Όσο απομακρυνόμαστε από το lock down που επέβαλε η πανδημία, τόσο περισσότερο η κυβέρνηση Μητσοτάκη ξεδιπλώνει το σκληρά νεοφιλελεύθερο, οπισθοδρομικό και αντικοινωνικό πρόγραμμά της. Κι όσο περισσότερο αυτό συμβαίνει, τόσο αποκαλύπτει το πραγματικό πρόσωπο μιας σκληρής, παλαιοκομματικής και κοινωνικά ανάλγητης Δεξιάς. Ένα πρόσωπο που κρύβονταν με επιτυχία μέχρι πρότινος πίσω από την καθημερινή προπαγάνδα των ολοκληρωτικά ελεγχόμενων από την κυβέρνηση ΜΜΕ.

Ads

Όσο η Δεξιά αποκαλύπτει την ευνοιοκρατική, υπέρ συγκεκριμένων μεγάλων οικονομικών συμφερόντων πολιτική της, τόσο περισσότερο οι επιλογές της έρχονται σε δυσαρμονία με τα συμφέροντα της συντριπτικής πλειοψηφίας των πολιτών, εκείνων που ανήκουν δηλαδή στις χαμηλές και μεσαίες οικονομικές και κοινωνικές τάξεις.

Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.

Η ΝΔ υπερψηφίστηκε προεκλογικά από τη μεγάλη πλειοψηφία της, ταλαιπωρημένης και καθημαγμένης από την δεκαετή σχεδόν οικονομική κρίση και τα μνημόνια, μικρομεσαίας τάξης, υποσχόμενη οικονομική ανάπτυξη μέσω μεγάλων ξένων επενδύσεων που θα έφερναν νέες δουλειές και θα άνοιγαν νέες θέσεις εργασίας.

Ads

Τις ιδιωτικοποιήσεις των δημόσιων οργανισμών, της δημόσιας γης, των δασών και των ευαίσθητων οικοσυστημάτων που μέχρι πρόσφατα προστατεύονταν από Ευρωπαϊκές συνθήκες τις είδαμε όλον αυτόν τον καιρό. Και μαζί με αυτές είδαμε και την απώλεια που είχε το δημόσιο από την αξιοποίησή τους.

Εκείνο που δεν είδαμε καθόλου όμως είναι οι επενδύσεις, οι νέες θέσεις εργασίας και βέβαια η ανάπτυξη που αυτές οι ιδιωτικοποιήσεις υποτίθεται ότι θα έφερναν.

Και δεν φταίει η πανδημία γι’ αυτό.

Αφού στη ναυαρχίδα των μεγάλων επενδύσεων της Δεξιάς, στην εμβληματική για την κυβέρνηση Μητσοτάκη επένδυση του Ελληνικού, η οποία θα ξεκινούσε δήθεν από την επομένη των εκλογών και θα έφερνε στην Ελλάδα πακτωλό χρημάτων από έξω, ό,τι επένδυση έγινε μέχρι τώρα, δύο χρόνια μετά τις εκλογές, είναι ελληνική. Ένα μικρό μέρος προέρχεται από Έλληνες ιδιώτες, ενώ το μεγαλύτερο αφορά σε δάνεια ελληνικών τραπεζών, δηλαδή σε δημόσιες επενδύσεις, αφού είναι γνωστό ότι οι τράπεζες αναχρηματοδοτούνται με δημόσιο χρήμα.

Όσον αφορά στις οικονομικές συνέπειες της πανδημίας, οι μικροί ρυθμοί ύφεσης στις περισσότερες Ευρωπαϊκές οικονομίες, που δεν υπερβαίνουν το 5%, σε σχέση με τη δική μας προβλεπόμενη σε διψήφιο νούμερο ύφεση, όπως αντίστοιχα και οι μεγάλοι ρυθμοί αύξησης της ανεργίας, είναι σαφές ότι οφείλονται στην ελάχιστη επένδυση που έκανε στην πραγματική οικονομία και στους εργαζόμενους η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Που ενώ στην Γερμανία της Μέρκελ έφτασε μέχρι το 52% του ΑΕΠ, στη δική μας περίπτωση παρέμεινε σε χαμηλούς μονοψήφιους αριθμούς.

Αντίθετα, η γενναία χρηματοδότηση της ελληνικής κυβέρνησης προς επιλεγμένες μεγάλες επιχειρήσεις, όπως τα ΜΜΕ και επιπλέον η Aegean και η Fraport, που ενισχύθηκαν με εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ, αφήνοντας εκτός όλες τις υπόλοιπες μικρομεσαίες, αλλά και μεγάλες επιχειρήσεις, είναι ένα στοιχείο που δυσαρέστησε τη μεγάλη πλειοψηφία των επιχειρηματιών και βέβαια και το σύνολο των εργαζομένων.

