Η κλιματική κρίση που κλιμακώνεται τα τελευταία χρόνια υποχρεώνει την παγκόσμια κοινότητα να αλλάξει πολιτική, προκειμένου να επιτύχει την προσαρμογή της ζωής στη νέα δυσμενή πραγματικότητα.

Ads

Οι δύο σταθερές προτεραιότητες της διεθνούς κοινότητας σήμερα είναι η καταπολέμηση του φαινομένου του θερμοκηπίου, που ευθύνεται για την κλιματική αλλαγή και η προσαρμογή στη νέα πραγματικότητα της κλιματικής αλλαγής.

Σε αυτό το πλαίσιο, η θεώρηση της περιβαλλοντικής ακεραιότητας ως της αναγκαίας προϋπόθεσης για την οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική ευημερία, αναγορεύει διεθνώς την παραδοχή της βιώσιμης ανάπτυξης και της «πράσινης» μετάβασης σε κυρίαρχες πολιτικές προτεραιότητες.

Σύμφωνα με τις νέες αντιλήψεις η ανάπτυξη για να είναι βιώσιμη δεν αρκεί να επιδιώκει το οικονομικό κέρδος, αλλά πολύ περισσότερο, την ισόρροπη συνεισφορά τόσο των συντελεστών της οικονομίας, όσο όμως και της κοινωνίας και του περιβάλλοντος.

Ads

Που σημαίνει ότι η έμφαση στην κερδοφορία επιχειρηματικών συμφερόντων σε βάρος της ακεραιότητας και της υγείας του περιβάλλοντος, δεν υπολογίζεται με θετικό πρόσημο στην υπόθεση της «πράσινης» μετάβασης της οικονομίας.
Όπως, αντίστοιχα, οι περιβαλλοντικές καταστροφές και η υποβάθμιση δημόσιας γης και δημόσιων αγαθών που ζημιώνουν το περιβάλλον και τις τοπικές κοινωνίες, προσμετρώνται πλέον αρνητικά στους «πράσινους» λογαριασμούς, ανεξάρτητα από τις «ευκαιρίες» βραχυπρόθεσμης κερδοφορίας που δίνουν σε λογής συμφέροντα και καταπατητές.

Είναι γεγονός ότι η αρχική εκδοχή της βιώσιμης ανάπτυξης, αυτή που ψηφίστηκε στο Ρίο το 1992 από 165 κράτη, θέτοντας απαγορεύσεις στις οικονομικές δραστηριότητες με γνώμονα τη μη υπέρβαση της φέρουσας ικανότητας των περιβαλλοντικών συστημάτων, μπορεί να διασφάλιζε την περιβαλλοντική συνιστώσα, στερούνταν όμως αναπτυξιακού χαρακτήρα. Γι’ αυτό το λόγο η εκδοχή αυτή εμπλουτίστηκε στη συνέχεια από την παραδοχή της «πράσινης» ανάπτυξης, σύμφωνα με την οποία οι περιβαλλοντικοί περιορισμοί έδωσαν τη θέση τους σε οικονομικούς και αναπτυξιακούς στόχους.

Η επιθετική ανάπτυξη της παγκοσμιοποίησης, η οποία οδήγησε τον πλανήτη σε εκτεταμένα προβλήματα περιβαλλοντικής υποβάθμισης που έφτασαν μέχρι την κλιματική αλλαγή, αφήνοντας πίσω της και τεράστιες οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες, στην Ελλάδα του 2021 παρουσιάζεται καθυστερημένα από μια οπισθοδρομική, ακραία συντηρητική και νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση, σαν δήθεν μεταρρυθμιστική πολιτική.

Η κλιματική κρίση, προϊόν της νεοφιλελεύθερης και άνευ όρων και ορίων ανάπτυξης στην εποχή της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας, επιδιώκεται από την κυβέρνηση Μητσοτάκη να αντιμετωπιστεί με την ίδια νεοφιλελεύθερη πολιτική που ήταν η γενεσιουργός αιτία της.

