Διαβάζοντας το κείμενο της κας Σώτης Τριανταφύλλου, της μυθιστοριογράφου, μου ήρθε στο νου το κείμενο ενός άλλου συγγραφέα, του Δημήτρη Ψαθά. Η Μαντάμ Σουσού. Η οποία, το μόνο που ήθελε η καημένη ήταν να μοιάσει της αριστοκρατίας και πηγαινοέρχονταν μέσα στις φτωχογειτονιές, στον «Βούθουλα» της Ακαδημίας Πλάτωνος, ανάμεσα στα φτωχομάγαζα και τους λέτσους και αμολούσε ηχηρές λέξεις των εγγραμμάτων: «Πτωχέ»! «Βλαξ»! «Μπιθουλέοι»!

Ads

Παρομοίως και η δική μας συγγραφέας Τριανταφύλλου, κινούμενη στα χνάρια της πραγματικά σπουδαίας ηρωϊδας του Ψαθά, περιφερόμενη και αυτή σε αντίστοιχες γειτονιές, εμπνεόμενη από τον συνάδελφό της, σε άρθρο της σε δωρεάν εφημερίδα, βλέπει στον συμπατριώτη της «την αμορφωσιά του, τον εθνικισμό του, την προσκόλληση στις ρίζες, τους στενούς ορίζοντες, τον αντι-ευρωπαϊσμό, τον αντι-δυτισμό, την ψευτο-σοφία, το γλεντζέδικο πνεύμα, την αλαζονεία, το σύμπλεγμα κατωτερότητας, τη μανία καταδιώξεως»! Όλα αυτά μαζί.

Και δεν της αρέσει καθόλου αυτός ο αγράμματος έλληνας που ψηφίζει Τσίπρα, διότι λέει, είναι σαν τον Γιακωβίνο της Γαλλικής Επανάστασης! Αβράκωτος δηλαδή, ξυπόλυτο τάγμα, «μάζα», όπως τον αποκαλεί, δηλαδή πλέμπα, «χύδην όχλος» που έλεγαν και οι καθαρεουσιάνοι επί εποχής Μυστριώτη. Ενώ η συγγραφεύς είναι άλλο είδος, καλλιεργημένη, σχολικώς μορφωμένη, που λέει και ο Χατζηχρήστος, εξευρωπαϊσμένη, καλοντυμένη και όχι «πτωχή και βλαξ μπιθουλέα».

Είναι γεγονός ότι ο σουσουδισμός έχει βαθιές ρίζες στην ελληνική κοινωνία και προφανώς η κα Τριανταφύλλου θα τον έχει εμπεδώσει πάρα πολύ καλά, για να τον αναπαράγει με τόση ακρίβεια, με τέτοια πειστικότητα. Εμένα πάλι η περίπτωση αυτή, της κας Τριανταφύλλου, μου έφερε στο νου ένα πλάνο με τον Λάμπρο Κωσταντάρα υπουργό και την υπηρέτριά του. Χτυπάει το κουδούνι. «Πήγαινε μωρή να ανοίξεις», της λέει ο υπουργός. Επιστρέφει η υπηρέτρια, ταπεινής καταγωγής, μάλλον από τη Νάξο. «Ποιος είναι;», ρωτάει ξερά ο Κωσταντάρας. «Δεν ξέρω κύριε…», του απαντάει αυτή, «…δυο άγνωστοι είναι, σαν χωριάτες μου φαίνονται»!

Ads

Δυστυχώς, η κα Τριανταφύλλου θα πρέπει να συνηθίσει στην ιδέα ότι οι έλληνες είναι χωριαταραίοι, αγράμματοι και ψηφίζουν τον Στρατούλη. Στην περίπτωση πάντως που θα ήθελε να επιμείνει στην μόρφωση, στην συναναστροφή της μόνον με εγγράμματους και στην απέχθειά της για τους μπιθουλέους, θα της υποδείξω και ένα μικρό παράθεμα ενός συναδέλφου της, του Στρατή Μυριβήλη, που και αυτός έγραφε μερικά μυθιστορήματα, όπως και η ίδια.

Έγραφε λοιπόν αυτός ο Μυριβήλης, το 1940: «Και πώς να μην νοιώθω την οργή που ομολόγησα ενάντια στους ανόητους λόγιους, σαν ξαίρω πως επί εκατό χρόνια πολέμησαν με όλα τα μέσα που τους έδωσε το κράτος αυτή την ελληνικότητα μέσα στη ζωή του λαού; Για τους γραμματισμένους μιλώ, που αποτελούν το Κράτος και για όλους τους ημιμαθείς που μαζύ πήγαμε στο Γυμνάσιο και στο Πανεπιστήμιο και μαζύ βγήκαμε φορτωμένοι θανάσιμες παρεξηγήσεις. Όσο για τον αγράμματον ελληνικό λαό, τον αγνώς αγράμματο, τον εκατό τοις εκατόν αγράμματο, αυτόν είναι που λογαριάζω για εθνική κιβωτό των ελληνικών αξιών».