Η καταδίκη του Δημήτρη Λιγνάδη από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο, για δύο βιασμούς ανηλίκων, διαβάζεται με δύο τρόπους. Πρώτον, ότι βρέθηκε επισήμως ένοχος για δύο κακουργήματα, χωρίς ποτέ να ομολογήσει, χωρίς να δείξει ίχνος μεταμέλειας ή να ζητήσει συγγνώμη. Δεύτερον, ότι ο Λιγνάδης έπεσε στα μαλακά, ότι το δικαστήριο εξάντλησε την επιείκειά του σε έναν επώνυμο αμετανόητο, με τρόπο που δεν επιφυλάσσεται σε άσημους και φτωχοδιάβολους. 

Ads

Το ένα δεν αναιρεί το άλλο. 

Πράγματι, ο Λιγνάδης κατόρθωσε δια του συνηγόρου του να μετατρέψει τη δίκη σε δίκη των θυμάτων, σε κυνήγι μαρτύρων και δημοσιογράφων, σε πολιτικό θέαμα. Η υπερασπιστική του γραμμή έφτασε να λοιδωρεί τα θηράματα του Λιγνάδη ως βίζιτες, και εμμέσως να προβάλλει την αμοιβή ως ελαφρυντικό για τον βιασμό και την αποπλάνηση ανηλίκου. Τι δικαιώματα να έχει το προσφυγάκι ή το χαμίνι που προσφέρει το σώμα του για το εικοσάρικο του μερακλή; 

Η δίκη εξελίχθηκε, με κύρια ευθύνη της προέδρου, σε δίκη των θυμάτων, των ανήλικων που δεν έχουν το θάρρος να καταγγείλουν τον επώνυμο θηρευτή. Ο ίδιος ο Λιγνάδης, μιλώντας ως υπεραρσενικός, στην απολογία του περιέγραψε απαξιωτικά τη θηλυπρέπεια κάποιου εφήβου. Στη δίκη Λιγνάδη δικαζόταν και ο ομοερωτισμός, ο οποίος επιχειρήθηκε να ταυτιστεί με παρεκκλίνουσα συμπεριφορά.

Ads

Η δίκη επίσης ήταν μια ιστορική δοκιμασία για τη Δικαιοσύνη: Πώς δικάζεται ένας επώνυμος, ένας ισχυρός, κάποιος εκλεκτός του πολιτικού κατεστημένου; Καλλιεργήθηκε μια προσδοκία. Νομίζω ότι αυτή η συγκεκριμένη προσδοκία, διαψευσμένη, τροφοδοτεί τώρα την απογοήτευση και την οργή για την καταδίκη με αναστολή έως την έφεση, μια καταδίκη που του επιτρέπει «να κοιμηθεί απόψε στο κρεβάτι του». 

Κατανοητή η οργή. Κατανοητή και η πικρή διαπίστωση ότι η Δικαιοσύνη εξαντλεί την επιείκειά της ή την αυστηρότητά της αναλόγως με το ποιον έχει στο εδώλιο. Τα συμμεριζόμαστε. 

Παρ’ όλ’ αυτά, ο Λιγνάδης δεν αθωώθηκε. Υπάρχει καταδίκη και μάλιστα βαριά. Η αναστολή έκτισης ποινής δεν είναι αθώωση. Σύμφωνα με τον ισχύοντα Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, η έφεση κατά κανόνα πρέπει έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα για την πρωτόδικη ποινή. Βεβαίως αυτή η αναστολή δεν δίνεται σε πολλές περιπτώσεις, όπως δεν διακόπτεται και η προφυλάκιση, πάντα κατά την κρίση των δικαστών. Οι δικαστές κρίνουν αν ο καταδικασθείς είναι πιθανόν να διαπράξει αδικήματα παρόμοια με αυτά για τα οποία καταδικάστηκε· κρίνουν επίσης αν ο καταδικασθείς έδειξε μεταμέλεια ή παραδέχτηκε ότι έβλαψε κάποιους. Ο εισαγγελέας έκρινε ότι ο Λιγνάδης δεν πληρούσε αυτά τα κριτήρια, και πρότεινε να φυλακιστεί. Οι δικαστές είχαν άλλη γνώμη: απέρριψαν την εισαγγελική πρόταση με ψήφους 4-3, και άφησαν τον Λιγνάδη προσωρινά ελεύθερο έως την εκδίκαση της έφεσης.

