Η βία στην καθημερινή μας ζωή είναι ένα πολυεπίπεδο και πολύπλοκο φαινόμενο που επηρεάζει κάθε πτυχή της εσωτερικής και εξωτερικής μας πραγματικότητας. Η φύση της βίας μπορεί να είναι φυσική, σεξουαλική, ψυχολογική και η βία που προέρχεται από τη στέρηση, την εγκατάλειψη και τον αποκλεισμό ευπαθών κοινωνικών ομάδων.

Ads

Η τυπολογία της βίας μπορεί να είναι αυτό-καταστροφική (αυτοκτονικότητα, αυτοκτονίες, αυτό-αποκλεισμός), διαπροσωπική (ενδο-οικογενειακή, κοινοτική, σε παιδιά, συντρόφους, ηλικιωμένα άτομα), όπως επίσης και συλλογική (κοινωνική, πολιτική, οικονομική).

Σε αυτό το εξαιρετικά σύντομο σχόλιο που παρατίθεται στο πλαίσιο του διαλόγου στις φιλόξενες στήλες της«Εφημερίδας των Συντακτών», θα περιοριστούμε σε ορισμένες σχηματικές παρατηρήσεις σχετικά με τη συλλογική βία που ενδημεί, ιδιαίτερα την τελευταία περίοδο στη χώρα μας, μέσα από την οπτική της κοινωνικής ψυχιατρικής και της ψυχανάλυσης. Ωστόσο διαπιστώνεται η αναγκαιότητα να γίνει μια συνολική επιστημονική εκτίμηση-αξιολόγηση του πολύπλοκου φαινομένου της βίας στη χώρα μας και να αντιμετωπισθεί και σαν πρόβλημα δημόσιας υγείας (φυσικής, ψυχολογικής, κοινωνικής) και σφαιρικής αντιμετώπισής της και όχι μόνο σαν πεδίο πολιτικής-ιδεολογικής αντιπαράθεσης και διαλόγου μεταξύ των διαφόρων συλλογικοτήτων και πολιτικών κομμάτων.

Η συλλογική βία στη χώρα μας θα μπορούσε να διακριθεί σε 3 αλληλεξαρτώμενα επίπεδα :

Ads

α) Η φασιστική, νέο-ναζιστική, ρατσιστική βία που δυστυχώς, όχι τυχαία, βρίσκει έδαφος και απήχηση σε ευρύτερα απελπισμένα ή οργισμένα με το πολιτικό σύστημα και την οικονομική κρίση κοινωνικά στρώματα. Η μεταμφίεση της ωμής νέο-ναζιστικής βίας σαν «απελευθέρωση» από τη διαφθορά του «σάπιου» πολιτικού συστήματος, αδιαφοροποίητου και σαν συλλήβδην ενοχοποίηση, ενισχύει τον μικροαστικό φθόνο κατά του πολιτισμού, της παιδείας και της καχεκτικής μεταπολιτευτικής δημοκρατίας μας.

Η στάση ανοχής του κρατικού μηχανισμού απέναντι σε ωμές παραβιάσεις της συνταγματικής νομιμότητας των νέο-ναζιστικών ομάδων, η ελλειμματική ή προσχηματική εφαρμογή του νόμου απέναντι σε πράξεις κοινού ποινικού δικαίου στηρίζεται ιδεολογικά από ορισμένους «εντεταλμένους» δημοσιογράφους μέσα από τη ταύτιση της Χ.Α. με το ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ. Καταδικάζοντας τη βία σε κάθε μορφή της, είναι σημαντικό να νοηματοδοτούμε διαφορετικά τη βία του υποκόσμου, των παράνομων ξενοφοβικών οργανωμένων νέο-ναζιστικών ομάδων από τις ακατέργαστες και τυφλές βίαιες εκφορτίσεις αναρχο-αυτόνομων ομάδων.
β) Η πολιτική βία του αναρχο-αυτόνομου χώρου,  που αποτελείται κυρίως από νέους

γ) Η τρομοκρατική βία που ασκείται ύπουλα και εκφοβιστικά είτε από προβοκάτορες των υπολειμμάτων του μετεμφυλιακού παρακράτους, είτε από αριστερίστικες ομάδες που χρησιμοποιούν την ένοπλη βία σαν εργαλείο «επαναστατικής ανατροπής» του καπιταλισμού και της χωλαίνουσας αστικής δημοκρατίας. Φαίνεται ότι οι τελευταίες αυτές ομάδες, παρά τον φορτισμένο ιδεολογικά επαναστατικό λόγο τους, δεν έχουν διδαχθεί ιστορικά τίποτα από την κοινωνική απομόνωση και τελικά ιστορική απαξίωση των Ερυθρών Ταξιαρχιών στην Ιταλία, της Action Directe στη Γαλλία και της ομάδας Μπάαντερ-Μάινχοφ στη Γερμανία. Η ιστορική λήθη είναι σύμμαχος της ακατέργαστης σκέψης. Η ιστορική αυτή συγκυρία που βιώνουμε με τις ιδιαιτερότητες της χώρας μας αλλά και ευρύτερα στον ευρωπαϊκό χώρο, μας προτρέπει να προσδιορίσουμε με μεγαλύτερη σαφήνεια και αναστοχασμό ορισμένες πηγές και μηχανισμούς γέννησης και αναπαραγωγής της συλλογικής βίας.