Το γεγονός ότι η ελληνική κυβέρνηση, με τον «περιβαλλοντοκτόνο» νόμο Χατζηδάκη άνοιξε το δρόμο για την ιδιωτικοποίηση δημόσιας γης, δασικών εκτάσεων, ακόμη και σπάνιων οικοσυστημάτων που μέχρι πρότινος προστατεύονταν από ευρωπαϊκές συνθήκες, με σκοπό την εκμετάλλευση και την οικοπεδοποίησή τους, αποκαλύπτει την ξεπερασμένη από τις εξελίξεις κατεύθυνση της κυβερνητικής πολιτικής στον τομέα του περιβάλλοντος, των δημόσιων αγαθών και της ανάπτυξης.

Οι ξεπερασμένες νεοφιλελεύθερες πολιτικές επιλογές, που δίνουν προτεραιότητα στο βραχυπρόθεσμο κέρδος συγκεκριμένων επιχειρηματικών συμφερόντων σε βάρος του περιβάλλοντος και των δημόσιων αγαθών, επιβεβαιώθηκαν επίσης και όταν η κυβέρνηση βιάστηκε να εξαγγείλει, πριν καλά – καλά σβήσουν οι φωτιές, την εκχώρηση της αρμοδιότητας αποκατάστασης των δασικών καταστροφών σε ιδιώτες.

Κι αυτό, σε μια εποχή που διεθνώς οι πολιτικές επιλογές για την προσαρμογή στη νέα κλιματική πραγματικότητα, έχουν ως κεντρικό ζητούμενο το μακροπρόθεσμο όφελος του κοινωνικού συνόλου από την περιβαλλοντική προστασία και διατήρηση.

Με δυο λόγια η κυβέρνηση Μητσοτάκη, επιμένοντας σε ξεπερασμένες αντιλήψεις, βάζει το λύκο, δηλαδή τα ιδιωτικά συμφέροντα, να φυλάει τα πρόβατα, δηλαδή το περιβάλλον.

Οι δύο αυτές κυβερνητικές πολιτικές επιλογές οδηγούν αβίαστα στο συμπέρασμα ότι η κυβερνητική ανετοιμότητα να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες ενός αναμενόμενου καύσωνα σε συνθήκες άπνοιας, δεν ήταν τυχαία.

Ήταν προϊόν μιας συγκεκριμένης και συνειδητής πολιτικής που αντιμετωπίζει το περιβάλλον όχι ως την προϋπόθεση για μια βιώσιμη και αυτοτροφοδοτούμενη οικονομική ανάπτυξη, αλλά σαν την ευκαιρία για την κερδοφορία επιλεγμένων οικονομικών συμφερόντων.

Η συνειδητή κυβερνητική επιλογή της υποχρηματοδότησης της αντιπυρικής προστασίας των δασών με το μόλις 10% της συνολικής δαπάνης, που είχε ως αποτέλεσμα τα δάση να γίνουν παρανάλωμα από αυταναφλέξεις ή και από εμπρησμούς με τον πρώτο καύσωνα και με ασθενείς ανέμους, εξ αιτίας τόσο της καύσιμης ύλης που δεν είχε καθαριστεί, όσο και της απουσίας αντιπυρικών ζωνών, προδίδει τις κυβερνητικές προθέσεις απέναντι στο περιβάλλον.

Την ίδια χαμηλή προτεραιότητα για το περιβάλλον και τα φυσικά αγαθά προδίδει και η κεντρική πολιτική επιλογή της Πολιτικής Προστασίας, που ήθελε να εκκενώνονται προληπτικά οι οικισμοί για να μην υπάρχουν ανθρώπινα θύματα, χωρίς όμως καμία μέριμνα στη συνέχεια για τον περιορισμό των καταστροφών και την κατάσβεση της πυρκαγιάς. Η οποία εκ συστήματος αφήνονταν να σβήσει σχεδόν από μόνη της, με μόνη τη βοήθεια των κατοίκων. Αυτή ήταν η πραγματικότητα ιδιαίτερα στην Εύβοια, όπου το γεγονός ότι ούτε πυροσβεστικά αεροπλάνα πέταξαν τις πρώτες μέρες, ούτε συστηματική προσπάθεια έγινε για την πυρόσβεση, οδήγησε στην καταστροφή περισσότερων από τις μισές καμένες εκτάσεις σε όλη τη χώρα.

