Η γνωστή φράση αποδίδεται στον Ιούλιο Καίσαρα. Ο οποίος, σύμφωνα με ιστορικές πηγές, όταν συνέλαβε κάποιον νεαρό Ρωμαίο στα διαμερίσματα της συζύγου του, της Πομπηίας Σύλλα, δεν σήκωσε ούτε μύγα στο σπαθί του. Χώρισε αμέσως τη γυναίκα του, η οποία υπερασπιζόμενη τον εαυτό της, υποστήριξε ότι δεν είχε καμία σχέση με το νεαρό.

Ads

Τότε ο Καίσαρας είπε την ιστορική φράση για τη γυναίκα του, ότι δηλαδή δεν αρκεί να είναι τίμια, αλλά πρέπει και να φαίνεται.
Οι ιστορικές πληροφορίες, σύμφωνα με τις οποίες το περιστατικό ήταν προβοκάτσια, ότι το προκάλεσε δηλαδή ο ίδιος ο Καίσαρας για να ενοχοποιήσει τη γυναίκα του και να παντρευτεί κάποια άλλη, από οικογένεια μεγαλύτερης πολιτικής επιρροής στη Ρώμη, δεν αλλάζει την αξία της φράσης.

Η οποία αντανακλά τα ήθη της εποχής. Που ήθελαν όχι μόνο τον ίδιο τον Καίσαρα άμεμπτο, αλλά και τη σύζυγό του υπεράνω πάσης υποψίας.

Δυστυχώς ή ευτυχώς, η σύγχρονη Ελλάδα δεν έχει τίποτε κοινό με την αρχαία Ρώμη. Και πολύ περισσότερο ο σημερινός πρωθυπουργός, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ουδεμία σχέση έχει με τον Ιούλιο Καίσαρα.

Ads

Καθώς εδώ και ένα μήνα περίπου, η σύζυγος του πρωθυπουργού κατηγορείται ως ένοχη για δύο αξιόποινα παραπτώματα, για τα οποία αν είχε κατηγορηθεί οποιοσδήποτε από εμάς, σήμερα θα ήταν αντιμέτωπος με ποινικές διώξεις και βαριές ποινές.
Το πρώτο αξιόποινο παράπτωμα για το οποίο κατηγορείται η Μαρέβα Μητσοτάκη είναι η κατοχή μετοχών σε εξωχώρια εταιρεία, κάτι που απαγορεύεται σε πολιτικά πρόσωπα και τα μέλη των οικογενειών τους.

Το δεύτερο αξιόποινο παράπτωμα στο οποίο κατηγορείται ότι υπέπεσε η σύζυγος του πρωθυπουργού είναι το ψευδές πόθεν έσχες. Καθώς, σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν προσκομίσει οι κατήγοροι, η σύζυγος του πρωθυπουργού, αν και κάτοχος Γαλλικής εταιρείας μέχρι τουλάχιστον το τέλος του 2020, οπότε και υπάρχει βεβαίωση του επίσημου Γαλλικού κράτους ότι η συγκεκριμένη εταιρεία βρίσκονταν στην κατοχή της, από το 2016 και επί 4 συναπτά έτη, δεν το περιέλαβε στη δήλωση πόθεν έσχες της.
Η αντίδραση του πρωθυπουργικού ζεύγους μέχρι τώρα δεν είχε καμία σχέση με την αντίδραση του Ιούλιου Καίσαρα. Φερόμενοι ενοχικά, έκαναν ό,τι μπόρεσαν για να επαληθεύσουν τις κατηγορίες, αφού δεν προσκόμισαν ούτε ένα σοβαρό στοιχείο που να τις αποδομεί και να τις διαψεύδει.

Πρώτα, όπως κάθε ένοχος, προσπάθησαν να διαχειριστούν την υπόθεση επικοινωνιακά, μιλώντας για… πόλεμο λάσπης με στόχο την πολιτική εξόντωση του πρωθυπουργού.

