► 7/5/2021 ο Starmer δεν είναι Biden

Ads

Χθες στη Βρετανία είχαμε τοπικές εκλογές, και μια εκλογή για κοινοβουλευτική έδρα.  Ως γνωστόν εκεί υπάρχει το μονοεδρικό σύστημα, όποτε αν βουλευτής εγκαταλείψει την πολιτική ή αυτό το μάταιο κόσμο, γίνεται επαναληπτική εκλογή στη συγκεκριμένη έδρα. Παραδοσιακά είναι μια ευκαιρία για τους ψηφοφόρους να εκφράσουν την άποψή τους για την κυβέρνηση, και ο υποψήφιος του κυβερνώντος κόμματος είναι πάντα ευάλωτος. Έτσι εάν πρόκειται για έδρα του κυβερνώντος κόμματος υπάρχει ρίσκο να χαθεί για την κυβέρνηση, ενώ σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις το κυβερνόν κόμμα «κλέβει» έδρα που άνηκε στην αντιπολίτευση.

Μέχρι χθες. Οι Εργατικοί, εκτός την άθλια απόδοση στις τοπικές εκλογές, κατάφεραν να χάσουν την έδρα του Hartlepool, μια έδρα στη βορειανατολική Αγγλία που ήταν πάντα Εργατική, κάτι σαν να χάσει η ΝΔ την Εκάλη. Οι εργατικοί λοιπόν κατάφεραν να χάσουν περίπου 12.000 (!) ψήφους σε σχέση με τις πρόσφατες εθνικές εκλογές, ενώ οι συντηρητικοί πήραν μόνο 1000 ψήφους παραπάνω. Μάλιστα ο Corbyn το 2017 είχε κερδίσει το Hartlepool στις εκλογές με αυξημένη πλειοψηφία, κερδίζοντας μεγάλο ποσοστό των ψηφοφόρων του UKIP, το κόμμα του Brexit που κατέρρευσε μετά από το δημοψήφισμα.

Ο νέος αρχηγός των Εργατικών, Keir Starmer, είχε υποσχεθεί, ως υποψήφιος διάδοχος του Corbyn,  να συνεχίσει στο δρόμο που χάραξε το ριζοσπαστικό εκλογικό πρόγραμμα του 2017 όπου οι Εργατικοί είχαν πάει ανέλπιστα καλά. Αλλά σταδιακά αυτό εγκαταλείφθηκε μετά την εκλογή του στην αρχηγία. Το προφίλ που ήθελε να προβάλει ήταν του σοβαρού και αποτελεσματικού ηγέτη, χωρίς πολύ πολύ ιδεολογία, χωρίς ένα όραμα για το μέλλον. Έφτασε στο σημείο να μην καταψηφίσει νόμο που θα προστάτευε βρετανούς στρατιώτες στο εξωτερικό από κατηγορίες εγκλημάτων (δολοφονία για παράδειγμα), και να ασκεί κριτική γιατί ο συντηρητικός υπουργός οικονομικών ήθελε να αυξήσει, όπως και ο Biden, τον εταιρικό φόρο!

Ads

Έχω γράψει για τη ζημιά που έκανε το Brexit στους Εργατικούς, για τα περιφερειακά προβλήματα που αποδιαρθρώνουν τον κοινωνικό ιστό στη Βόρεια Αγγλία, και ιδιαίτερα στις μεσαίου μεγέθους πόλεις, και αλλά πολλά. Άρα τα προβλήματα και διλήμματα για την Αριστερά εκεί είναι μεγάλα, σύνθετα και δισεπίλυτα. Σε συνθήκες Brexit, υγειονομικής και οικονομικής κρίσης, πάντως δεν αντιμετωπίζονται με μια επίκληση σοβαρότητας και αποτελεσματικότητας, χωρίς όραμα και πρόγραμμα που μπορεί να αντιμετωπίσει τις ανάγκες των χαμένων της προηγούμενης περιόδου.

Ο Keir Starmer, που πήρε πάνω του την εκλογική μάχη στο Hartlepool, είναι δικηγόρος. Μάλλον θα είχε μεγαλύτερη τύχη αν είχε σπουδάσει ιστορία.

