Η οικονομική ανάπτυξη, δεν υπήρχε από πάντα. Πώς μπόρεσε, επομένως, να γίνει η πιο ισχυρή ιδεολογικά δικαιολογία του καπιταλισμού;
 
Όταν συναντήθηκαν, στις αρχές του περασμένου Σεπτέμβρη, οι ηγέτες των οικονομικά ισχυρών χωρών του κόσμου για τη Σύνοδο Κορυφής της G-20 στη Hangzhou της Κίνας, και πάλι διατράνωσαν τη βούλησή τους και υποσχέθηκαν: Ανάπτυξη πάνω απ ‘όλα!

Ads

Από την προπαρασκευαστική συνάντηση στις αρχές Αυγούστου ήδη, είχαν παραπονεθεί οι υπουργοί Οικονομικών και οι κεντρικοί τραπεζίτες, ότι η χαμηλή παγκόσμια ανάπτυξη, από την εμφάνιση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης πριν από επτά χρόνια, έγινε η «νέα κανονικότητα». Αλλά όπως και τα τελευταία χρόνια, οι κυβερνήσεις και οι εταιρείες σε όλο τον κόσμο ήλπιζαν ότι η σύνοδος κορυφής θα δημιουργούσε τις συνθήκες για επιστροφή σε προ κρίσης ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης και, συνεπώς, επιστροφή στην ευημερία, τη δικαιοσύνη και την αειφορία.

 Αλλά αυτές οι υποσχέσεις χάνουν όλο και περισσότερο σε αξιοπιστία. Η εστίαση σε μια συνεχή αύξηση των ΑΕΠ, στο κέντρο της μοντέρνας θρησκείας της συνεχούς επέκτασης που εκφράζεται με το δόγμα του ” γρηγορότερα, περισσότερα, περαιτέρω αναβάθμιση”, δέχεται πλέον μεγάλη κριτική. Διότι ανεξάρτητες αναλύσεις δείχνουν: από την ανάπτυξη επωφελούνται ιδιαίτερα οι πλουσιότεροι, η ανισότητα αυξάνεται, η φέρουσα οικολογική ικανότητα του πλανήτη έχει προ πολλού υπερκερασθεί, και οι ρυθμοί ανάπτυξης μειώνονται σταθερά. Ορισμένοι μάλιστα μιλούν για μακροπρόθεσμη στασιμότητα.

Η ιδέα της ανάπτυξης βιώνει μια ιδεολογική κρίση. Παρ ‘όλα αυτά, Οι G 20 δεν είναι μόνοι με το αίτημά τους: Η πολιτική και κοινωνική έμφαση στην οικονομική ανάπτυξη ως πανάκεια και ως καθολικό μέτρο της προόδου, του εκσυγχρονισμού και της μεγέθυνσης συνεχίζεται αμείωτη. Πώς είναι δυνατόν να συνεχίζουν οι κυβερνήσεις και οι διεθνείς οργανισμοί να επικεντρώνονται στην ανάπτυξη, παρά την εξέχουσα κριτική και την άνοδο του κοινωνικού σκεπτικισμού; Για να γίνει αυτό κατανοητό, αξίζει να ρίξουμε μια ματιά στην ιστορία.

Ads

Η πρόοδος ταυτίζεται με την συνεχή επέκταση

Η οικονομική ανάπτυξη εμφανίζεται τόσο αυτονόητη, που ξεχνιέται εύκολα το γεγονός ότι όχι μόνο η πραγματικότητα της οικονομικής ανάπτυξης, αλλά και η συζήτηση γύρω από αυτήν είναι εκπληκτικά νέα φαινόμενα. Σχετικοί ρυθμοί ανάπτυξης υπάρχουν για πρώτη φορά μετά την καπιταλιστική εκβιομηχάνιση που βασίσθηκε στα ορυκτά καύσιμα, τον 18ο αιώνα.