Δεύτερον, η Μαρέβα Μητσοτάκη, αν και σύζυγος πρωθυπουργού, προσπάθησε ατυχώς να παρουσιαστεί σαν αδύναμη και ανυπεράσπιστη που δέχεται ανοίκειες κατηγορίες, μιλώντας για δήθεν σεξιστική επίθεση και για προθέσεις έμφυλης διάκρισης σε βάρος της. Αλλοίμονο όμως, αν κάθε ύποπτη για ποινικά παραπτώματα επικαλείτο το φύλο της για να απαλλαγεί από τις κατηγορίες…

Τρίτον, όπως κάθε ένοχος που σέβεται τον εαυτό του, πέρασαν στην αντεπίθεση, κατηγορώντας και απειλώντας με εξώδικα την εφημερίδα Documento που αποκάλυψε την υπόθεση και βέβαια τον εκδότη της, τον γνωστό δημοσιογράφο και συνήθη σάκο του μποξ της Μητσοτακικής δεξιάς, Κώστα Βαξεβάνη. Ο οποίος, σε μια εποχή που το σύνολο των ΜΜΕ τηρεί αιδήμονα σιγή για τις κατηγορίες, υμνώντας την κυβέρνηση και δοξάζοντας τον πρωθυπουργό, τόλμησε να ασκήσει το λειτούργημα της δημοσιογραφίας έτσι όπως έπρεπε να κάνουν όλοι. Με ερευνητική δηλαδή δημοσιογραφία, δίνοντας την ευκαιρία στους πολιτικούς που κατηγορούνται να απαντήσουν με στοιχεία και να διαλύσουν τις όποιες αμφιβολίες.

Και τέλος, έκαναν την απολύτως λάθος κίνηση. Έδωσαν στη δημοσιότητα ένα ιδιωτικό και άρα μηδενικής νομικής αξίας έγγραφο του 2016 μεταξύ της συζύγου του πρωθυπουργού και του αδελφού της, όπου φαίνεται ότι η πρώτη μετέφερε στον δεύτερο τις μετοχές της στην Γαλλική εταιρεία. Αμέσως μετά ήρθαν όμως τα επίσημα δημόσια Γαλλικά έγγραφα με ημερομηνία 2020, όπως και η κατάθεση της συζύγου του πρωθυπουργού σε οικονομική επιτροπή το 2017, να διαψεύσουν το έτσι κι αλλιώς μειωμένης αξίας ιδιωτικό έγγραφο που επικαλέστηκε ο πρωθυπουργός.

Ο Αλέξης Τσίπρας σε αντίστοιχη περίπτωση, όταν είχε κατηγορηθεί για αγορά σπιτιού σε παραλία της Αττικής, προσκομίζοντας αμέσως το επίσημο έγγραφο που αποδομούσε τις κατηγορίες, το ενοικιαστήριο δηλαδή συμβόλαιο της επίδικης κατοικίας, έκλεισε τα στόματα των κατηγόρων του, οι οποίο σήμερα αντιμετωπίζουν αγωγές για συκοφαντική δυσφήμιση.

Ο πρωθυπουργός αντίθετα, επικαλούμενος ιδιωτικά έγγραφα χωρίς καμία νομική ισχύ και αξία, ουσιαστικά παραδέχεται τις σε βάρος της συζύγου του κατηγορίες, αδυνατώντας να συμβάλει, ως όφειλε, στην αποκατάσταση της δημόσιας εικόνας της.
Απορία βέβαια προκαλεί και η στάση της Δικαιοσύνης. Η οποία, μη ερευνώντας τόσον καιρό την υπόθεση, στερεί τον πρωθυπουργό από τη μόνη θεσμική δυνατότητα που του παρέχει ο νόμος για να προστατέψει τον εαυτό του, την οικογένειά του, αλλά και τον θεσμό που εκπροσωπεί.