► 16/05/2021 Μα γιατί δεν θέλουν να πληρώνονται με ρεπό;

Διαβάζω ότι υπάρχουν επιχειρηματίες στον χώρο, για παράδειγμα, της εστίασης ή του τουρισμού που ψάχνουν να βρουν εργαζόμενους, αλλά δεν μπορούν.

Η απορία λοιπόν που γεννιέται στον αρθρογράφο είναι ότι είναι παράλογο στην Ελλάδα που περνάει μια τέτοια κρίση και που υπάρχει σημαντική ανεργία, ιδιαίτερα στους νέους, να υπάρχουν επιχειρήσεις που ψάχνουν εργαζόμενους, χωρίς κάποια ειδίκευση, και να μην βρίσκουν. Έτσι λοιπόν το συμπέρασμα που καταλήγει αβίαστα είναι ότι φταίει η επιδοματική πολιτική. Ότι δηλαδή είναι τόσο ψηλά τα επιδόματα που ο εργαζόμενος προτιμάει να κάθεται άνεργος παρά να εργαστεί.

Και εδώ έχουμε λοιπόν άλλη μια απλή και εύπεπτη εφαρμογή του νεοφιλελεύθερου δόγματος ότι για όλα φταίει το κράτος – και ιδιαίτερα το κοινωνικό κράτος – και αν το μειώσουμε (π.χ. καταργώντας τα επιδόματα) όλες οι στρεβλώσεις θα εξαφανιστούν και όλα τα προβλήματα θα λυθούν.

Η ρητορική αυτή δεν είναι ούτε καινούρια, ούτε πρωτάκουστη. Αντίθετα είναι στενά συνυφασμένη και με τις ρυθμίσεις που φέρνει η Νέα Δημοκρατία από την πρώτη μέρα που ανέβηκε στην εξουσία το 2019 και στόχο έχουν να αποδυναμώσουν τους εργαζόμενους για να συμπιεστούν οι μισθοί. Ρυθμίσεις όπως η μείωση της δύναμης των συνδικάτων, η αποδυνάμωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, η – επερχόμενη – ελαστικοποίηση του ωραρίου, η πληρωμή υπερωριών με ρεπό στόχο έχουν να κρατήσουν τους μισθούς χαμηλά και τη δυνατότητα αντίδρασης περιορισμένη.

Και εδώ όμως η ελληνική Δεξιά φαίνεται να μην παρακολουθεί τις εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομία. Αν δει κανείς τι γίνεται αυτή τη στιγμή στις ΗΠΑ, από την μια έχουμε τάση των εργαζομένων να φτιάξουν σωματεία, και από την άλλη προσπάθεια της κυβέρνησης να αυξήσει τον κατώτατο μισθό. Και όλα αυτά γιατί οι μεγάλες οικονομίες αρχίζουν σιγά σιγά να κατανοούν ότι η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας των τελευταίων δεκαετιών δεν έφερε τα επιθυμητά αποτελέσματα. Ούτε τις επενδύσεις αύξησε, ούτε τους πραγματικούς μισθούς αύξησε, ούτε τα χαμηλότερα και μεσαία στρώματα έγιναν πλουσιότερα. Αυτό που συνέβη ήταν στασιμότητα των μισθών – ενώ η παραγωγικότητα αυξανόταν – και διεύρυνση των ανισοτήτων.

Σε όλη αυτή τη συζήτηση λοιπόν η ελληνική Δεξιά θέλει να αποπροσανατολίσει τον κόσμο. Δεν θέλει να συζητάμε γιατί δεν υπάρχουν καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας και ποιες πολιτικές θα μας οδηγήσουν εκεί, αλλά προσπαθεί να εστιάσει τη συζήτηση στους γνώριμους αποδιοπομπαίους τράγους: το κράτος και τους ίδιους τους εργαζόμενους.

