Διαβάσαμε πρόσφατα στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Υγείας, όπου αναρτήθηκε στις 16 Οκτωβρίου, δελτίο τύπου το οποίο ανέφερε ότι:

Ads

«Η Ελλάδα, και συγκεκριμένα η Αθήνα, θα είναι η έδρα του Γραφείου του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (Π.Ο.Υ) για την Ποιότητα της Υγειονομικής Περίθαλψης και την Ασφάλεια των Ασθενών».

Ακολουθούσε ένα εκτενές ρεπορτάζ σχετικά με τη συνάντηση του Υπουργού με τον επικεφαλής του περιφερικού Γραφείου του ΠΟΥ, Dr Hans Kluge στην Κοπεγχάγη και μια εκτεταμένη ανάλυση που παρουσίαζε τους λόγους για τους οποίους, ΠΟΥ, προχώρησε στην απόφαση αυτή.

Το πρώτο βέβαια που προκαλεί εντύπωση είναι ότι από το κοινό ανακοινωθέν – για το οποίο γίνεται αναφορά στο δελτίο τύπου – υπάρχουν μόνον τρεις παράγραφοι που επιλέχθηκαν για να προσδώσουν, όπως άλλωστε θα ήταν αναμενόμενο, κάποιο σχετικό κύρος. 

Ads

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο κοινό ανακοινωθέν που εκδόθηκε μετά τη συνάντηση:

«Η Ελλάδα πρόσφατα ηγήθηκε σημαντικών εξελίξεων στον τομέα της Υγείας, όπως η νομοθεσία που απαγορεύει το κάπνισμα σε δημόσιους χώρους, η έναρξη του Εθνικού Σχεδίου Δράσης κατά του Καπνίσματος και οι μεταρρυθμίσεις στον τομέα της πρωτοβάθμιας υγειονομικής περίθαλψης. Όλα τα προαναφερόμενα, σε συνδυασμό με την αριστεία των ελληνικών Ιδρυμάτων Υγείας και των κορυφαίων ερευνητών στον τομέα της υγείας και ευεξίας, υποδεικνύουν μια ισχυρή ηγεσία στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Περιφέρειας και πέραν αυτής. Επιπλέον, δημιουργούν ένα ιδανικό πλαίσιο για τη δημιουργία ενός πολύ αναγκαίου κέντρου αριστείας στον τομέα της ποιότητας της υγειονομικής περίθαλψης και της ασφάλειας των ασθενών».

Άραγε από το σύνολο του κοινού ανακοινωθέντος δεν υπήρχαν άλλες επιλογές που θα μπορούσαν ενδεχομένως να στοιχειοθετήσουν την τόσο τιμητική κατά τα άλλα, προτίμηση του ΠΟΥ για τη χώρα μας;

Η έκταση της δημοσιότητας και της προβολής που πήρε στη συνέχεια το γεγονός αυτό, δημιούργησαν την αίσθηση ότι ούτε λίγο, ούτε πολύ πρόκειται περί περίλαμπρου επιτεύγματος και μάλιστα πρωτοφανούς για τα χρονικά.

Επειδή όμως είμαστε πολύ παλιοί στο χώρο της Υγείας, το γεγονός αυτό έφερε αμέσως στη μνήμη μας, ότι αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που ο ΠΟΥ επιλέγει την Αθήνα ως έδρα για κάποιες από τις υπηρεσίες του.

Συγκεκριμένα ήδη στις 7 Οκτωβρίου του 2008, επί κυβερνήσεως Κ.Καραμανλή, με Υπουργό Υγείας τον Δ. Αβραμόπουλο, είχε υπογραφεί συμφωνία για την εγκατάσταση στην Αθήνα Περιφερειακού Γραφείου, με αντικείμενο τη μελέτη και την έρευνα των μη μεταδιδόμενων νόσων με εμβέλεια όλη την Ευρώπη, αλλά  και πέραν των συνόρων Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η Συμφωνία αυτή στη συνέχεια κυρώθηκε τρία χρόνια αργότερα με το Ν.3933/2011, οπότε και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα Κυβερνήσεως.