Κι αυτά γιατί η συνειδητή μη ανανέωση της σύμβασης 4.000 πυροσβεστών από τη μια και η επιλογή της μη ενίσχυσης της ικανότητας δασοπυρόσβεσης με επίγειο και εναέριο εξοπλισμό και μέσα από την άλλη, άφησαν την πυροσβεστική υποστελεχωμένη και αποδυναμωμένη απέναντι σε έναν αναμενόμενο και προαναγγελθέντα κίνδυνο.

Αυτή η πολιτική που συνειδητάακολουθεί η κυβέρνηση Μητσοτάκη, επειδή ακριβώς είναι διεθνώς καταδικασμένη ως υπεύθυνη για την περιβαλλοντική και την κλιματική κρίση, γι’ αυτό και είναι οπισθοδρομική και θνησιγενής.

Την απάντηση στη νεοφιλελεύθερη κριτική για τον δήθεν αντιαναπτυξιακό και υφεσιακό χαρακτήρα μιας πολιτικής φιλικής προς το περιβάλλον, την δίνει σήμερα η παραδοχή της «πράσινης» μετάβασης. Η οποία χαρακτηρίζεται σήμερα από την αναζήτηση οικονομικών δραστηριοτήτων που θα πληρούν εγγενώς τις περιβαλλοντικές απαιτήσεις και θα τις αντιμετωπίζουν ως αναπτυξιακούς στόχους και όχι ως περιβαλλοντικούς περιορισμούς.

Ο οικοτουρισμός, ο αγροτουρισμός, η βιολογική γεωργία, η ανάδειξη και αξιοποίηση των συγκριτικών φυσικών, κλιματικών, οικολογικών, ιστορικών και πολιτιστικών πλεονεκτημάτων και η αξιοποίηση των τοπικών διατροφικών συνηθειών και των αγροτικών προϊόντων, όπως και η αξιοποίηση Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, του ήλιου, του ανέμου, των κυμάτων και της γεωθερμίας, κατά τρόπο όμως που δεν προσβάλλει την κοινωνική και την περιβαλλοντική συνιστώσα, αποτελούν παραδείγματα «πράσινων» δραστηριοτήτων που εγγυώνται και την ανάπτυξη, αλλά και την περιβαλλοντική προστασία.

Κι αυτό γιατί οι «πράσινες» οικονομικές δραστηριότητες ενσωματώνουν στους στόχους τους ή και προϋποθέτουν την περιβαλλοντική προστασία και ακεραιότητα.

Μόνη εξαίρεση στον πολιτισμένο κόσμο αποτελεί η ελληνική κυβέρνηση, που επιμένοντας νεοφιλελεύθερα και οπισθοδρομικά, χρησιμοποιεί την κλιματική αλλαγή όχι σαν αφορμή αλλαγής πολιτικής, αλλά σαν άλλοθι για την απόκρυψη των προφανών πολιτικών ευθυνών της για τις τεράστιες καταστροφές που προκαλεί η πολιτική της ιδιωτικοποίησης και εκμετάλλευσης του περιβάλλοντος από οικονομικά συμφέροντα.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ο μόνος πρωθυπουργός που με κυνισμό αποκάλυψε το πολιτικό σχέδιό του, ότι η εκτεταμένη περιβαλλοντική καταστροφή γεννά ευκαιρίες για ανάπτυξη επιχειρηματικής δραστηριότητας.

Αδιαφορώντας για τις αρνητικές συνέπειες που θα έχουν αυτές οι φετινές καταστροφές στον εθνικό φυσικό πλούτο και εντέλει και στην εθνική οικονομία.

Είναι σήμερα σαφές ότι η προσαρμογή στις νέες συνθήκες της κλιματικής αλλαγής απαιτεί μείζονα πολιτική αλλαγή στην κατεύθυνση της «πράσινης» μετάβασης.

