Ο 19ος αιώνας υπήρξε η εποχή της εκκόλαψης των ιδεών της Αριστεράς. Από τους στοχαστές του ουτοπικού σοσιαλισμού ως τον Μαρξ, από τις πανευρωπαϊκές εξεγέρσεις του 1848 ως την Κομμούνα του Παρισιού, που πνίγηκε στο αίμα, αναδυόταν προοδευτικά ή ιδέα ότι δεν ήταν μοιραίο η εξουσία να σφετερίζεται από προνομιούχους δυνάστες.

Ads

Ο πίνακας του Eugène Delacroix απεικονίζει δυνατά αυτό το όνειρο με τα ρομαντικά χρώματα της εποχής. Οι ιδέες της Αριστεράς άκμασαν τον 20ο αιώνα και ειδικά μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο υπήρξε μια λαμπρή εποχή της απελευθέρωσης υπό κάθε μορφή. Απελευθέρωση των αποικιών, απελευθέρωση της γυναίκας, απελευθέρωση του έρωτα, απελευθέρωση από τις φυλετικές διακρίσεις κοκ. Οι δικτατορίες περιορίστηκαν, οι κοινωνίες εκδημοκρατίστηκαν και η Αριστερά κέρδισε τη μια μάχη μετά την άλλη, συχνά βέβαια με βαρύ τίμημα αίματος. Κέρδισε το ηθικό πλεονέκτημα, ακόμα και εκεί όπου υστερούσε στο συσχετισμό δυνάμεων.

Η σημαντικότερη όμως πολιτική εξέλιξη μεταξύ του 20ου και του 21ου αιώνα, είναι πιθανότατα η παρακμή της «ιδεολογικής ηγεμονίας» της Αριστεράς, σύμφωνα με τον ορισμό του Gramsci. Πως λοιπόν ανατράπηκε αυτή η δυναμική, και ο 21ος αιώνας βρίσκει την Αριστερά, όχι μόνο σε μια γενικευμένη υποχώρηση αλλά και σε μια βαθιά πολιτική αμηχανία; 

Ένα σημαδιακό παράδειγμα, που απεικονίζει αυτή την εξέλιξη, είναι η ιστορία της Libération, από τις πιο γνωστές Γαλλικές εφημερίδες. Η Libération είναι μια ιστορική εφημερίδα της Γαλλικής Αριστεράς. Εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1927 από τον αναρχικό Jules Vignes, ως εργαλείο επιμόρφωσης των εργατών. 

Ads

image

Ο τίτλος αυτός χρησιμοποιήθηκε πάλι κατά την διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής. Ιδρυτής της δεύτερης Libération, το 1941, ήταν ο συγγραφέας και αντιστασιακός Emmanuel d’Astier de La Vigerie, συνοδοιπόρος του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος και μέλος της αριστερής πτέρυγας του κινήματος του ντε Γκωλ. Μεταξύ άλλων έγραψε τα λόγια ενός γνωστού τραγουδιού « La complainte du partisan », που τραγουδήθηκε από τον Leonard Cohen, την Joan Baez και πολλούς άλλους. Η εφημερίδα εκδόθηκε μέχρι το 1964.

image

Το 1973, στα απόνερα τους Μάη ’68, ο Jean-Paul Sartre ίδρυσε την τρίτη  Libération, με ένα επαναστατικό και νεανικό στίγμα που χαρακτήριζε την εποχή. Σταδιακά όμως οι ασυμβίβαστοι εξεγερμένοι του Μάη μετατράπηκαν αρχικά σε ήπιους σοσιαλδημοκράτες και, το 2005, ολοκληρώθηκε η μεγάλη στροφή, όταν ιδιοκτήτης της εφημερίδας έγινε ο Édouard de Rothschild, γόνος της κραταιής Γαλλικής οικογένειας μεγαλοτραπεζιτών. 

image

Τα πράγματα ακλούθησαν την εκφυλιστική αυτή πορεία και η ιδιοκτησία της Libération ανήκει σήμερα σε ένα σύμπλεγμα πολυεθνικών εταιρειών, κύριο πρόσωπο των οποίων είναι ο Patrick Drahi. Η προσωπική περιουσία αυτού του μεγαλομετόχου πολυεθνικών εταιρειών (του οποίου η εθνικότητα είναι και αυτή… πολυεθνική!), εκτιμάται σε 7,7 δισεκατομμύρια ευρώ. Πρόκειται για τον 11ο πιο πλούσιο άνθρωπο στην Γαλλία. Η βιογραφία του στη Βικιπαίδεια αναφέρει:

 

Patrick Drahi (Arabic: باتريك دراحي‎ ; Hebrew: פטריק דרהי‎; born 1963) is a French-Israeli businessman with French, Portuguese, and Israeli citizenship, living in Switzerland since 1999. He is the founder and controlling shareholder of the Netherlands-based telecom group Altice listed on the Euronext Amsterdam stock exchange.

