Τι είναι «προοδευτικό»και τι «συντηρητικό»; Είμαστε περισσότερο το πρώτο ή το δεύτερο; Μήπως οι έννοιες είναι παρωχημένες και δεν σημαίνουν πλέον τίποτα; Αυτή η συζήτηση είναι πολύ παλιά και όχι μόνο δεν έχει ατονήσει, αλλά επανέρχεται διαρκώς στο προσκήνιο. Αν κοιτάξουμε λίγο πέρα από την επιφάνεια βέβαια, θα δούμε ότι στο δίπολο αυτό υπάρχει ξεκάθαρος νικητής, και μάλιστα με διαφορά, ανεξάρτητα από τον επιμέρους ορισμό που δίνεται κάθε φορά στις δύο έννοιες.

Ads

Ως προς τον ορισμό, θα μπορούσε κανείς, σχηματικά, να ορίσει τον «προοδευτικό»ως εκείνον που επιζητά διαρκώς την αλλαγή, με γνώμονα τη δίκαιη κατανομή των πόρων, την πραγματική ισότητα και την ελευθερία που αυτή συνεπάγεται, την ανατροπή των ολιγαρχιών και των κάθε είδους περιττών ιεραρχιών, τη διαρκή συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων, τη ριζική υπέρβαση των παραδόσεων που επιβάλλουν και συντηρούν εξουσιαστικές δομές οι οποίες προάγουν την ανισότητα.

Στην ίδια λογική, θα μπορούσε κανείς να ορίσει τον «συντηρητικό» ως εκείνον που επιζητά τη διατήρηση της υφιστάμενης κατάστασης και των συσχετισμών που τη συνοδεύουν, με γνώμονα την επίτευξη της προσωπικής ασφάλειας μέσα από τη σταθερότητα και την τήρηση παγιωμένων συμβάσεων, την κατοχύρωση και την προαγωγή του ατομικού συμφέροντος, την προσέγγιση καθιερωμένων προτύπων και ρόλων, τη διαφύλαξη και την ανάδειξη των παραδόσεων και των δομών που αυτές έχουν δημιουργήσει ως ιδανικών τρόπων ρύθμισης της κοινωνικής συμβίωσης.

Είναι σαφές ότι ο κύριος προβληματισμός στην περίπτωση του «προοδευτικού» αφορά τη δικαιοσύνη, την ισότητα και την απελευθέρωση από καταδυναστευτικούς παράγοντες, ενώ στην περίπτωση του «συντηρητικού»αφορά την ασφάλεια, το ατομικό συμφέρον και τη διατήρηση των συσχετισμών που έχουν επικρατήσει. Λαμβάνοντας υπόψη την υλική πραγματικότητα, όπως αυτή βιώνεται στη συντριπτική πλειοψηφία των οργανωμένων κοινωνικών ομαδοποιήσεων, και δεδομένων των μεγάλων ανισοτήτων, της βαθιάς εκμετάλλευσης και των αδιεξόδων που αυτή περιλαμβάνει, είναι επίσης σαφές ότι το συμφέρον των περισσοτέρων επιβάλλει να ακολουθήσουν τον δρόμο του «προοδευτικού», ώστε να διεκδικήσουν την πιθανότητα ριζικής βελτίωσης του τρόπου που ζουν, εργάζονται και συνυπάρχουν. Στην πράξη όμως, συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Ο συντηρητισμός κυριαρχεί και μάλιστα εμφατικά.

Ads

Η κυριαρχία του συντηρητισμού στηρίζεται στην τεράστια απόκλιση που υπάρχει ανάμεσα στην υλική πραγματικότητα και τη νοοτροπία των μελών της οργανωμένης κοινωνίας. Αυτοί που έχουν άμεσο συμφέρον να ανατραπεί η υφιστάμενη κατάσταση προς όφελος των πολλών (άρα και των ίδιων), επιλέγουν συχνότατα την πρόσδεση στη διατήρηση των παγιωμένων συσχετισμών, επειδή έτσι, σε ατομικό επίπεδο, πιστεύουν ότι κατοχυρώνουν καλύτερα την (επίπλαστη στην πραγματικότητα) ασφάλειά τους. Είναι η λογική του «προσοχή μη χάσουμε και τα λίγα ή τα ελάχιστα που έχουμε». Ως εκ τούτου, η αναζήτηση της δικαιοσύνης, της ισότητας και της απελευθέρωσης υποχωρεί απέναντι στο τεχνητό αίσθημα ασφάλειας, το οποίο δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας ιδιαίτερα επιτυχημένος μηχανισμός διαιώνισης της πνευματικής και υλικής υποδούλωσης των περισσοτέρων.