► 18/5/2021 Ανοσία Αγέλης στην Μπαιντεντονίτιδα

Επειδή πολύ μας κατηγορούν ότι έχουμε πάθει Μπαιντεντονίτιδα, ο Αμερικάνος πρόεδρος φρόντισε να μας γειώσει τουλάχιστον όσον αφορά την εξωτερική πολιτική. Η προτροπή του για την -άλλη μια- επίθεση του Ισραήλ στη Γάζα για «βιώσιμη ηρεμία» -sustainable calm-, είναι κατευθείαν από την νέα ομιλία του Όργουελ. Ως αυτόματη μετάφραση του «sustainable calm» νομίζω ταιριάζει «εξοντώστε όσους νομίζετε ότι είναι εχθροί σας και μετά επικαλεστείτε ότι επέστρεψε η ηρεμία.»

► 19/05/2021 Οι νέοι Φιλισταίοι

Μιας που μιλάμε για το Ισραήλ, από τους μεγάλους εχθρούς του Ισραήλ στη Παλαιά Διαθήκη ήταν οι Φιλισταίοι. Και όπως λέμε η ιστορία γράφεται από τους νικητές για αυτό  στα αγγλικά η λέξη Φιλισταίοι έχει την έννοια αυτού που είναι εχθρικός ή αδιάφορος απέναντι στην τέχνη και τον πολιτισμό.
Τα σκέφτομαι αυτά καθώς διαβάζω ότι μετά από εισαγγελική παραγγελία, έγινε επέμβαση εκκένωσης και σφράγισης του Ελεύθερου Αυτοδιαχειριζόμενου Θεάτρου Εμπρός, με την παρουσία της Αστυνομίας.

Το Ελεύθερο Αυτοδιαχειριζόμενο Θέατρο Εμπρός γεννήθηκε μέσα από τα κοινωνικά κινήματα της εποχής μας. Είναι ένας ανοιχτός, δημόσιος κατειλημμένος χώρος όπου τον επισκέπτονταν χιλιάδες άνθρωποι κάθε μήνα. Εδώ και μία δεκαετία παραπάνω από τετρακόσια διαφορετικά έργα έχουν ανέβει στον χώρο με πάνω από δύο χιλιάδες παραστάσεις.

Όπως έγραψε ο Βασίλης Ρόγγας αν «είχαμε ένα σοβαρό υπουργείο πολιτισμού θα  προσπαθούσε να μάθει πως είναι δυνατόν ένας χώρος αυτοδιαχειριζόμενος όπως το Εμπρός να μπορεί να δημιουργεί και να παρουσιάζει πολιτισμικό έργο περισσότερο και συχνά ανώτερο από εκείνο των ιδιωτικών χώρων πολιτισμού.

Να διδαχτεί τρόπους καλής διακυβέρνησης, μεθοδολογίες συναπόφασης, τι σημαίνει αλληλέγγυες οικονομίες κλίμακος, πως συνυπάρχουν τόσοι πολλοί και διαφορετικοί ανθρωπότυποι και ομάδες».

Αν είχαμε ένα σοβαρό υπουργείο πολιτισμού θα προσπαθούσε να κατανοήσει τις νέες δημιουργίες από τα νέα πεδία που πειραματίζονται με δημιουργίες από κλασική μουσική μέχρι το χιπ-χοπ και από τα installations μέχρι τον χορό και το θέατρο. Θα ενίσχυε αυτά τα παιδιά, θα τα χρηματοδοτούσε, θα τους έβρισκε χώρους μέσα στην πόλη. Και αυτό θα είχε πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα για την τέχνη, τον πολιτισμό αλλά και για την ζωή στην πόλη, τον τουρισμό, την πραγματική ασφάλεια, αυτή που προκύπτει όταν δίνεις ζωή στον χώρο απογκετοποιείς, δίνεις ευκαιρίες και προοπτική.

► 22/5/21 Καθαρός Διάδρομος

Σαν σήμερα πριν από τέσσερα χρόνια ήμουν στο Eurogroup, όπου κορυφωνόταν η συμφωνία για την οριστική έξοδο της Ελλάδας από τα μνημόνια. Παρόλο  που τα πιο πολλά κομμάτια του παζλ είχαν μπει στη θέση τους, και για το χρέος και για τη διαδικασία της μεταμνημονιακής παρακολούθησης, η συζήτηση κόλλησε στο στόχο πρωτογενών πλεονασμάτων για τα επόμενα χρόνια.

