Ο ανομολόγητος, υφέρπων ρατσισμός της ελληνικής κοινωνίας σε συνδυασμό με τις τακτικές της αστυνομίας, οδηγούν πλέον σε καταστάσεις ανάλογες με τις διαβόητες «λάθος καταδίκες» των μαύρων στις ΗΠΑ.  Το μοτίβο είναι το ίδιο: ένα άγριο έγκλημα προκαλεί θύελλα αντιδράσεων και πολιτική πίεση για τον εντοπισμό και την άμεση σύλληψη των ενόχων.
 
Η αστυνομία πιέζεται από τις πολιτικές αρχές και ενοχοποιεί τους « συνήθεις ύποπτους» για την εγκληματικότητα: τους μαύρους. Στην περίφημη υπόθεση των «Τεσσάρων του Σικάγο» τέσσερις νέοι Αφροαμερικανοί, χωρίς ποινικό μητρώο, συλλαμβάνονται και μετά από πιέσεις, απειλές και κάθε είδους βία αναγκάζονται να ομολογήσουν ένα φρικτό έγκλημα που δεν είχαν διαπράξει, ούτε είχαν την παραμικρή σχέση με αυτό.
 
Για την εκπομπή «Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα» είχαμε φτιάξει με την ομάδα μου μια σειρά ντοκιμαντέρ για την υπόθεση του Σικάγο αλλά και άλλες, χαρακτηριστικές περιπτώσεις. Ένα από τα ντοκιμαντέρ αυτά παρουσιάζει και την περίπτωση του Ρούμπιν “Hurricane” Κάρτερ, ενός μαύρου πρωταθλητή του μποξ που αποδείχθηκε αθώος, αφού πρώτα έμεινε 20 χρόνια στη φυλακή. Η τραγική του ιστορία έγινε ταινία το 1999 (“Hurricane” με τον Ντένζελ Ουάσιγκτον στο ρόλο του Κάρτερ) και τραγούδι από τον Μπομπ Ντίλαν, με τον ίδιο τίτλο.
 
Ο Κάρτερ τη «γλίτωσε φθηνά» με 20 χρόνια. Δεκάδες αν όχι εκατοντάδες άλλοι αθώοι, Μαύροι στη συντριπτική τους πλειοψηφία, κάθισαν στην ηλεκτρική καρέκλα. Στην Ελλάδα η θανατική ποινή έχει καταργηθεί, αν και ορισμένοι, μεταξύ τους και πολιτευτής της ΝΔ, έθεσαν θέμα επαναφοράς της, με αφορμή τον φόνο της άτυχης Καρολάιν στα Γλυκά Νερά. Το  ρατσιστικό, ξενοφοβικό σύννεφο που σηκώθηκε με αφορμή το έγκλημα αυτό και τις αστυνομικές διαρροές για τους ύποπτους, που ΕΛΑΣ και τα περισσότερα ΜΜΕ είχαν σίγουρο ότι ήταν μετανάστες, θυμίζει ακριβώς αντίστοιχα περιστατικά στις ΗΠΑ.
 
Ήταν η ελληνική αστυνομία, ή τουλάχιστον κάποια τμήματα της, που διέρρευσαν σε φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ ότι ο Γεωργιανός που συνελήφθη στα σύνορα ήταν πιθανότατα ένας από τους δολοφόνους στα Γλυκά Νερά. Παρότι δεν υπήρχε κανένα ουσιαστικό στοιχείο που να τον συνδέει με τη δολοφονία. Ήθελαν ένοχο γρήγορα και προσπάθησαν επί 4 ημέρες, με βασανιστήρια, να τον κάνουν να ομολογήσει ένα φόνο που δεν είχε διαπράξει.  Ενώ ο πραγματικός ένοχος ήταν μπροστά τους και από τις πρώτες μέρες των καταθέσεων και της συμπεριφοράς του φαινόταν ότι κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά.
 
Παροιμιώδης ανικανότητα, ρατσιστικές-κοινωνικές παρωπίδες ή μήπως και τα δύο μαζί; Aυτό που μοιάζει σαν πιο εύκολη απάντηση, είναι τι θα είχε γίνει αν ο Γεωργιανός είχε ομολογήσει, όπως συμβαίνει συχνά με ανθρώπους που βασανίζονται, απλώς για να τελειώσει το μαρτύριο, μόνοι και αβοήθητοι απέναντι σε μια αδυσώπητη βίαιη εξουσία.

Ads

Διαβάστε επίσης: Ανακοίνωση της ΕΛΑΣ για τον βασανισμό Γεωργιανού: «Εξετάστηκε» και… «δεν ζήτησε να πάει σε νοσοκομείο»
 
Γιατί βεβαίως, όπως συμβαίνει πάντα στα βασανιστήρια, κάποιος θα είχε παίξει τον καλό και κάποιος τον κακό, κάποιος θα του είχε υποσχεθεί ότι αν ομολογήσει θα πέσει στα μαλακά, χώρια ότι θα του δώσουν μετά από μέρες ένα πιάτο φαγητό και ένα τσιγάρο. Α και γιατρό, τον οποίο όπως ανακοίνωσε η αστυνομία ζήτησε ο ίδιος και του έφεραν, όπως άλλωστε κάνει η σπλαχνική ελληνική αστυνομία με όλους τους κρατούμενους που το ζητάνε. ‘Η μήπως ο γιατρός ήταν από αυτούς που έφερναν στα βασανιστήρια επί χούντας, για να δει αν ο κρατούμενος αντέχει κι άλλα;
 
Σε αυτή την περίπτωση λοιπόν της λάθος ομολογίας, τα κοινωνικά στερεότυπα θα είχαν επιβεβαιωθεί, οι μετανάστες θα είχαν μπει ακόμη περισσότερο στο στόχαστρο και η Μάνδρου δεν θα μιλούσε για «φερόμενο ως δράστη»: το τηλεδικαστήριο θα είχε ήδη επιβάλλει και την ανώτατη ποινή.

Διαβάστε επίσης: Σάλος με τη δήλωση της Μάνδρου για τον «φερόμενο δράστη», ο οποίος «δεν είναι για αίματα»
 
Όσο δε για αυτή την τρυφερή ψυχή, τον Μπάμπη Αναγνωστόπουλο, γιατί όπως τονίστηκε και στον Σκάι,  δεν  έκανε τη γυναίκα του κομμάτια να την πετάξει στα σκουπίδια, τόσο τρυφερή που απλώς τη δολοφόνησε μπροστά στο παιδί τους και κρέμασε τον σκύλο τους, αυτός που «προσπάθησε να την επαναφέρει» όπως απεφάνθη ο ιατροδικαστής και λίγο(πολύ λίγο) δημοσιογράφος Οικονόμου, αυτός λοιπόν θα την είχε γλιτώσει.
 
Αν ο Γεωργιανός είχε ομολογήσει, ο κ. Χρυσοχοϊδης και η ηγεσία της αστυνομίας θα είχαν δεχθεί τα συγχαρητήρια του πρωθυπουργού και τους επαίνους των ΜΜΕ για τη γοργή διαλεύκανση του εγκλήματος,  ένας δολοφόνος θα κυκλοφορούσε ελεύθερος ανάμεσα μας αγκαλιά με το δύστυχο παιδί του, η ατμόσφαιρα στη χώρα θα είχε δηλητηριαστεί. Θα πληρώσει κανείς για αυτό; ‘Η θα συνεχίσουμε να προχωράμε, ως κοινωνία, σε μία αδήλωτη, σταδιακή αντιδημοκρατική εκτροπή;