Η έμφαση στην ανάπτυξη με τη σύγχρονη έννοια, εμφανίσθηκε μόνο από τα μέσα του 20ου αιώνα. Η διεθνής τυποποίηση των στατιστικών στοιχείων που καθορίζουν το ΑΕΠ σε κάθε χώρα,  έκαναν δυνατή, από τη 10ετία του 1940 και μετά, τη σύλληψη ενός σχεδίου για μια συγκρίσιμη και ενιαία- στο χρόνο και το χώρο- «οικονομία». Μόνο έτσι μπόρεσε να μετρηθεί τι θα πρέπει να αυξηθεί: οι συνολικές συναλλαγές στην αγορά εντός εθνικών συνόρων, κάθε χρόνο.

Μόνο μετά από αυτό επικράτησε η ιδέα ότι είναι δυνατή η μακροπρόθεσμη, σταθερή και απεριόριστη ανάπτυξη. Η οικονομική ή η κοινωνική πρόοδος γενικά, εξισώθηκε με τη συνεχή επέκταση των συναλλαγών στην αγορά.

Ακόμα και στις πολιτικές συζητήσεις, αμέσως μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο, η ιδέα της οικονομικής ανάπτυξης ήταν εμφανώς απούσα. Τα βασικά ενδιαφέροντα της τότε συζήτησης ήταν η πλήρης απασχόληση, η σταθερότητα και η ανοικοδόμηση. Όμως, στα επόμενα χρόνια, η με αυτήν την έννοια ανάπτυξη, εκτοξεύθηκε στην πρώτη γραμμή των στόχων της πολιτικής, στο πλαίσιο της αποαποικιοποίησης και του Ψυχρού Πολέμου, που επικράτησε. Και δεν διήρκησε πολύ ώσπου-από τα μέσα του 1950- η οικονομική ανάπτυξη να γίνει αποδεκτή σαν μέτρο της προόδου, όχι μόνο στις βιομηχανικές καπιταλιστικές χώρες, αλλά παγκοσμίως.

Εθνικά κράτη και πολιτικά συστήματα δεν ανταγωνίζονταν πια σε σχέση με την ισότητα, τη χειραφέτηση ή την απασχόληση, αλλά από την άποψη της ποσότητας των αγαθών και των υπηρεσιών, που θα μπορούσε να παράγει μια χώρα. Η πολιτική έμφαση στην ανάπτυξη κατά την περίοδο αυτή, πήρε τη μορφή διακήρυξης των κομμάτων σε κάθε χώρα για τον στόχο της αύξησης του ΑΕΠ της.

Η Αντίληψη ότι όλοι μπορούν να επωφεληθούν από την μεγέθυνση της τούρτας

Οι πιο γνωστές διακηρύξεις για ανάπτυξη έγιναν στη Σοβιετική Ένωση. Ο Nikita Chruschtschow δήλωνε για παράδειγμα το 1958: « Η ανάπτυξη της βιομηχανικής και γεωργικής παραγωγής είναι ο πολιορκητικός κριός με τον οποίο θα καταστρέψουμε το καπιταλιστικό σύστημα». Αλλά όχι μόνο χώρες του κεντρικού πλάνου της οικονομίας έκαναν τέτοιες διακηρύξεις για πολιτικούς στόχους μεγέθυνσης των οικονομικών αριθμών. Από την πρώτη υπουργική συνάντηση των χωρών του ΟΟΣΑ τον Νοέμβριο του 1961, η οικονομική οργάνωση υιοθέτησε το διασημότερο στόχο της Δύσης για την ανάπτυξη: το ακαθάριστο εθνικό προϊόν(ΑΕΠ) των χωρών του ΟΟΣΑ θα πρέπει να αυξηθεί μέσα σε 10 χρόνια κατά 50%.