Στις 17 Ιανουαρίου του 2018, υπογράφτηκε στη Γενεύη, από τον τότε Γ.Γ. του Υπουργείου Υγείας κο Μπασκόζο, η τροποποίησή της, που κυρώθηκε με νόμο στην Βουλή στις 30 Μαϊου του 2018.

Αυτά, όσον αφορά το ιστορικό των σχέσεων της χώρας με τον ΠΟΥ, από το οποίον φαίνεται ότι το πρόσφατο γεγονός, της ίδρυσης Γραφείου με νέο αντικείμενο, που τόσο πολύ δημοσιοποιήθηκε κάθε άλλο παρά πρωτοποριακό θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί.  

(Λεπτομέρειες για όποιον ενδιαφέρεται στους συνδέσμους: https://www.lawspot.gr/nomikes-plirofories/nomothesia/nomos-3933-2011https://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/bcc26661-143b-4f2d-8916-0e0e66ba4c50/k-metasth-pap-aposp.pdf)

ΠΟΥ – Πρακτικά Πρακτικά της ΡΚΖ΄, 30 Μαΐου 2018

Άλλωστε η δημιουργία παρόμοιων περιφερειακών γραφείων, εντάσσεται στα πλαίσια της πολιτικής αποκέντρωσης του ΠΟΥ, με αποτέλεσμα να υπάρχουν ανάλογα Γραφεία, στην Ισπανία, στο Βέλγιο, στη Γερμανία, στην Ιταλία, ακόμη και στην Κωνσταντινούπολη.

Προφανώς είναι δικαίωμα – και εν μέρει θεμιτό – για κάποιον να θέλει να προβάλει το έργο το οποίο επιτελεί. Γι αυτό δεν θα υπήρχε καμία αντίρρηση, πολύ δε περισσότερο όταν αφορά δραστηριότητες που ενισχύουν το κύρος της χώρας μας σε διεθνές επίπεδο.

Ωστόσο η διεθνής πρακτική επιβάλλει, πράξεις σαν κι αυτή να μην παίρνουν διαστάσεις πέραν των ορίων μέσα στα οποία αυτές εντάσσονται, διογκώνοντας τη σημασία τους πέραν των κοινώς αποδεκτών πλαισίων. 

Κυρίως όμως είναι λυπηρό να προβάλλονται μονομερώς ισχυρισμοί, που δεν έχουν προκύψει ως αποτέλεσμα κοινών διαπιστώσεων, επιδιώκοντας να στηρίξουν το σκεπτικό της συγκεκριμένης  εν προκειμένω απόφασης. Πολύ δε περισσότερο όταν οι ισχυρισμοί αυτοί, αποβλέπουν μέσα από αυτή τη διαδικασία στην προβολή άλλων ενεργειών, οι οποίες δεν έχουν καν αποτελέσει αντικείμενο κοινής αξιολόγησης.

Και για να γίνουμε περισσότερο σαφείς, όσο κι αν ψάξαμε στο επίσημο κοινό ανακοινωθέν, δεν βρήκαμε πουθενά κάποιο σημείο στο κείμενο που να στοιχειοθετεί τον ακόλουθο ισχυρισμό του Υπουργείου Υγείας, ότι:

«Η απόφαση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας στηρίχθηκε σε μια σειρά παραμέτρων, όπως: • Την ανάδειξη της χώρας μας σε πρωταγωνίστρια, καθώς έχει επιδείξει ανθεκτικότητα
στις τρέχουσες υγειονομικές προκλήσεις της πανδημίας COVID-19».

Έτσι λοιπόν λύνεται και η απορία που διατυπώσαμε στην αρχή, σχετικά με την περιορισμένη χρήση, αποσπασμάτων του πρωτότυπου κειμένου, στο δελτίο τύπου του Υπουργείου.

Αυτή όμως η περιορισμένη χρήση δεν φαίνεται να χαρακτηρίζει την πλημμυρίδα των δηλώσεων που ακολούθησε. 

Ωστόσο θα πρέπει να γίνει αντιληπτό,  ότι η διεθνής κοινότητα δεν επιδίδεται σε μια επικοινωνιακή διαχείριση της πανδημίας, αλλά ότι αυτή τη στιγμή διεξάγει ένα τιτάνιο αγώνα για την ίδια την ανθρωπότητα, με τη δέουσα σοβαρότητα.