Ατέλειωτες μέρες και ώρες. Οσο κρατούσαν αυτές οι δίκες των προσφύγων που είχαν καταδικαστεί σε εξοντωτικές ποινές, σκεφτόμουν τους κατηγορούμενους. Ετσι και προχθές στη Μυτιλήνη, στη δίκη του Μοχαμάντ που είχε καταδικαστεί σε 142 χρόνια φυλακή, γυρνούσα συχνά και τον κοιτούσα. Καθόταν στα ορεινά, στο πίσω μέρος της αίθουσας, δεμένος με χειροπέδες με τον κατηγορούμενο μιας άλλης υπόθεσης.
 
Τουλάχιστον ο Αμίρ και ο Ακίφ, οι δύο Αφγανοί που είχαν φάει 50 χρόνια ο καθένας και δικάστηκαν τον Δεκέμβρη, γνωρίζονταν. Ήταν στη ίδια βάρκα με την οποία προσπάθησαν να φτάσουν στην Ευρώπη και μετά, δύο σχεδόν ολόκληρα χρόνια, τα πέρασαν στην ίδια φυλακή της Χίου. Στην ίδια αίθουσα και την ίδια γωνιά τους είχαν, αλλά ακόμη και μια απότομη κίνηση του ενός, ο άλλος θα τη συγχωρούσε. Χώρια ότι μπορούσαν να ανταλλάξουν και καμιά κουβέντα, γιατί μιλούσαν την ίδια γλώσσα, αν και τα περισσότερα από όσα είχαν να πουν τα είχαν εξαντλήσει στο κελί.
 
Ο Μοχαμάντ ήταν δεμένος με έναν άγνωστο του, που έτυχε να δικάζεται την ίδια μέρα και μιλούσε άλλη γλώσσα, Αισθανόταν άραγε άβολα, αχώριστος από κάποιον που διώκεται για διακίνηση ναρκωτικών; ‘Η μήπως αυτός ο αναγκαστικός αρραβώνας με τις χειροπέδες, έστω και με έναν ποινικό, τον ανακούφιζε γιατί δεν αισθανόταν μόνος;
 
Διαβάστε επίσης: Μοχαμάντ σε Στ. Κούλογλου: Ποτέ δε μου δόθηκε η ευκαιρία να εξηγηθώ στο δικαστήριο
 
Μπροστά τους σχημάτιζαν ένα τείχος 4-5 αστυνομικοί, που τους εμπόδιζε να βλέπουν τι γινόταν στην αίθουσα. Αλλά και να έβλεπε ο Μοχαμάντ, δεν θα καταλάβαινε τίποτε από τα συμβάντα, γιατί δεν μιλά ελληνικά. Έτσι από το πρωί στις 8.30 που την προσήγαγαν μέχρι το μεσημέρι που ξεκίνησε η δίκη, καθόταν εκεί στη γωνιά, με σκυμμένο το κεφάλι, συχνά το έπιανε με το ελεύθερο χέρι του, όπως το πιάνουμε καμιά φορά με τα δύο χέρια, από απελπισία.
 
Τι να σκεφτόταν τόσες ώρες, χωρίς φαγητό και τσιγάρο, στριμωγμένος στην άκρη της Βαβέλ; Τη γυναίκα και τα τέσσερα παιδιά του; Τη μεγάλη βλακεία της ζωής του, όταν προσπαθώντας να ξεφύγει από τη συμμορία που τον κυνηγούσε, αποφάσισε να το σκάσει από τη Σομαλία; Tη στιγμή που ο διακινητής του έδωσε το τιμόνι και του έδειξε να τραβήξει προς τα φώτα; Όταν χάλασε η σκατομηχανή στη θαλασσοταραχή;- είχε 5 με 6 μποφόρ, κατέθεσε ο Λιμενικός που δεν τον αναγνώρισε να κρατά το τιμόνι.
 