Αυτό συμβόλιζε το όραμα που επικρατούσε τότε για την ανθρώπινη πρόοδο. Ο ίδιος ο ΟΟΣΑ είχε περιγραφεί πολύ εύστοχα τότε  από έναν ανώτερο διευθυντή του, σαν τη « Σφραγίδα Ανάπτυξης των βιομηχανικών χωρών», στην οποία «η ανάπτυξη χάριν της ανάπτυξης ήταν ο υπέρτατος και αδιαμφισβήτητος στόχος». Πολύπλοκα κοινωνικά προβλήματα – από την εκπαίδευση και τις διαφορές των φύλων, μέχρι την αναπτυξιακή πολιτική- υποβιβάσθηκαν έτσι στις οικονομικές πτυχές τους, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι άλλες τους διαστάσεις.

Στις μεταπολεμικές δεκαετίες, στο μοντέλο ανάπτυξης αποδόθηκε έτσι ένας ρόλος κλειδί: Το ζήτημα της διανομής εκτοπίσθηκε μέσω των πολιτικών ανάπτυξης και οι κοινωνικές συγκρούσεις αντιμετωπίσθηκαν ως τεχνικά προβλήματα, τα οποία – έτσι η υπόθεση – μπορεί να επιλυθούν από οικονομικούς εμπειρογνώμονες. Η ιδεολογία της ανάπτυξης δημιούργησε λοιπόν την ιδέα ότι όλοι μπορούν να επωφεληθούν από την αυξανόμενη πίττα, και έβαλε την ανάπτυξη στο κέντρο του «γενικού συμφέροντος».

Ότι αυτό είναι περισσότερο ιδεολογία παρά πραγματικότητα, επικρίνεται, αφότου υπάρχει η αναπτυξιακή αφήγηση. Ειδικά στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και τα χρόνια του ’70, υπήρξε μια πολύ ευρεία συζήτηση στην κοινωνία σχετικά με τα κοινωνικά και περιβαλλοντικά κόστη αυτής της επιμονής στην ανάπτυξη. Από τότε που αυτή η κριτική περιθωριοποιήθηκε από την έννοια της «βιώσιμης ανάπτυξης» και από ένα κύμα νεοφιλελεύθερου ριζοσπαστισμού της αγοράς, επανέρχεται δριμύτερη, μετά τη Μεγάλη Ύφεση του 2008.

Με τον όρο «Αποανάπτυξη»-ο οποίος όρος μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο επιτυχημένος για να εκφράσει την οπισθοχώρηση του ιδεολογήματος της ανάπτυξης και την «από-μεγέθυνση»- αυτή η προϋπάρχουσα κριτική έγινε πάλι αιχμηρή και έχει πάρει τη μορφή ενός πολιτικού ρεύματος. Το κίνημα έχει θέσει ως στόχο να ξεπερασθεί η αφήγηση αυτή της ανάπτυξης και το οικονομικό και καταναλωτικό μοντέλο που τη συνοδεύει και την νομιμοποιεί. Αντ ‘αυτού, ψάχνει για εναλλακτικές λύσεις.

Δεν αρκεί να επικεντρωθεί κανείς στην ανάπτυξη

Η ανάπτυξη στις σύγχρονες κοινωνίες έχει γίνει ίσως το πιο ισχυρό ιδεολογικό όπλο του καπιταλισμού. Όπως και στις άλλες ιδεολογίες πρόκειται, στο βάθος, για φαντασιακές λύσεις σε πραγματικές κοινωνικές αντιφάσεις και συγκρούσεις. Δεν είναι μόνο η ανισότητα – όπως έχει πρόσφατα επεξηγηθεί από τον Πικετί και άλλους – και το άνοιγμα της ψαλίδας μεταξύ πλούσιων και φτωχών που δικαιολογούνται ως προσωρινά φαινόμενα, τα οποία πρέπει να αντιμετωπιστούν με μεγαλύτερη ανάπτυξη στο μέλλον.

