Στα «ψιλά» της ειδησεογραφίας των περασμένων ημερών πέρασε το εξής: ο τομέας Παιδείας της ΝΔ παρέδωσε στην υπουργό Παιδείας μια δέσμη προτάσεων, εν όψει του νομοσχεδίου για την τριτοβάθμια εκπαίδευση που καταρτίζει τώρα το υπουργείο. Οι προτάσεις περιλαμβάνουν τα γνωστά περί επαναφοράς των Συμβουλίων Ιδρύματος στα ΑΕΙ και άλλα μέτρα, που έχει εν πολλοίς προαναγγείλει η κα. Κεραμέως.

Ads

Μαζί με αυτά περιλαμβάνονται όμως και κάποιες «νέες ιδέες», όπως η κατάργηση των Πανεπιστημιακών Ερευνητικών Κέντρων και του Ελληνικού Ιδρύματος Έρευνας και Καινοτομίας, του γνωστού ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ.. Το δεύτερο χαρακτηρίζεται «θνησιγενές», ενώ τα πρώτα ενοχοποιούνται στη διάσπαση του ενιαίου χώρου εκπαίδευσης-έρευνας.  Πρόκειται για δύο εμβληματικά έργα, που σχεδιάστηκαν καθ’ ολοκληρίαν και θεσμοθετήθηκαν από το υπουργείο Παιδείας επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.

Το ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. ιδρύθηκε το 2016 ως ανεξάρτητος φορέας ερευνητικής χρηματοδότησης, με σκοπό την υποστήριξη της επιστημονικής έρευνας χωρίς θεματικούς ή γεωγραφικούς περιορισμούς. Η δημιουργία ενός εθνικού φορέα ερευνητικής χρηματοδότησης ήταν επιβεβλημένη. Κατ’ αρχάς, αντιμετωπίζαμε (και εξακολουθούμε να αντιμετωπίζουμε) ένα τεράστιο πρόβλημα με τη διαρροή νέων επιστημόνων στο εξωτερικό (brain drain).

Επιπρόσθετα, οι χρηματοδοτήσεις μέσω προγραμμάτων ΕΣΠΑ είχαν (και έχουν) εξαιρετικά περιοριστικούς όρους, που δεν επέτρεπαν την απρόσκοπτη χρηματοδότηση της βασικής έρευνας και της έρευνας στις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες. Τέλος, για την πλειοψηφία της κοινότητας, η πρόσβαση σε μεγάλα ευρωπαϊκά προγράμματα ήταν (και είναι ακόμη) περιορισμένη. Σήμερα σε αυτά έχει προστεθεί μία ακόμη συνθήκη, δηλαδή οι περιορισμοί και η κατήφεια που έχει επιφέρει η πανδημία.

Ads

Η χρηματοδότηση του ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. εν έτει 2016 δεν ήταν καθόλου απλή υπόθεση. Η αρχική ιδέα ήταν να εκμεταλλευθεί το υπουργείο το επενδυτικό πρόγραμμα Junker. Όμως αυτό, όπως και η όλη ιδέα της μόχλευσης ιδιωτικών κεφαλαίων, αποδείχτηκε έωλο. Έτσι λοιπόν, σε έναν παροξυσμό στρατηγικής αυθάδειας του τότε υπουργείου Παιδείας, αποφασίστηκε να διερευνηθεί η δυνατότητα δανεισμού από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, που είχε ήδη χρηματοδοτήσει αρκετά έργα στην Ελλάδα. Ο όρος «αυθάδεια» απηχεί την πραγματικότητα. Τότε βρισκόμαστε στη δίνη των διαπραγματεύσεων με την Τρόικα και η λύση του (επιπλέον) δανεισμού ήταν το τελευταίο πράγμα που θα σκεφτόταν κανείς εάν ακολουθούσε την πεπατημένη.

Το ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. σχεδιάστηκε ως μοχλός που θα μπορούσε να ενθαρρύνει και να κινητοποιήσει την ερευνητική κοινότητα, διαμορφώνοντας τους όρους μιας ολοένα πιο ποιοτικής δουλειάς στα Ιδρύματα μέσω της ενίσχυσης της διεπιστημονικότητας και της διασύνδεσης με περιοχές αιχμής της επιστήμης. Πρότυπό του νέου θεσμού ήταν η γερμανική DFG, ένας οργανισμός με πολύ καλή φήμη.

Το εγχείρημα του ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. ολοκληρώθηκε με επιτυχία. Οι πόροι που εξασφαλίστηκαν μέσω μιας κοπιώδους διαπραγμάτευσης με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων ήταν 180 εκ. EURO, ένα σημαντικό ποσό που συμπληρώθηκε από το συγχρηματοδοτούμενο σκέλος του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων και μια δωρεά από το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος.

Το πρόγραμμα δράσεων του ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. στην πρώτη φάση λειτουργίας του δεν ακολούθησε τις νεοφιλελεύθερες συνταγές της «χρήσιμης έρευνας» που είχαν διατυπωθεί επί διακυβέρνησης Σημίτη. Υλοποίησε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα ανόρθωσης και στήριξης του ακαδημαϊκού-ερευνητικού οικοσυστήματος, που περιελάμβανε πολλά ευεργετικά μέτρα, από την ενίσχυση των διδακτόρων-μεταδιδακτόρων, ως τη στήριξη ερευνητικών πυρήνων στα Πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα.

