«Όλοι μιλάνε για τον καιρό, εμείς όχι!» Με αυτή τη φράση, πλασαρισμένη σε ένα πλακάτ κάτω από τις προτομές των Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν, διακήρυττε το 1968 ο Γερμανικός Σοσιαλιστικός Σύνδεσμος SDS, που είχε αποκλειστεί από το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα λόγω αριστερισμού, ότι η ώρα ενδείκνυται όχι για φλυαρίες περί ανέμων και υδάτων, αλλά για επαναστατική δράση –ενάντια στον πόλεμο στο Βιετνάμ, την Χούντα στην Ελλάδα, την εκμετάλλευση του Τρίτου Κόσμου από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.

Ads

53 χρόνια αργότερα είναι οι Αριστεροί στη Γερμανία που φλυαρούν ακατάσχετα για τα καιρικά φαινόμενα. Η όλο και ταχύτερα συντελούμενη καταστροφή της φύσης τους έχει κάνει πιο οικολόγους και από τους Πράσινους.

Όμως ποιος τους ακούει. Ενόψει των βουλευτικών εκλογών της προσεχούς Κυριακής, η προσοχή του πολύ κόσμου στρέφεται κυρίως προς τρία άλλα κόμματα: το SPD (Σοσιαλδημοκράτες), την «Ένωση» του CDU και CSU (Χριστιανοδημοκράτες) και τους Πράσινους. Ακόμη και οι Φιλελεύθεροι (FDP) και η ακροδεξιά «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD) βρίσκουν πολύ μεγαλύτερη απήχηση από τη Linke (Αριστερά) που με το 6% των ψήφων που παίρνει στις δημοσκοπήσεις βρίσκεται μόλις λίγο πιο πάνω από το απαραίτητο για την είσοδο στη Βουλή όριο του 5%.

Οι εμπρηστές ως πυροσβέστες

Ανάποδος κόσμος: Τη στιγμή που το σύμπαν καίγεται, η πυρόσβεση ανατίθεται είτε στους εμπρηστές, όπως οι Χριστιανοδημοκράτες είτε σε άτολμους πυροσβέστες, όπως οι Σοσιαλδημοκράτες και οι Πράσινοι.

Ads

Η κρίση είναι ολόπλευρη και ξεπερνά κάθε άλλη μεταπολεμικά. Κι αυτό έχει αρνητικό ψυχολογικό αντίκτυπο. Mε τον Covid-19 –παρά τον εμβολιασμό της πλειοψηφίας του πληθυσμού– να συνεχίζει να θερίζει, οι αντοχές μειώνονται. Το ίδιο και με το κλίμα στην εντατική, τα δάση στην πυρά, τις πόλεις στις πλημμύρες, την οικονομία κρατημένη όρθια μόνο χάρη στα δεκανίκια του κράτους και τη γερμανική, όπως και την ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική στα συντρίμμια ύστερα από το φιάσκο στο Αφγανιστάν και την «προδοσία» των Γάλλων από τους Αμερικανούς και Βρετανούς στο θέμα του εξοπλισμού της Αυστραλίας. Σε αυτά προστίθενται τα συσσωρευμένα προβλήματα δεκαετιών, δομικά και μη, όπως:

Οι «τρύπες», ή μάλλον οι «κρατήρες» στις δημόσιες υποδομές. Οι περισσότερες Autobahnen, τα σχολικά κτίρια, τα τηλεπικοινωνιακά δίκτυα, κλπ., χρήζουν πλήρους ανακαίνισης. Το κόστος της, σύμφωνα με μια πρόσφατα δημοσιευμένη μελέτη στο Βερολίνο («After Merkel», βλ. Economist, 21.09.2021) υπολογίζεται σε πολλές εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ ταυτόχρονα πρέπει να γίνουν μια σειρά μεταρρυθμίσεις για τον περιορισμό της γραφειοκρατίας και τη δραστική μείωση των (εν πολλοίς άχρηστων και επιβλαβών) υποδομών. Τίποτα από αυτά δεν έχει δρομολογηθεί.

Το «χάλι» της αυτοκινητοβιομηχανίας, της κυριότερης βιομηχανία της χώρας. Ο κλάδος στενάζει ακόμα από το τεράστιο σκάνδαλο του λανθασμένου λογισμικού που κατέβαζε δραστικά τις τιμές των εκπεμπόμενων δηλητηριωδών ρύπων και εξαπατούσε έτσι τους πελάτες και τις Αρχές. Επιπλέον, οι πολυεθνικές, όπως η VW, η BMW και η Mercedes, έχουν χάσει το τρένο του εκσυγχρονισμού: Όλα δείχνουν ότι θα παραδώσουν στους πελάτες μόνο ένα κλάσμα από τα 14 εκατομμύρια ηλεκτροκίνητα αυτοκίνητα, που έχουν προγραμματίσει να παράγουν μέχρι το 2030.