Και άλλες επίσης κοινωνικές διαιρέσεις, που έχουν δημιουργηθεί στη βάση του ρατσισμού και του σεξισμού παρουσιάζονται σαν να μπορούν να αρθούν με οικονομικά μέσα. Η ένταξη στην αγορά εργασίας, οι μελλοντικές αυξήσεις των μισθών και η επιχειρηματική επιτυχία για όλους, πρόκειται κάποια χρονική στιγμή να διευθετηθούν, με αυτόν τον τρόπο υποστηρίζεται η ιδέα της ανάπτυξης.
Ωστόσο, στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής, της έλλειψης πόρων και των τρεχουσών τάσεων στασιμότητας, αυτή η πεποίθηση αποδεικνύεται σαν την μεγαλύτερη ουτοπία. Ως αποτέλεσμα της χρηματιστικοποίησης και της αύξησης των ανισοτήτων, από την περισσότερη ανάπτυξη στις βιομηχανικές χώρες, επωφελούνται για δεκαετίες κυρίως οι εταιρείες και οι πλούσιοι.

Επειδή η ανάπτυξη δεν μετρά την ευημερία, αλλά την αύξηση των συναλλαγών στα πλαίσια της αγοράς, πράγμα που αποτελεί και τη βάση των επιχειρηματικών κερδών, τα συμφέροντα των λίγων παρουσιάζονται ως το γενικό συμφέρον. Για να επιλύει κανείς τις πραγματικές κοινωνικές συγκρούσεις, επομένως, δεν αρκεί να βασίζεται στην περισσότερη ανάπτυξη. Θα πρέπει να διερευνήσει, να δοκιμάσει και να ακολουθήσει άλλους δρόμους.

Ήταν ίσως τυχαίο ότι σχεδόν ταυτόχρονα με τη Σύνοδο Κορυφής των G-20, έλαβε χώρα στη Βουδαπέστη το 5ο Διεθνές Συνέδριο  για την Αποανάπτυξη, όπου ακριβώς αυτό αναλύθηκε. Ενώ οι «από πάνω» προσπαθούν να κρατήσουν στη ζωή το προβληματικό μοντέλο της ανάπτυξης, παρά τα διάφορα φαινόμενα της κρίσης, οι «από κάτω» αναπτύσσουν ήδη συγκεκριμένες ουτοπίες για την ευζωία τους, που δεν εξαρτώνται από την ανάπτυξη. Οι ιδέες κυμαίνονται: από τη δοκιμή εναλλακτικών τρόπων διαβίωσης με κοινοτικούς κήπους και εργαστήρια επισκευών, μέχρι για διάφορες μορφές αντίστασης- διαμαρτυρίας και για επιστημονική ανάλυση οικονομικών συστημάτων που δεν βασίζονται στην «ανάπτυξη».

Αν και ακόμα βρισκόμαστε στην αρχή: οικονομική ανάπτυξη δεν υπήρχε πάντα, και αργά ή γρήγορα θα έρθει το τέλος της. Είναι εκ των ουκ άνευ να σκεφθούμε όλοι «οι από κάτω» πάνω στο ζήτημα της «μετά την ανάπτυξη εποχής», για το πέρασμα σε μετακαπιταλιστικές κοινωνίες, σε κοινωνίες ευζωίας, στη βάση της λιγότερης κατανάλωσης, του μικρότερου οικολογικού αποτυπώματος, της κοινωνικής ισότητας και δικαιοσύνης, της αυτοκυβέρνησης με άμεση δημοκρατία και των κοινοτικών τρόπων θέσμισης και οργάνωσης. 

Όπως δήλωσε και ο καθηγητής του αυτόνομου πανεπιστημίου της Βαρκελώνης Γιώργος Καλλής, εκ των πρωταγωνιστών των συνεδρίων για την από-ανάπτυξη: «Το ερώτημα είναι: ποια κατεύθυνση παίρνουμε; Σήμερα κυριαρχεί η άποψη ότι θα πρέπει να σώσουμε την οικονομική ανάπτυξη με οποιοδήποτε κόστος. Με λιτότητα, με μείωση παροχών και με ξεζούμισμα των τελευταίων αποθεμάτων. Η κοινότητα της Αποανάπτυξης προτιμά καλύτερα να δημιουργήσει κάτι νέο[1]».

https://www.topikopoiisi.eu/
 


[1]Yes, We Can Prosper Without Growth: https://www.degrowth.org/yes-we-can-prosper-without-growth