Η πρόταση ήταν ότι ο στόχος πρέπει να είναι τουλάχιστον 2%. Σε συνεννόηση με τον Αλέξη, εξήγησα ότι αυτό δεν μπορεί να είναι αποδεκτό από την ελληνική κυβέρνηση. Για δυο λόγους. Το «τουλάχιστον» στην πρόταση δεν είχε κανένα νόημα: και το 2,2 και το 12% είναι τουλάχιστον 2%! Αλλά το πρόβλημα ήταν πιο σοβαρό από αυτό. Εμείς είχαμε στόχο αν όχι να λύσουμε οριστικά το θέμα του ελληνικού χρέους, να μπορεί η όποια ελληνική κυβέρνηση να το διαχειριστεί για τα επόμενα 10-15 χρόνια. Και με τα βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέτρα που συμφωνήσαμε αυτό ήταν εν δυνάμει εφικτό. Συγκεκριμένα με τα μακροπρόθεσμα μέτρα είχαμε συμφωνήσει ότι εάν οι χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας μας ξεπερνούσαν ένα ποσοστό του ΑΕΠ καθιστώντας το χρέος μη βιώσιμο, τότε θα εξετάζονταν περισσότερα μέτρα για το χρέος. Μόνο που η αμφισημία για το ύψος των μελλοντικών πρωτογενών πλεονασμάτων τορπίλιζε την όλη προσέγγιση. Γιατί σε μια μελλοντική περίοδο, θα μπορούσε το ταβάνι που καταφέραμε να υπάρχει στις ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες του δημοσίου, και συνεπώς η βιωσιμότητα του χρέους  να επιτευχθεί, όχι μέσω περαιτέρω μέτρων  για το χρέος, αλλά με επιβολή μεγαλύτερων πλεονασμάτων.

Με λίγα λόγια, χωρίς να ακυρωθούν τα πλεονάσματα, δεν θα είχαμε πετύχει το καθαρό διάδρομο 10-15 χρόνων που χρειαζόταν η χώρα για να μπορέσει να αντιμετωπίσει – και μέσω μιας βιώσιμης ανάπτυξης- το μονιμότερο πρόβλημα του χρέους. Άρα δεν συμφωνήσαμε. Και καλώς γιατί το καταφέραμε στην επόμενη συνεδρίαση του Eurogroup, τον Ιούνιο, όπου η διατύπωση άλλαξε για πρωτογενή πλεονάσματα στο λίγο πάνω από το 2% όσο δηλαδή προέκυπτε για την χώρα μας από το Ευρωπαϊκό Δημοσιονομικό Πλαίσιο και  καμία σχέση με ένα 4ο μνημόνιο που επικαλούνται πολλοί.

Αυτή η επιμονή μας, να μην κλείσουμε τη συμφωνία μέχρι να καταφέρουμε τον καθαρό διάδρομο, τώρα δένει με την ευκαιρία του ταμείου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας. Μόνο που η παρούσα κυβέρνηση φαίνεται να μην αντιλαμβάνεται την ευκαιρία που της δίνει ο συνδυασμός ρυθμισμένου χρέος και Ταμείου Ανάκαμψης, αφού προχωρά με ένα σχέδιο που δεν προωθεί ούτε τη βιώσιμη ανάπτυξη ούτε τη δίκαια, η μάλλον δεν προωθεί μια βιώσιμη ανάπτυξη επειδή ακριβώς δεν φροντίζει να είναι και δίκαιη.

Κορυφαία διαφορά των δυο τελευταίων κυβερνήσεων. Η μία, ακόμα και με δυσμενείς συσχετισμούς, πέτυχε να διευρύνει τις δυνατότητες για το μέλλον. Η κυβέρνηση της ΝΔ, με πολύ πιο ευνοϊκούς συσχετισμούς, περιορίζει αυτές τις δυνατότητες, και ποσοτικά και ποιοτικά.