της ΚΟ ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