Στις δύσκολες εποχές φανερώνεται το μέταλλο που έχουμε εντός μας. Άλλοι/ες μετακινούνται προς την ανθρωποφαγία κι άλλοι προσπαθούν να κατανοήσουν με ανθρωπιά.

Ads

Άλλοι/ες προσπαθούν να αντισταθούν στην υπεραπλούστευση του δίπολου εμβολιασμένοι/ανεμβολίαστοι, αντικαθιστώντας το με το ουσιαστικό δίπολο ανεύθυνοι- υπεύθυνοι, αναγνωρίζοντας πως υπάρχουν εμβολιασμένοι ανεύθυνοι που αφού ολοκλήρωσαν τον εμβολιασμό αμόλυσαν καλούμπα διασπείροντας τον ιο στην κοινότητα κι ανεμβολίαστοι προσεκτικοί που δεν μπορούν να εμβολιαστούν για άλλους λόγους πλυν της συνομωσιολογίας (οι ψέκες που χρησιμοποιούν το θανατικό για να προωθήσουν επί τα χείρω μια μεταβολή πολιτεύματος, οι ψέκες που κατάγγελλαν και την μάσκα πριν βγει το 1ο εμβόλιο όπως τώρα και τα ράπιντ τεστ- δεν με αφορούν, ή μάλλον με αφορούν ως αντίπαλοι της κοινωνίας.).

Έχω πολύ σταθερή άποψη υπέρ των εμβολιασμών. Το κύριο όπλο σου ως ανθρωπότητα είναι η ιατρική τεχνολογία, κι αυτή είναι που πρέπει να παίξει το τρελό σκάκι με τον ιό και τις μεταλλάξεις του, εφευρίσκοντας και νέα όπλα ωσονούπω, προνόμιο που δεν το είχαν οι άλλοι άνθρωποι, και προφανώς και τα άλλα είδη, όποτε τους χτύπησαν με σφοδρότητα πάνω στον ανισόμετρο βράχο της ιστορίας οι πανδημίες.

Προνόμιο που δεν το έχουν ούτε τώρα οι άνθρωποι του 3ου κόσμου που διαδηλώνουν καθημερινά για το προνόμιο του εμβολιασμού. Αλλά η σταθερή άποψη αφορά την δική μας αίσθηση συλλογικής ευθύνης, που δεν μπορεί να συγχέεται με την επιβολή κι ακόμη περισσότερο με την καταρράκωση, την απανθρωποποίηση του άλλου και της άλλης που κάνει μία άλλη επιλογή. Όπως και να έχει κάποιοι.ες θελήσαμε να γίνουμε μέλος μιας υγειονομικής αλυσίδας. Είναι η στάση που προτιμώ. Είναι η στάση που εκτιμώ. Είναι η στάση που προπαγανδίζω. Αλλά ας μην έχουμε την αλαζονεία πως ξέρουμε πώς θα λήξει εύκολα ή μονοσήμαντα η ιστορία. Αυτό άλλωστε βαραίνει ηθικά την επιλογή.

Ads

Αλλά η απανθρωποποίηση του άλλου και της άλλης, η ξενότητα του σε σχέση με την ‘ανθρωπιά’, (αν δεχθούμε αυτόν τον ξεπερασμένο όρο που πριμοδοτεί τον ανθρώπινο ναρκισσισμό εις βάρος άλλων, κάποτε πολυτιμότερων για τον πλανήτη και πάντως πάντα λιγότερο επικίνδυνων μορφών ζωής) μπορεί να έχει πολλές μορφές. Μπορεί, πχ να τον/την αντιμετωπίζεις όχι ως πολύτιμη ζωή (και κάθε ζωή είναι πολύτιμη) αλλά ως αντικείμενο που σου δίνει την ευκαιρία να «επιβεβαιώσεις» τις ιδεοληψίες σου εις βάρος του, εις βάρος του συνόλου. Προπαγανδίζοντας μία πίστη που αδιαφορεί για τον Θάνατο έστω κι ενός αντί να προσπαθεί να υπερασπιστεί την Ζωή όλων.

Τα «ποιοτικά» χαρακτηριστικά, όπως είναι φανερό, βρίσκονται σε συνεχή τριβή με τις κοινωνικές και ιδεολογικές «συντεταγμένες» της ιστορικής στιγμής και της ομάδας (ή μάλλον των ομάδων) στις οποίες αναπτύσσεται. Θρησκόληπτοι και θρησκευάμενοι, αριστεροί και δεξιοί, με διαπερατά συνεχώς τα σύνορα μεταξύ τους, δημιουργούν πρόσκαιρες κοινωνικές συσσωματώσεις με βάση το κυρίαρχο δίπολο των καιρών: Ανορθολογικοί και ορθολογιστές.