Τα προγράμματα του ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. έδωσαν ένεση ζωής στα ερευνητικά Ιδρύματα και βοήθησαν πολλούς αξιόλογους επιστήμονες να επαναπατριστούν ή να παραμείνουν στην Ελλάδα. Βέβαια, έγιναν και λάθη. Ένα από αυτά ήταν ότι το Ίδρυμα παρουσιάστηκε ως η ελληνική εκδοχή του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Έρευνας (ERC), που χρηματοδοτεί τους «άριστους των αρίστων». Λειτουργώντας όμως έτσι, μάλλον «αριστοκρατικά», έμεινε εκτός χρηματοδοτήσεων ένα μεγάλο μέρος της ακαδημαϊκής-ερευνητικής κοινότητας, ιδίως σε ό,τι αφορά την αγορά/αντικατάσταση νέου εξοπλισμού.

Υπάρχει εξήγηση για αυτό (και δεν είναι η πίεση που υπήρχε από «τα μνημόνια»). Διάφοροι μεγαλοσχήμονες του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ, που αρνήθηκαν να βάλουν πλάτη στο εγχείρημα του ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. το 2016, χρησιμοποίησαν μετά την ευκαιρία για να αναπαραγάγουν έναν μεγεθυμένο εαυτό τους μέσω του Ιδρύματος. Ό,τι επιχειρεί σήμερα η ΝΔ έχει ως υποκείμενο αυτό το περικεχυμένο μυξώδες, όπως θα έλεγε ο Γαληνός, που επανασυγκροτήθηκε μέσα στο λίκνο μιας συνεχώς μεταλλασσόμενης διευθυντικής αριστοκρατίας. Οι ίδιοι άνθρωποι που διατυμπάνιζαν την «αριστεία», τώρα εισηγούνται τον ενταφιασμό του «θνησιγενούς» ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ..

Δει δη χρημάτων, κι αυτό δεν είναι οικονομισμός. Η εξεύρεση πόρων για να στηριχτεί το η έρευνα είναι ζήτημα βαθιά πολιτικό. Στο Σχέδιο «Ελλάδα 2.0», η μελλοντική εμπλοκή του ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. περιορίστηκε σε δυο έργα του Ταμείου Ανάκαμψης. Επειδή όμως η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν φρόντισε να ανανεώσει τη χρηματοδότηση μέσω της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, το Ίδρυμα δεν θα μπορέσει να σχεδιάσει τα δικά του προγράμματα και ο ρόλος του θα είναι εντελώς (συν)διαχειριστικός. Εξ ου, προφανώς, και η φαεινή ιδέα να το καταργήσουν.

Ας σημειωθεί για την ιστορία ότι ο αρχικός προγραμματισμός της κυβέρνησης, όπως αποτυπώνεται στα κείμενα του Εθνικού Σχεδίου «Ελλάδα 2.0», προέβλεπε τη συμμετοχή του ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. σε περισσότερα έργα του Ταμείου Ανάκαμψης. Αλλά, ούτως ή άλλως, αν διαβάσουμε κατά γράμμα ό,τι έχει μέχρι τώρα δημοσιευθεί, οι πόροι που προβλέπεται να δεσμευθούν για τη βασική και εφαρμοσμένη έρευνα στο «Ελλάδα 2.0» (δηλαδή 140 εκ. σε βάθος τετραετίας) είναι λιγότεροι ακόμη και από εκείνους που προέβλεπε το Σχέδιο Πισσαρίδη (500 εκατ. ευρώ για τη βασική έρευνα, επιπλέον των τακτικών δαπανών που καλύπτονται σήμερα).

Ακόμα και αν υποθέσουμε ότι η κυβέρνηση δεν θα ακολουθήσει τελικά τις συμβουλές της επιτροπής Παιδείας της ΝΔ, το ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. χωρίς αυτόνομη χρηματοδότηση και δυνατότητα σχεδιασμού νέων προγραμμάτων δεν είναι ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. αλλά κυβερνητικός βραχίονας. Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να υπερασπίσει σθεναρά το έργο του, αλλά και την ακαδημαϊκή-ερευνητική κοινότητα. Δύο λύσεις υπάρχουν. Η μία είναι η ανανέωση της χρηματοδότησης του ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, μια πιθανότητα που είχαν αφήσει εντελώς ανοικτή οι επιτελείς του όταν συζητούσαμε. Η δεύτερη είναι η χρηματοδότησή του ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. από καθαρά εθνικούς πόρους.

Μπορεί το δίλημμα που θέτω να φαίνεται μη δίλλημα, διότι η λύση του χαμηλότοκου δανεισμού έχει ασύγκριτα μικρότερο δημοσιονομικό κόστος από την καθ’ ολοκληρίαν εθνική χρηματοδότηση, ενώ τα αναμενόμενα αποτελέσματα είναι τα ίδια. Ο λόγος όμως για τον οποίο δεν πρέπει να διαγράψουμε απερίσκεπτα τη δεύτερη λύση είναι ότι η χρήση εθνικών πόρων για την υποστήριξη της έρευνας, όσο δύσκολη και αν είναι, λειτουργεί δεσμευτικά και δημιουργεί θεσμική παράδοση. Αυτό μας χρειάζεται, γιατί η μέχρι τώρα πορεία μας χαρακτηρίζεται από πελατειακά φαινόμενα και προεκλογικές υποσχέσεις που σπανίως τηρούνται.

Δεν μπορεί να οραματιζόμαστε μια εθνική πολιτική, προσαρμοσμένη στο κοινωνικό και το ακαδημαϊκό μας ανάγλυφο, χρησιμοποιώντας εσαεί δανεικά και δεκανίκια. Είναι μια υπόθεση κοινωνικής και πολιτικής χειραφέτησης.