Παράλληλα, πολλοί από αυτούς που αντιλαμβάνονται ότι οι συσχετισμοί της υλικής πραγματικότητας έχουν διαμορφωθεί σε βάρος τους, δεν επιλέγουν τη συλλογική δραστηριοποίηση για την ανατροπή τους, αλλά εστιάζουν στην ατομική προσπάθεια «εξέλιξης», ώστε με κάποιον τρόπο να κατορθώσουν να βρεθούν στην πλευρά των λίγων, των κερδισμένων της υπάρχουσας κατανομής ισχύος και πόρων. Πρόκειται βέβαια για μια αυταπάτη, η οποία δεν εξαντλείται στο απλό «μικροαστικό» όνειρο, αλλά εκτείνεται μέχρι του σημείου της με κάθε τρόπο υπερκέρασης όσων βρίσκονται στην ίδια συνθήκη, στο όνομα της ατομικής «ανέλιξης» και «αυτοεκπλήρωσης». Είναι η λογική του «εγώ να τα καταφέρω ή έστω να δείξω στους άλλους ότι τα καταφέρνω και δεν με ενδιαφέρει τι θα συμβεί στον διπλανό μου». Και στην περίπτωση αυτή συνεπώς η αναζήτηση της δικαιοσύνης, της ισότητας και της απελευθέρωσης υποχωρεί απέναντι σε μια στρεβλή αντίληψη του ατομικού συμφέροντος, η οποία,  καταλύοντας εξ ορισμού την οποιαδήποτε πιθανότητα συνεργασίας και συλλλογικής προσπάθειας, είναι απολύτως απαραίτητη για τη διατήρηση του υφιστάμενου κατεστημένου.

Υπάρχουν όμως και αυτοί που δεν πιστεύουν ότι οι σε βάρος τους συσχετισμοί μπορούν να ανατραπούν. Αντιλαμβάνονται δηλαδή την υλική πραγματικότητα ως μια παγιωμένη συνθήκη η οποία δεν μπορεί να αλλάξει. Η όποια σκέψη για κάτι διαφορετικό απωθείται και απορρίπτεται ως ουτοπική και ανέφικτη, ενώ συχνά αντικαθίσταται με την προσδοκία μιας δικαιότερης κατάστασης σε κάποια απροσδιόριστη μεταθανάτια ύπαρξη. Είναι η λογική του «αφού έτσι είναι τα πράγματα, δεν γίνεται να είναι διαφορετικά». Και εδώ η  αναζήτηση της δικαιοσύνης, της ισότητας και της απελευθέρωσης υποχωρεί απέναντι σε μια αυθαίρετη, σχεδόν μεταφυσική, πεποίθηση περί νομοτέλειας της υφιστάμενης κατάστασης, η οποία, ως έκφραση της «σοφίας» και της «ορθότητας» της επικρατούσας παράδοσης, αποτελεί την πλέον χρήσιμη νομιμοποίηση του συστήματος που επικρατεί.

Υπάρχουν βέβαια και αυτοί που αντιλαμβάνονται την αδικία και την ανισότητα των υφιστάμενων συσχετισμών και αποφασίζουν να δράσουν συλλογικά, με στόχο τον ριζικό μετασχηματισμό τους. Συχνότατα όμως εγκλωβίζονται σε σχήματα και δομές λειτουργίας που έχουν διαμορφωθεί υπό ολιγαρχικό πρίσμα, που στην πράξη δηλαδή αντανακλούν τις κύριες κατευθύνσεις του συντηρητισμού, ακόμα και αν διακηρυκτικά ευαγγελίζονται την αποδόμησή τους. Ταυτόχρονα, επιλέγουν να δράσουν προτάσσοντας μια ανελαστική αξίωση ιδεολογικής «καθαρότητας», η οποία από μόνη της συνιστά μια βαθιά συντηρητική αντίληψη φανατισμού και περιχαράκωσης. Είναι η λογική του «αν η πραγματικότητα δεν συμβαδίζει με την καθαρότητα της θεωρίας μου, τότε το πρόβλημα το έχει η πραγματικότητα και όχι η καθαρή μορφή της θεωρίας». Η συγκεκριμένη προσέγγιση αποτελεί το πλέον αποτελεσματικό δεκανίκι για το κυρίαρχο σύστημα, το οποίο ευχερώς τη θέτει στο περιθώριο και τη χρησιμοποιεί ως χαρακτηριστικό παράδειγμα για το ότι δήθεν δεν μπορεί να υπάρξει κάποια διαφορετική προοπτική που να έχει τη δυνατότητα να συγκεντρώσει ευρεία υποστήριξη και να καταστεί έτσι υλοποιήσιμη.