Κι ακόμη, η υιοθέτηση από πλευράς κυβέρνησης Μητσοτάκη της ατζέντας των εργοδοτών του ΣΕΒ και η κατάργηση αντίστοιχα όλων των κατακτήσεων των εργαζομένων που κάνουν τα κράτη της δύσης να χαρακτηρίζονται ως πολιτισμένα, όπως το 8ωρο, το 5νθήμερο, οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας, οι αμειβόμενες υπερωρίες και τα ρεπό, φέρνουν την κυβέρνηση σε σύγκρουση με το σύνολο των εργαζομένων.

Και βέβαια το ίδιο συμβαίνει και με τον πτωχευτικό νόμο και σύντομα θα συμβεί και με την προβλεπόμενη να νομοθετηθεί ιδιωτικοποίηση των επικουρικών συντάξεων.

Επιπλέον όσων αναφέρθηκαν, σοβαρή αιτία σύγκρουσης της κυβέρνησης με την κοινωνία θα αποτελέσει σύντομα και η κυβερνητική επιλογή της ιδιωτικοποίησης του ΕΣΥ, χάριν της οποίας άλλωστε δεν επένδυσε η κυβέρνηση σοβαρά στη στελέχωση του δημόσιου ΕΣΥ και στον εξοπλισμό του με νέες ΜΕΘ.

Όταν λοιπόν οι πολίτες αντιληφθούν ότι αυτή η πολιτική της ιδιωτικοποίησης στον τομέα της υγείας θα φέρει και επιπλέον οικονομική επιβάρυνση των ίδιων για ιατρικές και νοσηλευτικές φροντίδες που μέχρι σήμερα παρέχονταν δωρεάν, τότε είναι βέβαιο ότι θα ξεσηκωθούν.

Κι ακόμη, όταν οι πολίτες αντιληφθούν τι σημαίνει για την εκπαίδευση των παιδιών τους και για τον οικογενειακό τους προϋπολογισμό η θεσμοθέτηση της Βαθμολογικής Βάσης, με την οποία θα μένουν εκτός πανεπιστημίων στο εξής 25.000 – 30.000 υποψήφιοι, οι οποίοι θα κατευθύνονται αναγκαστικά στα ιδιωτικά κολέγια όπου θα σπουδάζουν με δίδακτρα, τότε είναι βέβαιο ότι η σημερινή δυσαρέσκεια για την κυβέρνηση θα μετατραπεί σε θυμό και σε οργή και θα εκφραστεί και στις δημοσκοπήσεις ως πολιτική αντίθεση προς τη ΝΔ.

Για την ώρα πάντως, ακόμη και αν η δυσαρέσκεια δεν έχει προλάβει να εκφραστεί πολιτικά, αυτή υφέρπει, καθώς ανιχνεύεται τόσο στα ποιοτικά χαρακτηριστικά των δημοσκοπήσεων, όσο και στις έρευνες σφυγμομέτρησης της κοινής γνώμης που διεξάγει σε τακτά διαστήματα το Ευρωκοινοβούλιο, μέσω του αξιόπιστου, ως ανεξάρτητου από την ελληνική κυβέρνηση, Ευρωβαρόμετρου.

Το 80% των Ελλήνων που δηλώνουν στο Ευρωβαρόμετρο ότι έχει ήδη επιδεινωθεί ή ότι φοβούνται ότι σύντομα θα επιδεινωθεί η οικονομική τους κατάσταση, εξ αιτίας της κυβερνητικής πολιτικής, σε σχέση με το μόλις 57% των Ευρωπαίων που απαντούν αντίστοιχα το ίδιο, είναι ένας ισχυρός δείκτης του κύματος της δυσαρέσκειας που αυτή τη στιγμή υποφώσκει και που αναμένεται σύντομα να εκδηλωθεί ως πολιτική αντίδραση στην κυβέρνηση Μητσοτάκη.

Μας περιμένει ένα θερμό φθινόπωρο. Η κοινωνική δυσαρέσκεια εξ αιτίας της σύγκρουσης με την κοινωνία που επέλεξε ως πολιτική της η κυβέρνηση που εκπροσωπεί και υποστηρίζει επιλεγμένα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα, θα φέρει κύμα αντιδράσεων μετά το καλοκαίρι.

Ο μήνας του μέλιτος έχει ήδη τελειώσει οριστικά για την κυβέρνηση. Η απόλυτη αντίθεση του συνόλου της κεντροαριστερής αντιπολίτευσης κατά την πρόσφατη ψήφιση του νόμου για τα εργασιακά, βρίσκει την αντιπολίτευση ενωμένη στην αφετηρία της σύγκρουσης, ενώ αντίθετα βρίσκει την κυβέρνηση απομονωμένη στον ακραία δεξιό, νεοφιλελεύθερο, αντικοινωνικό και οπισθοδρομικό της δρόμο.

Η πολιτική αλλαγή στο τέλος του δεξιού τούνελ φαίνεται από τώρα ως μονόδρομος για τη χώρα.