Μήπως θυμόταν τη σκηνή, όταν το φουσκωτό- που χωρούσε 10-12 άτομα, σύμφωνα με τον Λιμενικό, αλλά ήταν μέσα 33 νοματαίοι, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, άρχισε να μπάζει νερά και κάποιους από τους συνεπιβάτες να τους παρασύρει η θάλασσα; Είδε μέσα στο σκοτάδι τις 2 γυναίκες να πνίγονται, αυτές εξ αιτίας των οποίων έφαγε τόσα χρόνια γιατί τού φόρτωσαν την ευθύνη; ‘Η μήπως τη μεγαλύτερη βλακεία του από όλες, όταν, αφού τελικά τους διέσωσαν, δήλωσε στο Λιιμενικό ότι ο ίδιος είχε πάρει το πηδάλιο; Ίσως περήφανος, βέβαιος ότι θα του αναγνώριζαν ότι έσωσε τους 31 συνανθρώπους του;
 
Διαβάστε επίσης: Ο διεθνής Τύπος για απελευθέρωση Μοχαμάντ: Νίκησε έναν απαρχαιωμένο νόμο
 
Η ανημποριά του να καταλάβει συνεχίστηκε και όταν του έβγαλαν τις χειροπέδες, κι αφού έτριψε το χέρι του τον πήγαν να καθίσει στο εδώλιο. Γιατί εκεί ξεδιπλώθηκε σε όλο του το μεγαλείο, αυτό το δράμα των ανθρώπων που πάνε σαν το σκυλί στ’ αμπέλι, χαμένοι στη μετάφραση. Ο Μοχαμάντ απαντούσε στις ερωτήσεις στα σομαλικά, μέσω ενός Σομαλού που μετέφραζε στα αγγλικά στον επίσημο διερμηνέα του δικαστηρίου. Αλλά αυτός, τον ακούγαμε, δεν μπορούσε να μεταφράσει από τα αγγλικά στα ελληνικά. Αντί για δύο προτάσεις, έλεγε 2 λέξεις, σε σημείο ώστε ο συνήγορος υπεράσπισης Αλέξης Γεωργούλης, φανερά εκνευρισμένος, ζήτησε να αντικατασταθεί ο διερμηνέας.
 
Οι δικαστές αποσύρθηκαν για να αποφασίσουν και τον Μοχαμάντ τον πήραν πάλι πίσω στη γωνία και του έδεσαν ξανά με τον άλλο. Τι στο καλό έγινε και εκνευρίστηκε ο συνήγορος, στον οποίο είχε στηρίξει όλες του τις ελπίδες; Είναι κάτι σοβαρό;  Και αν οι δικαστές, που είπαν ότι θα έπαιρναν τηλέφωνα από έναν κατάλογο μεταφραστών, δεν έβρισκαν κανέναν διαθέσιμο στις τρεις το μεσημέρι; Θα  αναβαλλόταν η δίκη και θα τον ξανάστελναν στη φυλακή, από όπου είχε ονειρευτεί- ποιος κατάδικος δεν το ονειρεύεται- ότι επιτέλους θα βγει;
 
Ευτυχώς προσφέρθηκε η δημοσιογράφος Σοφία Μανδηλαρά από το euractiv να κάνει τη διερμηνεία και η δίκη συνεχίστηκε, οπότε ο Μοχαμάντ έπεσε σε άλλο σκόπελο. Την εισαγγελέα. Που παρά το μεταφραστικό χάος που είχε προηγηθεί, τον ρωτούσε γιατί στην πρώτη του κατάθεση, 3 ώρες μετά το ναυάγιο, είχε δηλώσει- σε ποια γλώσσα άραγε;- ότι έφυγαν «από την ακτή της Τουρκίας», πράγμα που κατά τη γνώμη της ήταν μία από τις αποδείξεις ότι αυτός ήταν ο πραγματικός διακινητής.
 