Προκύπτει συνεπώς ότι οι κύριες συνιστώσες του συντηρητισμού, δηλαδή η ασφάλεια, το ατομικό συμφέρον, η διατήρηση της παράδοσης και των δομών εξουσίας που τη συνοδεύουν, έχουν διαμορφώσει μια νοοτροπία που κυριαρχεί στη συντριπτική πλειοψηφία των οργανωμένων κοινωνιών, διαιωνίζοντας την αδικία, την ανισότητα και την ανελευθερία. Αυτό πάντως δεν είναι και τόσο παράλογο, καθώς ο συντηρητισμός στηρίζεται στις πλέον πρωτόγονες τάσεις του ανθρώπου, οι οποίες επιτάσσουν ακριβώς την επιδίωξη της ασφάλειας, την προαγωγή του στενού ατομικού συμφέροντος και την κατοχύρωση μιας σταθερής θέσης (παρότι βέβαια οι τάσεις αυτές λειτουργούν διαλυτικά ως προς την οικοδόμηση ισότιμων και άρα ειρηνικών κοινωνικών σχέσεων). Παράλληλα, οι συντηρητικές λογικές χρησιμοποιούν διάφορες μεθόδους για την εξασφάλιση της κυριαρχίας τους, από την προπαγάνδα και τον εγκλωβισμό στην παραπλανητική και αποχαυνωτική δύναμη της εικόνας, ως τον εκφοβισμό και την απαξίωση με κάθε μέσο, ιδίως με την προσφυγή σε «πατροπαράδοτες αξίες και ιδανικά», κάθε διαφορετικής φωνής και πρακτικής.

Αυτό που είναι όμως εντελώς παράλογο, από την άλλη πλευρά, είναι η εσφαλμένηπρόσληψη της πραγματικότητας ως κάτι που οφείλει να ταιριάξει στην ήδη διαμορφωθείσα και επικρατούσα συντηρητική νοοτροπία μας. Τι κι αν η πραγματικότητα φωνάζει σε κάθε ευκαιρία και με κάθε τρόπο ότι όσοι νομίζουν πως βολεύονται στην ασφάλειά τους αποτελούν τα μόνιμα θύματα των διάφορων ολιγαρχιών και δεν απολαμβάνουν καμία αληθινή ασφάλεια, ότι όσοι νομίζουν πως μπορούν να αναβαθμίσουν την κατάστασή τους επιδιώκοντας το στενό ατομικό τους συμφέρον χωρίς καμία γνήσια μέριμνα για το σύνολο στο οποίο ανήκουν, αποτελούν τους χρήσιμους ηλίθιους τους οποίους εκμεταλλεύονται οι επικρατούσες ελίτ για τη διαιώνισή τους, ότι όσοι παραιτούνται από την αξίωση οποιασδήποτε ουσιαστικής αλλαγής είναι οι πιο πιστοί φύλακες της σταθερότητας μιας παράδοσης που δεν θα ωφελήσει ποτέ τους ίδιους, ότι όσοι προτάσσουν φανατικά την ιδεολογική καθαρότητα καταλήγουν να παρέχουν το πιο πειστικό άλλοθι ως προς τη νομιμοποίηση του κυρίαρχου συστήματος. Η μεγάλη παρανόηση συνεχίζεται απαράλλακτη: προσπαθούμε εναγωνίως να προσαρμόσουμε την πραγματικότητα στη νοοτροπία μας, αγνοώντας επιδεικτικά τα διαχρονικά και ξεκάθαρα μηνύματά της αλλά και την αδυναμία μας να τη μεταλλάξουμε με βάση τον προκαθορισμένο τρόπο που σκεφτόμαστε.

Καθίσταται λοιπόν προφανές ότι δεν υπάρχει καμία «ηγεμονία» των προοδευτικών ιδεών. Οι προοδευτικές ιδέες κατορθώνουν σπάνια, με εξαιρετική δυσκολία και δυσβάστακτο κόστος, να εμπνεύσουν την πραγματοποίηση μικρών ρωγμών στα συντηρητικά κατεστημένα και την προώθηση επιμέρους αλλαγών. Ο συντηρητισμός συνεπώς θα συνεχίζει να θριαμβεύει, όσο ερμηνεύουμε την πραγματικότητα υπό το πρίσμα της νοοτροπίας μας. Μόνο αν εκδηλωθεί η αναγκαία αντιληπτική υπέρβαση, αν δηλαδή επιλέξουμε να προσαρμόσουμε τη νοοτροπία μας στην πραγματικότητα και στις κατευθύνσεις που παρέχει αφειδώς, τότε θα ανοίξει ο δρόμος για την ανατροπή των παγιωμένων συσχετισμών και των παραδοσιακών δομών που διαιωνίζουν την αδικία, την ανισότητα και την καταδυνάστευση σε βάρος των πολλών.