 
Ας σημειώσουμε, και αυτό ίσως είναι το πιο ιδιαίτερο, πως η σημερινή Libération εξακολουθεί να διαβάζεται κυρίως από ανθρώπους της Αριστεράς, ιδιαίτερα από νέους. 

Γιατί έχει τόσο ενδιαφέρον το παράδειγμα της Libération; Η απάντηση σχετίζεται με τα ερωτήματα που εγείρει αυτό το παράδειγμα. Γιατί κάποιοι επιτυχημένοι επιχειρηματίες να επενδύσουν σε μια εφημερίδα, η οποία ως επιχείρηση είναι ελάχιστα κερδοφόρα ή και ζημιογόνα; Γιατί αυτοί οι μεγαλοεπιχειρηματίες, πρωταγωνιστές του νεοφιλελεύθερου κατεστημένου, να ενδιαφέρονται για μια εφημερίδα της απέναντι πολιτικής όχθης; Και γιατί, έχοντας αγοράσει αυτή την εφημερίδα, συνεχίζουν να της διατηρούν ένα αριστερό άρωμα (όλο και πιο αναντίστοιχο με την ουσία του περιεχομένου της), το οποίο σίγουρα δεν είναι αυτό που φοράνε προσωπικά; Σε ένα καυστικό άρθρο, ο Τάσος Παππάς αναρωτιόταν ειρωνικά αν αυτοί οι επιχειρηματίες είναι και «μερακλήδες της ενημέρωσης». Η εξήγηση βέβαια είναι άλλη και μας οδηγεί στη διαπίστωση των θεμελιακών αλλαγών που συντελέστηκαν στο πέρασμα του νέου αιώνα.

Στον 20ο αιώνα, η πολιτική εξουσία κηδεμόνευε την ενημέρωση και μπορούσε να επιβάλει την βούλησή της στην οικονομία. Η κυβέρνηση μπορούσε να ελέγξει τα ΜΜΕ, είχε την αποκλειστικότητα της ραδιοτηλεοπτικής ενημέρωσης και διέθετε, όταν αποφάσιζε, την λογοκρισία του τύπου. Στην Γαλλία πχ, μετά την κατοχή, η κυβέρνηση εθνικοποίησε την αυτοκινητοβιομηχανία Renault και άλλες επιχειρήσεις εθνικής σημασίας. Την δεκαετία του ’80 ακόμα, ο Mitterrand εθνικοποίησε όλες τις τράπεζες. Στο τρίγωνο, κυβέρνηση-ενημέρωση-χρήμα, η κυβέρνηση ήταν δεσπόζουσα (βλ. τριγωνικό σχήμα). Για τον λόγο αυτό, ο έλεγχός της ήταν το κλειδί κάθε εξουσίας. Και γι’ αυτό οι ελεύθερες εκλογές ήταν το κλειδί του εκδημοκρατισμού της κοινωνίας. 

image
Τριγωνική σχέση αλληλεπίδρασης.

Οι εκλογές διεξάγονται πλέον χωρίς βία και νοθεία. Αλλά οι κυβερνήσεις που προκύπτουν απ’ αυτές δεν ασκούν τον κυρίαρχο ρόλο ως πολιτική εξουσία. Τα μίντια, όλου του φάσματος από αριστερά ως δεξιά, έχουν γίνει ιδιοκτησία γιγάντιων ολιγοπωλίων. Ας πάρουμε πάλι το παράδειγμα της Γαλλίας. Μετά τον πόλεμο ψηφίστηκε νόμος υπέρ του πλουραλισμού και της ανεξαρτησίας του τύπου, βάσει του οποίου κανένας δεν μπορούσε να είναι ιδιοκτήτης πάνω από μιας εφημερίδας. Ο νόμος αυτός προστάτευε τον τύπο από την αρπαγή του από τα οικονομικά συμφέροντα. Σήμερα όμως έχουν απομείνει μόνο 3 ανεξάρτητες πολιτικές εφημερίδες, συμπωματικά από τις παλαιότερες: η La Croix της Καθολικής εκκλησίας, (ιδρύθηκε το 1883), η Humanité του Γαλλικού ΚΚ (1904) και το σατιρικό Le Canard Enchainé (1915). Στην Ελλάδα, το τελευταίο σημαντικό δημοσιογραφικό συγκρότημα, μετά από ένα μακρόχρονο αβέβαιο φλερτ με επιχειρηματικούς παίκτες, αγοράστηκε, απλά και ωμά, από μια οικογένεια εφοπλιστών. 