Τα χαρακτηριστικά της πρωτίστως κοινωνικής και πολιτισμικής κρίσης και δευτερευόντως οικονομικής, έχουν περιγραφεί από πολλούς διανοητές και πολιτικούς αναλυτές διεξοδικά. Απολύτως σχηματικά μπορούμε να αναφερθούμε στον ενδημικό λαϊκισμό, που συγχωνεύθηκε με τα πατροπαράδοτα κοινωνικά χαρακτηριστικά του τοπικού πελατειακού συστήματος, την παρασιτική κατανάλωση, τον ψευδο-ευδαιμονισμό, lifestyle τύπου ΚΛΙΚ,  μέσα από τον αδιέξοδο και ανεύθυνο δρόμο της βραχυπρόθεσμης ευημερίας και παρασιτισμού με δανεικά, τον ελληνοκεντρισμό και την πατριδοκαπηλία, τη διαστροφική-ναρκισσιστική λειτουργία της μεγάλης πλειοψηφίας του πολιτικού μας συστήματος.

 Μέσα από την «άνοδο της ασημαντότητας», την αδυναμία και ακαμψία της Αριστεράς να κατανοήσει σε βάθος τα παραπάνω και να ηγεμονεύσει ιδεολογικά όχι πλέον με συνθήματα αλλά με έναν συγκροτημένο και επεξεργασμένο προγραμματικό λόγο που να δίνει λύσεις στα προβλήματα, η οργανωμένη ανευθυνότητα της Δημόσιας Διοίκησης και η εκτεταμένη ανομία, η καχεκτική και προσχηματική «δήθεν» λειτουργία των θεσμών και μηχανισμών ελέγχου της πολιτείας.

Σε ψυχαναλυτικό επίπεδο, όλος αυτός ο κατακερματισμός της κοινωνικής συνοχής, της ευθραυστότητας και ρήξης των κοινωνικών δεσμών, των δραματικά αυξανόμενων κοινωνικών ανισοτήτων που η ανομία προκαλεί εις βάρος των ασθενέστερων στρωμάτων, βιώνεται σαν μια αδυναμία περίεξης της ατομικής και συλλογικής εμπειρίας, μια απουσία νοηματοδότησης και ελπίδας για το μέλλον και σαν ένα τρομακτικό ψυχικό κενό.

Η κατάργηση της διαμεσολαβητικής λειτουργίας των κοινωνικών και πολιτικών θεσμών στερεί τη δυνατότητα από την κοινωνική ομάδα να εμπεριέχει και να συγκρατεί ανεπιθύμητα συναισθήματα των μελών της, όπως η ψυχική οδύνη, η καταστροφικότητα, η οργή, το χάος.

Οι θεσμοί και οι διάφοροι μηχανισμοί διαμεσολάβησης (έλεγχος, αξιολόγηση, διαβούλευση, εφαρμογή του νόμου, θεσμοθετημένοι χώροι δημοκρατικής λειτουργίας στις τοπικές κοινωνίες και στις κοινωνικές ομάδες κλπ) αδυνατούν να διεκπεραιώνουν αυτή τη ζωτική λειτουργία της περίεξης και νοηματοδότησης του καθημερινού αδιεξόδου και να μετασχηματίσουν σε νόημα και συλλογική δράση. Κατά συνέπεια, η ύπαρξη του άλλου, ιδιαίτερα των νέων, χάνεται στο κενό, σε ένα πηγάδι χωρίς πάτο που μοιάζει να ακυρώνει και να καταστρέφει τη νοηματοδότηση, τη διεργασία της σκέψης, την αναλυτική ικανότητα, τη σύνδεση του συναισθήματος, της σκέψης και της πράξης.

Αυτό το ανυπόφορο ψυχικό κενό συχνά εκφορτίζεται σε βία και καταστροφικότητα που τροφοδοτείται από πρωτόγονους μηχανισμούς άμυνας του ατόμου, όπως η διχοτόμηση, η προβολή, η προβλητική ταύτιση, η παράνοια (καλός/κακός). Έτσι η κοινωνία, ο Άλλος, δεν είναι μέρος μιας κοινής πραγματικότητας που τη μοιραζόμαστε και τη νοηματοδοτούμε, αλλά μια «δέσμη» από προβολές, δηλ. τα αρνητικά κομμάτια του εαυτού μου τα «πετάω» ακατέργαστα στον Άλλον. «Για όλα φταίνε οι άλλοι», μέσα από λαβυρίνθους θεωριών συνομωσίας «όλα ήταν σχεδιασμένα».

Μέσα σε αυτό το εύθραυστο κοινωνικό πλαίσιο της κρίσης, το βίωμα του κενού δεν μετασχηματίζεται στην επώδυνη διαδικασία του αναστοχασμού και της παραγωγής μιας άλλης Αφήγησης, αλλά σε εκφόρτιση και βία. Όπως έξοχα παρατηρεί η ποιήτρια Κική Δημουλά «Το επίδομα των ψευδαισθήσεων κόπηκε. Εκτός και αν μας δώσει κανένα δάνειο η ελπίδα. Και αυτή έχει κατακλέψει την αλήθεια».
 
*Ο Στέλιος Στυλιανίδης είναι Ψυχίατρος-Ψυχαναλυτής  και Αν. Καθηγητής Κοινωνικής Ψυχιατρικής στο Πάντειο Παν/μιο

Εφημερίδα των Συντακτών