Άνθρωποι που κατανοούν πως τα 5 εκατομμύρια νεκροί παγκοσμίως και μάλιστα σε εποχή που υπάρχει η δυνατότητα αντιμετώπισης, αποδεικνύουν το υψηλότατο ποσοστό διασποράς και θανάτων της πανδημίας και πώς δεν έχουμε το δικαίωμα να αδιαφορούμε. Βλέπετε και η Ανθρωποφαγία έχει πολλές μορφές. Και εμβληματική ανάμεσα τους είναι μια απολίτικη, φίλαυτη ανάγνωση της πραγματικότητας, που δεν ξεχωρίζει την πρωταρχική σύγκρουση των καιρών. Είναι ο «Εαυτός» που «δημιουργεί» ο μεσοαστός κυρίως, ο έχων ένα κοινωνικό ή επαγγελματικό ρόλο που δεν του επιτρέπει την έκφραση «ξεκάθαρων» απόψεων σε καιρούς που βάζουν σταυροδρόμια.

Σε περιόδους που οι ταυτότητες βρίσκονται υπό διαπραγμάτευση, οι εσωτερικές συγκρούσεις ή οι διαφορές ταχύτητας μεταξύ των ευρύτερων κοινωνικοοικονομικών αναγκών και των μικροκοινωνιολογικών ή ατομικών πολιτιστικοκοινωνικών αντιλήψεων λύνονται (και) με στρατηγικές που προσπαθούν να συμβιβάσουν δύο διαφορετικά ζητούμενα. Τη «ναρκισσιστική» ανάγκη να βλέπω τον εαυτό μου ως ικανό να κρατά ένα μίνιμουμ ανθρωπισμού και εξελικτικής προσαρμοστικότητας και την ψυχολογική-κοινωνική ανάγκη να ζω σε ένα περιβάλλον σταθερό, που έχω μάθει να αναγνωρίζω στον θρησκευτικό, κοινωνικό ή πολιτικό μου μικρόκοσμο ως «ασφαλές».

Σε αυτό λοιπόν το περιβάλλον, που απαιτεί μια νέα συλλογική συνείδηση και αίσθηση συλλογικής ευθύνης, υπάρχουν άνθρωποι που χρησιμοποιούν την φήμη που τους δίνει το επάγγελμά τους για να προπαγανδίσουν απόψεις αυτοδικαίωσης, κερδίζοντας τα αναμενόμενα λάικ μιας τρελής εποχής, όπου η λέξη Αντίσταση ανατρέπεται εμβληματικά παραδινόμενη στην φιλαυτία αντί στο συλλογικό, στον θάνατο απέναντι στην ζωή, στο απολίτικο απέναντι στο πολιτικό. Και πολιτικό σημαίνει πάντα την σχέση μας με το συλλογικό και ατομικό «άλλο». Δλδ την «Πόλη».

Άνθρωποι που χειραγωγούν το θρησκευτικό συναίσθημα κυρίως των ηλικιωμένων συμπολιτών μας (κι ας γράφεται στο Κατά Ματθαίον Κύριος, τν ἰατρικην ἐπιστήμην τοῖς ἀνθρώποις ἐπέτρεψε») δηλώνοντας σε συνεντεύξεις (πχ Σερβετάλης στον Δανίκα) πως δεν είναι δυνατόν να μεταδίδεται ο ιός από την Θεία Κοινωνία, ενώ εμφανώς το πρόβλημα δεν είναι το περιεχόμενο αγαπητοί/ές θρησκόληπτοι μα το κατασκευασμένο από ανθρώπους σε φθηνά εργοστάσια κοινό κουταλάκι.

Άνθρωποι που χρησιμοποιούν την φήμη τους δίχως να τους νοιάζει αν πάρουν έστω κι έναν άνθρωπο στον λαιμό τους… Άνθρωποι που ενώ εδώ και χρόνια εκφασίζεται η κοινωνία, καταρρέει το κράτος πρόνοιας και μαζί του το ΕΣΥ, πεθαίνουν άνθρωποι διαχωρισμένοι σε γκέτο δίπλα μας στα νησιά, έχει δεχθεί επιθέσεις το Θέατρο στο Παρελθόν όπως στο Χυτήριο, οι ξεχασμένοι/διαχωρισμένοι του 3ου κόσμου διαδηλώνουν για το δικαίωμα στον εμβολιασμό, ΤΩΡΑ, σε κάτι τέτοιο, θΥΜΗΘΗΚΑΝ τους διαχωρισμούς όταν αφορούν κλειστούς χώρους!