Επιείκεια ή συντριβή;

Επιείκεια και δεύτερη ευκαιρία; Ή κολασμός μέχρις εσχάτων; Καλούμαστε να απαντήσουμε σε ένα τέτοιο δίλημμα, χωρίς να υποτιμούμε τη μεροληψία, ταξική και πολιτισμική, των δικαστών, αλλά και χωρίς να αφιστάμεθα από τον σύγχρονο δικαιϊκό πολιτισμό, που δίνει έμφαση όλο και περισσότερο στην αρχή της επιείκειας και της δεύτερης ευκαιρίας. Η Δικαιοσύνη δεν μπορεί να είναι μόνο τιμωρία, κολασμός, συντριβή· τουλάχιστον με φυσικούς, σωματικούς όρους. Το σύγχρονο κράτος δικαίου δεν μπορεί να αναπαραγάγει τον Κώδικα του Χαμουραμπί, τον Μωσαϊκό Νόμο και τη Σαρία. Διαφορετικά, θα ελιθοβολούντο ακόμη μοιχαλίδες και θα ακρωτηριάζονταν πορτοφολάδες.
Το θέμα λοιπόν που επαναφέρει δραματικά η δίκη και η «αναστολή» Λιγνάδη δεν είναι αν αυτός θα συντριβεί, αλλά αν θα καταδικαστεί. Καταδικάστηκε. Νομίζω ότι η καταδίκη του λειτουργεί παραδειγματικά: κανείς δεν ξεφεύγει τελικά. Και δικαιώνει τα θύματά του. Οχι απολύτως ― μα τι σημαίνει απολύτως; Η ανθρώπινη δικαιοσύνη δεν είναι απόλυτη.

Όλα τα υπόλοιπα παραμένουν μέσα στις δικαστικές αίθουσες: η ταξική μεροληψία, η αναπαραγωγή στερεοτύπων και οι κοινωνικές προκαταλήψεις απέναντι σε «παρακατιανούς» μάρτυρες και θύματα, η ειδική μεταχείριση των ισχυρών που κάθονται στο εδώλιο, η ανοχή προς τους επώνυμους θορυβώδεις συνηγόρους. Όλα αυτά τα τοξικά είδαμε στη δίκη Λιγνάδη. Και αυτά πρέπει να μας απασχολούν κατά κύριο λόγο, σαν κοινωνία που θέλει να διασφαλίζει διαρκώς και για όλους την ισονομία και τη δίκαιη δίκη. Η επιμέτρηση της ποινής και η έκτισή της, τώρα ή μετά το Εφετείο, είναι δεύτερο στάδιο, θα έλεγα πιο τεχνικό, όπου και εδώ ασφαλώς κρίνεται η μεροληψία ή και η προκλητικότητα των δικαστικών αποφάσεων. 

Ο Λιγνάδης καταδικάστηκε, με βαριά ποινή, για δύο κακουργήματα, για δύο βιασμούς. Και θα παραμείνει καταδικασμένος και υπόλογος έως το εφετείο. Αυτή η κατάληξη θα έπρεπε να ικανοποιεί την κοινωνία των πολιτών. Δεν την ικανοποιεί· τροφοδοτεί οργή και δυσπιστία προς τη Δικαιοσύνη. Γιατί; Επειδή η κοινωνία δεν πείσθηκε από τον τρόπο διεξαγωγής της δίκης. Επειδή ταυτόχρονα με τη δίκη Λιγνάδη η κοινωνία παρακολουθεί ασύμμετρες εκδηλώσεις επιείκειας και αυστηρότητας· επιείκεια προς τον Κορκονέα και τους δολοφόνους του Ζακ Κωστόπουλου, συντριβή της Ηριάννας παλιότερα, του Μιχαηλίδη τώρα. Δυστυχώς, η επιείκεια της ελληνικής δικαιοσύνης δεν είναι τυφλή.