Που σημαίνει ένα νέο και αναβαθμισμένο ρυθμιστικό και προστατευτικό ρόλο για το κράτος και τις δημόσιες δομές και μια υψηλή προτεραιότητα στα δημόσια αγαθά και στο περιβάλλον, που βρίσκονται πλέον στην αιχμή, ως βασικοί συντελεστές, της «πράσινης» μετάβασης.

Οι νέες επιχειρηματικές ευκαιρίες για «πράσινες» επενδύσεις που έρχονται με πρόσχημα τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, μέσα όμως από την καταστροφή του περιβάλλοντος και τις αντιδράσεις των τοπικών κοινωνιών, με μόνο σκοπό την κερδοφορία μεμονωμένων επιχειρηματικών συμφερόντων, δεν έχουν χαρακτηριστικά «πράσινης» ανάπτυξης, αλλά «πράσινου» καπιταλισμού.

Δεν μπορεί μια φιλική προς το περιβάλλον αναπτυξιακή επιλογή, όπως είναι η εγκατάσταση πάρκου ανεμογεννητριών για την παραγωγή αιολικής ενέργειας, να είναι ταυτόσημη με την υποβάθμιση του περιβάλλοντος και την αντίδραση των τοπικών κοινωνιών. Πρέπει να αναζητηθούν «πράσινες» εναλλακτικές. Οι χώρες του ευρωπαϊκού βορρά ήδη δείχνουν τον δρόμο της περιβαλλοντικής ισορροπίας, ποντίζοντας αιολικά πάρκα σε θαλάσσιο περιβάλλον.

Η «πράσινη» μετάβαση χαρακτηρίζεται ακόμη από ένα σύγχρονο παραγωγικό μοντέλο που, στηριζόμενο στα συγκριτικά πλεονεκτήματα κάθε τόπου, στην περιβαλλοντική ακεραιότητα και στην εξοικονόμηση των φυσικών αγαθών, θα οδηγήσει σε μια ήπια, αλλά μεγάλης διάρκειας οικονομική ανάπτυξη, εντός των πλαισίων της φέρουσας ικανότητας της γης.

Με στόχο όχι πια το υπερκέρδος μεμονωμένων «επενδυτών», αλλά την επίτευξη οικολογικής ισορροπίας και τη διάχυση του οφέλους στην κοινωνία κατά τρόπο διαρκή.

Αυτό το νέο «πράσινο» παραγωγικό μοντέλο προϋποθέτει προφανώς και μια διαφορετική αντίληψη για την υπερκατανάλωση φυσικών αγαθών και προϊόντων, με ό,τι αυτό σημαίνει σε αναπροσανατολισμό της αγοράς σε νέες, οικολογικές και περιβαλλοντικά φιλικές κατευθύνσεις.

Οι προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις, με πρωταγωνιστή τον ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία, έχουν αντιληφθεί τη σημασία της «πράσινης» μετάβασης της οικονομίας και την έχουν ήδη ενσωματώσει στα πολιτικά τους προγράμματα. Σε αντίθεση με τη ΝΔ του Μητσοτάκη που επιμένει οπισθοδρομικά, εφαρμόζοντας πολιτικές που υπηρετούν αποκλειστικά τα ολιγαρχικά οικονομικά συμφέροντα που εκπροσωπεί και οι οποίες ευθύνονται για τη δημιουργία του περιβαλλοντικού προβλήματος και της κλιματικής κρίσης.

Αυτοί που θα κάνουν πράξη την πολιτική αλλαγή για μια «πράσινη» μετάβαση της οικονομίας θα είναι αυτοί που θα οδηγήσουν τον κόσμο στη νέα εποχή της προσαρμογής στα νέα κλιματικά δεδομένα.

Οι άλλοι, οι οπισθοδρομικοί υμνητές ενός ένοχου παρελθόντος, είναι καταδικασμένοι από τις εξελίξεις να μείνουν πίσω, ουραγοί στο περιθώριο της ιστορίας.