Η τριγωνική σχέση αλληλεπίδρασης κυβέρνηση-μίντια-χρήμα του 20ου αιώνα, μετατράπηκε σε ένα κάθετο γραμμικό σχήμα εξάρτησης χρήμα->μίντια->κυβέρνηση (βλ. κάθετο σχήμα). Και οι όροι αυτού του σχήματος υφίστανται πλέον θεσμικά στο κανονιστικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

image
Γραμμική κάθετη σχέση εξάρτησης.

Σήμερα, αυτό που ονομάζεται «πολιτική» (ή συχνά «κεντρική πολιτική»), είναι ένα είδος θεάματος, όπως ο κινηματογράφος, που προσφέρεται στον θεατή-ψηφοφόρο. Στο θέαμα αυτό, οι ηθοποιοί είναι τα πολιτικά πρόσωπα, ο δημοσιογραφικός παράγοντας εξασφαλίζει την σκηνοθεσία, ενώ παραγωγοί είναι οι επιχειρηματίες-ιδιοκτήτες των μίντια. Το κοινό βλέπει και συγκρατεί κυρίως τα πολιτικά πρόσωπα, τα οποία δίνουν παράσταση, και ενίοτε αλλάζουν ρόλους. Γνωρίζει επίσης ορισμένους δημοσιογράφους-σταρ, αλλά αγνοεί  κατά κανόνα τον επιχειρηματία-παραγωγό, που παραμένει στο παρασκήνιο. Ακριβώς όπως και στον κινηματογράφο. Αν μιλήσουμε πχ για το «Όσα παίρνει ο άνεμος», εύκολα θα θυμηθούμε τον Clark Gable, με δυσκολία τον σκηνοθέτη Victor Fleming και κανείς δεν θα έχει ακούσει για τον παραγωγό, ο οποίος όμως έβαλε τα λεφτά, έχοντας αποφασίσει για την ταινία που θα γυριστεί.

Τα κόμματα έχουν πάψει να παράγουν ιδεολογία και τα περισσότερα απ’ αυτά, για να δικαιολογήσουν την στειρότητά τους, κηρύσσουν ένα υποτιθέμενο «τέλος των ιδεολογιών». Η ιδεολογία όμως υφίσταται εκ των πραγμάτων σε κάθε υπαρκτό σύστημα. Το τωρινό κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο σύστημα, δεν παράγει την ιδεολογία του μέσω των κομμάτων που πολιτικά το εκπροσωπούν, αλλά χάρη σε διάφορα think tank που ανθίζουν μακριά από την δημοσιότητα (βλ. λέσχη Bilderberg κα.). Η νεοφιλελεύθερη επέλαση, πίσω από ένα απολιτίκ προσωπείο, έχει καταφέρει να επιβάλει την δικής της ιδεολογική ηγεμονία, παρουσιαζόμενη κοντολογίς σαν «φυσικός νόμος». 

Η Αριστερά συνεχίζει να λειτουργεί με το σχήμα του περασμένου αιώνα, σαν η κατάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας, μέσω της κομματικής-εκλογικής δράσης, να έδινε το κλειδί της πραγματικής εξουσίας. Τα γεγονότα του 2015 στην Ελλάδα απέδειξαν με δραματικό τρόπο πόσο άτοπη είναι αυτή η αντίληψη. Η Αριστερά κέρδισε θριαμβευτικά τις εκλογές του Γενάρη και ο Ελληνικός λαός εκδήλωσε ηχηρά την άρνησή του να υποκύψει στους εκβιασμούς με το δημοψήφισμα του Ιουλίου. Στη συνέχεια όμως, τα πράγματα εξελίχθηκαν σαν αυτά τα συνταρακτικά γεγονότα να μην είχαν συμβεί ποτέ. Έγινε ακριβώς ότι είχαν σχεδιάσει οι τραπεζικοί και χρηματοοικονομικοί παράγοντες, ενώ τα μίντια φρόντισαν να απορροφηθεί κάθε ενδεχόμενος κραδασμός. 

Στην αδυναμία της Αριστεράς να κατανοήσει τους νέους μηχανισμούς λειτουργίας της εξουσίας, προστίθεται και η αδυναμία της να εκσυγχρονίσει το πολιτικό περιεχόμενο της πρότασής της. Κατά τον 20ο αιώνα, κυρίαρχη ήταν η αντίληψη ότι η κοινωνική διάσταση ενός πολιτικού συστήματος περιέχεται αποκλειστικά στο κρατικό πλαίσιό του. Έτσι όμως η έννοια του «κοινωνικού κράτους» εξελισσόταν σε «κρατισμό» (που ήταν από τις σημαντικότερες αιτίες κατάρρευσης του Σοβιετικού μοντέλου). Η έννοια της «αυτοοργάνωσης» φάνταζε λίγο-πολύ ύποπτη κατά την επικρατέστερη αριστερή αντίληψη. Η ανάπτυξη της κοινωνίας των πολιτών και η συμμετοχική δημοκρατία, απουσίαζαν ή είχαν περιθωριακή θέση στις αριστερές προτάσεις. 