Κι ας ξεκίνησε το θέατρο, από την στιγμή που   ο Θέσπις, ένας πολίτης της Αττικής τόλμησε, τέτοιες μέρες ακριβώς στα 534 πΧ, κάτι που δεν είχε φανταστεί κανείς έως τότε. Να ξεχωρίσει τον εξάρχοντα, κι έτσι του έδωσε (μας έδωσε) φωνή.  «Ίσως», όπως γράφτηκε από την Βίκυ Σταμούλη, «η πιο δημοκρατική έκφανση του ανθρώπινου πολιτισμού. Το άτομο διαχωρίζεται από την μάζα, αποκτά δική του φωνή, διαλέγεται κι αποκτά πρόσωπο καθώς στρέφει την όψη του στον Άλλο». Τον βλέπει. Τον ακούει. Συνδιαλέγεται με τις ανάγκες του.

Συνδιαλέγεται με την Ανάγκη για Ζωή!  Κι ας μπορεί το Θέατρο, ως βαθιά δημοκρατικό, να κατέβει στις πλατείες ξεπερνώντας το υπαρκτό πρόσκομμα των κλειστών χώρων. Αλλά κάποιοι, βαθιά νάρκισσοι κι αυτοαναφορικοί απέναντι στις προκλήσεις των καιρών, δεν θέλουν να ξεβολευτούν. Προτιμούν να ηρωοποιούνται σε ένα κοινό που λίγο θέλει να τους επιβραβεύσει και πολιτικά. Προτιμούν σε συνεντεύξεις ή σε άρθρα τους να προβάλλουν είτε έμεσα είτε άμεσα, εμάς όχι ως ανθρώπους που ανησυχούν και πράττουν, μα ως υπέρμαχους του εξαποδώ ή της νέας τάξης πραγμάτων, κι ας μην μας συνόδεψαν ποτέ στους αγώνες μας.

«Αυτοί είναι οι άνθρωποι…τους βλέπεις; Κοίτα πόσο είναι χαρούμενοι! Νιώθουνε ευδαιμονία μεσ’ στο καινούριο τους πετσί!!Και δεν μοιάζουνε καθόλου τρελοί, δείχνουνε φυσιολογικότατοι. Θα πρέπει ν’ αποφάσισαν να μεταμορφωθούν,ύστερα από πολύ μεγάλη σκέψη.» έγραψε ο Ιονέσκο στον Ρινόκερο. Κι είναι γνωστό πως ο Ιονέσκο εμπνεύστηκε τον Ρινόκερο όταν είδε μια πομπή του Χίτλερ που προπαγάνδιζε τον Θάνατο, να προκαλεί «ευδαιμονική αναταραχή» στους ακολούθους του. Κι αυτή η υπεράσπιση του Θανάτου, που έχει πολλές μορφές και αποκρυσταλλώνεται τώρα στην «μεγάλη ευκαιρία» της Πανδημίας, προτεραιοποιώντας την ατομική σωτηρία όχι των Χριστιανών αλλά τον θρησκόληπτων που τοκίζουν την απόκτηση ενός ατομικού παραδείσου με «κάθε κόστος» κυνικότερα από όσο οι κεφαλαιοκράτες τα φράγκα τους  εις βάρος του συνόλου, αυτή η φαύλη σύγκριση με δικτατορίες κακομαθημένων που έχουν το δικαίωμα να εκφράζονται αμετροεπώς ακόμη και με κόστος για τους άλλους (και καλώς το έχουν, μα και καλώς κρινόμαστε κι αυτοί κι εμείς γύρω από αυτό) αποτελεί την αληθινή ρινοκεροποίηση της κοινωνίας μας…

Τελικά, σε σχέση με τους κλειστούς χώρους θεάτρου και το δικαίωμα/υποχρέωση των συντελεστών τους να ζητούν ράπιντ και εμβολιασμό, όπως και σε σχέση με το κακομαθημένο κοινό του 1ου κόσμου που τώρα το έπιασε η πρεμούρα για το θέατρο για να ακκίζονται ως καλλιεργημένοι και φιλάνθρωποι αυθαίρετα και ξαφνικά, ισχύει (όπως και πριν) η φράση της Σάρα Κέην: «Δεν θέλω να γράφω θέατρο για ένα κοινό που θέλει να περνάει καλά το Σαββατόβραδο γυρίζοντας στην βόλεψη και στον ψευτοπολιτισμό του».