Η αλήθεια είναι ότι, και στη συνέχεια, την εισαγγελέα δεν μπορούσαν και πολλοί άλλοι να παρακολουθήσουν. «Γιατί θέλατε να έρθετε στην Ελλάδα και δεν πήγατε σε καμιά γειτονική χώρα, όπως την Αίγυπτο; (που απέχει σχεδόν μισή Αφρική από τη Σομαλία, χώρια ότι δεν τη λες και Ευρώπη). «Γιατί δεν ζητήσατε άσυλο στην Τουρκία;» (που δεν δίνει άσυλο).
 
«Πως πήγε από τη Σομαλία στην Τουρκία; ». «Με αεροπλάνο». « Και γιατί δεν έπαιρνε το αεροπλάνο να έρθει κατευθείαν στην Αθήνα;». «Πώς δεν το σκέφτηκαν νωρίτερα οι 23 χιλιάδες που έχουν χάσει τη ζωή τους στη Μεσόγειο;», σχολίασε ο Ιάσωνας Αποστολόπουλος. «Είναι δυνατόν η βασική εισαγγελέας του Βορείου Αιγαίου να μην ξέρει ότι για την Ελλάδα χρειάζεται βίζα και ότι ανήκουμε στη ζώνη του Σέγκεν;», αναρωτήθηκε στην αγόρευση του ο Δημήτρης Χούλης, ο δεύτερος ακούραστος συνήγορος υπεράσπισης.
 
Ετσι σε δύσβατο περιβάλλον, κάτι μεταξύ Μηταράκη και Χρυσής Αυγής, φτάσαμε μετά από 5 ώρες στην ετυμηγορία. Από τις λίγες φορές όπου παίζεται η ζωή αυτών των προσφύγων που μοιάζουν με ανθρώπους, η πρόεδρος είχε επιτρέψει να διεξαχθεί μια πραγματική δίκη, στη διάρκεια της οποίας όλοι οι παράγοντες είχαν την ευκαιρία να ρωτήσουν, να καταθέσουν, να αγορεύσουν, να ψάξουν την αλήθεια. Αλλά φυσικά, μετά από 142 χρόνια πρωτόδικη καταδίκη, δύσκολα βγαίνει κανείς αθώος, χώρια αυτός ο απαίσιος νόμος του 2014 (γιατί δεν καταργήθηκε την περίοδο 2015-19;) που τιμωρεί ως διακινητή όποιον πιάσει το τιμόνι, ακόμη και αν δεν το κάνει για χρήματα, αλλά για να σώσει ζωές συνεπιβατών.
 
Διαβάστε επίσης: Ελεύθερος ο Μοχάμαντ των 142 χρόνων
 
Το χτυποκάρδι κράτησε όσο το δικαστήριο συσκεπτόταν αν θα μετατρεπόταν η ποινή από κάθειρξη σε φυλάκιση, με την αναγνώριση της μεταγενέστερης καλής συμπεριφοράς. Η διεύθυνση της φυλακής είχε επιβεβαιώσει  και εγγράφως ότι η συμπεριφορά του ήταν άψογη, ο Μοχαμάντ είχε κάνει και 450 μεροκάματα, αυτά τα 2 χρόνια πίσω από τα κάγκελα. Η εισαγγελέας δεν το δέχθηκε, φυσικά, αλλά το δικαστήριο αποφάσισε διαφορετικά. Ο Μοχάμαντ έπεσε στην αγκαλιές των δικηγόρων, των συγγενών και ενός συνεπιβάτη του στη βάρκα, που είχε έρθει από την Αυστρία για να καταθέσει.
 
Κλαίγαμε γιατί είχε σωθεί μια ζωή και μια οικογένεια. Δεν ξέρω τι σκεφτόταν ο Μοχαμάντ εκείνη την ώρα, τα παιδιά του, τον Ακίφ και Αμίρ που ίσως συναντήσει σε λίγες μέρες; Οτι είχε ξυπνήσει από εφιάλτη; Το βέβαιο είναι τι οσφραινόταν: τον αέρα της ελευθερίας που του είχαν στερήσει άδικα. Τον πήγαν ξανά συνοδεία στη γωνιά του, για να του βάλουν ξανά τις χειροπέδες. Αλλά αυτή τη φορά ήταν πιο ελαφρές.