Για να επανακτήσει η Αριστερά την ιδεολογική ηγεμονία και κυρίως για να αποτελέσει κινητήρια δύναμη στην ιστορία, πρέπει, αφενός να λάβει υπόψη την μετατόπιση της εξουσίας από το κρατικό προς τον επικοινωνιακό και τον οικονομικό πόλο και, αφετέρου, να ενσωματώσει στο σχέδιό της την ανάγκη μιας κοινωνικής δικτύωσης, διαφορετικού τύπου από εκείνο της κομματικής οργάνωσης. Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, που παράγει επαγγελματίες πολιτικούς, οι οποίοι χάνουν την επαφή με την κοινωνία των πολιτών και δημιουργούν μια «τάξη» με δικά τους ειδικά συμφέροντα, έχει δείξει τα όριά της. Ήρθε η ώρα να δοθεί έμφαση σε εναλλακτικές και συμπληρωματικές πτυχές της δημοκρατίας, με προτεραιότητα την άμεση και συνεχή εμπλοκή των πολιτών στα κοινά, πρωτίστως στα θέματα που βιώνουν καθημερινά και στο εγγύς περιβάλλον τους. Βασική έκφραση της συμμετοχικής δημοκρατίας στο οικονομικό επίπεδο είναι η κοινωνική επιχείρηση. Για να συνδεθεί αυτό και με το θέμα των μηχανισμών άσκησης εξουσίας, μπορούμε να συμπεράνουμε, ότι οι αριστερές δυνάμεις, αντί να επιδιώκουν ίδρυση νέων κομμάτων, θα έπρεπε να προσανατολιστούν στη δημιουργία ενός ισχυρού συνεταιριστικού τραπεζικού πόλου, καθώς και σε αυτοδιαχειριζόμενα μίντια. Ή ακόμα και να συμβάλουν στην ανάπτυξη ενός διευρυμένου συστήματος τύπου «τράπεζα χρόνου εργασίας», εδραιώνοντας έτσι έναν τομέα έξω-χρηματικής οικονομίας, υπό τον άμεσο έλεγχο των πολιτών. 

Η υποχώρηση της Αριστεράς τον 21ο αιώνα αποτελεί παράδοξο αν σκεφτούμε ότι γίνεται όλο και πιο αντιληπτό ότι  ο νεοφιλελευθερισμός βαθαίνει τις ανισότητες, καταστρέφει τον πλανήτη, προκαλεί επαναληπτικές «φούσκες-κρίσεις» και οδηγεί την ανθρωπότητα σε αδιέξοδο. Και προφανώς η ιδεολογία της Αριστεράς είναι η πιο πρόσφορη για να δώσει απαντήσεις στα προβλήματα αυτά. Μπορούμε συνεπώς να συμπεράνουμε ότι η υποχώρησή της δεν ανάγεται σε μια ενδογενή αιτία, αλλά είναι επιφαινόμενο ξεπερασμένων αντιλήψεων και επιλογών της πολιτικής της εκπροσώπησης. 

Η Αριστερά θα γίνει εκ νέου δύναμη «επ-ανάστασης» όταν συνειδητοποιήσει ότι σήμερα περισσότερη εξουσία ασκείται πχ από τους ιδιοκτήτες της Google, του Facebook  και της Amazon, απ’ ότι από τους εκλεγμένους της όποιας Βουλής. Όταν επινοήσει τον τρόπο με τον οποίο θα αποκαταστήσει δημοκρατική λειτουργία σε τέτοια κέντρα αφανούς και σκιώδους, αλλά νέας ουσιαστικής εξουσίας. Όταν πείσει τους νέους να μην δωρίζουν τα προσωπικά τους δεδομένα και όλη τη ζωή τους στους σύγχρονους Οργουελικούς big brothers και να μην υποτάσσονται στη νεοφιλελεύθερη νομενκλατούρα του 1%. Όταν θέσει ως κυρίαρχο πολιτικό θέμα την γεφύρωση του χάσματος μεταξύ κράτους-πολίτη και εφεύρει παράλληλα τη δημιουργία ενός δημόσιου τομέα έξω από τα στενά όρια του κράτους.

Σε όσους θεωρούν τέτοιες ιδέες ουτοπικές, απαντάμε ότι όλα τα πολύτιμα κεκτημένα του σήμερα δεν είναι άλλο από τις ουτοπίες του χθες.