Η προϊούσα γήρανση του πληθυσμού, που μεταξύ άλλων, απειλεί με κατάρρευση τα ασφαλιστικά ταμεία. Εις μάτην προειδοποιούν οι ειδικοί, ότι η Γερμανία πρέπει να ανοίξει τις πύλες της στους ξένους. Η ξενοφοβική πολιτική της τελευταίας εξαετίας αποδεικνύεται αυτοκτονική και για την ίδια τη χώρα.

Ριζοσπαστισμός στα αζήτητα

Επόμενο έτσι να τίθεται αντικειμενικά θέμα ριζικής αλλαγής, ιδίως τώρα που με την αποχώρηση της Άνγκελα Μέρκελ από την καγκελαρία, δίνεται μοναδική ευκαιρία γι’ αυτό. «Οι τελευταίοι μήνες της θητείας της χαρακτηρίζονταν από απραξία και στασιμότητα» λέει παρατηρητής. Αν αυτό συνεχιζόταν, προσθέτει, θα φτάναμε σε ένα είδος «νεκροκαπιταλισμού» σε αναλογία με τον «νεκροσιαλισμό» στην ύστερη περίοδο της διακυβέρνησης του Λέονιντ Μπρέζνεβ.

Μόνο που ο υποκειμενικός παράγοντας δεν συμβαδίζει με τον αντικειμενικό. Ο αέρας της αλλαγής πνέει αδύναμα. Και οι τρεις δυνητικοί διάδοχοι της Μέρκελ: ο χριστιανοδημοκράτης Άρμιν Λάσετ, ο σοσιαλδημοκράτης Όλαφ Σολτς και η πράσινη Αναλένα Μπέρμποκ, κάνουν λίγα για να τον δυναμώσουν. Ο Λάσετ θέλει, όπως λέει, να «δώσει φτερά» στην οικονομία, εφαρμόζοντας ένα τεχνολογικά μετεξελιγμένο νεοφιλελευθερισμό· ο Σολτς ακολουθεί μια «μετριοπαθή» γραμμή, που συνδυάζει οικολογικά μέτρα, όπως τη μείωση των ατμοσφαιρικών ρύπων, με δημοφιλή οικονομικά, όπως υψηλότερους φόρους για τους πλούσιους και αύξηση του κατώτερου μισθού στα 12 ευρώ· και η Μπέρμποκ υπεραμύνεται ενός «πράσινου καπιταλισμού», των κυρώσεων εναντίον της Ρωσίας και της Κίνας και της συγκρότησης ενός ευρωπαϊκού στρατεύματος.Πολιτικές δηλαδή, που αφήνουν ασυγκίνητη την πλειοψηφία των ψηφοφόρων, που διψά για ριζοσπαστικές λύσεις.

Το τι σημαίνει εδώ «ριζοσπαστισμός» εξήγησε τις προάλλες ο συμπρόεδρος των Πράσινων Ρόμπερτ Χάμπεκ. Ο στόχος του περιορισμού της αύξησης της θερμοκρασίας στο 1,5° έως το 2030 σε πλανητικό επίπεδο, είπε, μπορεί να επιτευχθεί μόνο όταν η υλοποίησή του είναι «εμπροσθοβαρής», όχι γραμμική, όταν δηλαδή τα περισσότερα από τα προβλεπόμενα μέτρα γι’ αυτό εφαρμοσθούν τα επόμενα 2-3 χρόνια. Προς το σκοπό αυτό πρότεινε για την Γερμανία, πρώτον, να κλείσουν με συνοπτικές διαδικασίες όλα τα ανθρακωρυχεία, και δεύτερον να περιοριστεί στο έπακρο η κυκλοφορία των Ι.Χ. με κινητήρες εσωτερικής καύσης.

Αυτό θα επέφερε ανατροπή στον ενεργειακό τομέα και θα κόστιζε τη θέση εργασίας σε δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενους, στους οποίους, σε αντιστάθμισμα, θα έπρεπε στη συνέχεια να προσφερθεί μια άλλη ισοδύναμη απασχόληση. Μόνο που και αυτή η όντως ριζοσπαστική πρόταση παραμένει μετέωρη, επειδή αποτελεί προσωπική του άποψη και όχι μέρος του επιχειρησιακού προγράμματος του κόμματος του. Οι άλλοι υποψήφιοι καγκελάριοι την απορρίπτουν έτσι κι αλλιώς για δικούς  τους λόγους.  Ο μεν Λάσετ επειδή νομίζει ότι το πρόβλημα θα λυθεί σε χρόνο ρεκόρ «από τους θαυμάσιους Γερμανούς ερευνητές και μηχανικούς» στον ιδιωτικό τομέα, ο δε Σολτς επειδή φοβάται, ότι έτσι θα χάσει τις ψήφους των ανθρακωρύχων και εκείνων των αυτοκινητιστών, που δυσκολεύονται οικονομικά να αγοράσουν ηλεκτροκίνητα αυτοκίνητα.

Τέλος της πολιτικής σταθερότητας

Αυτό το χάσμα μεταξύ παροξυμμένων προβλημάτων και ανεπαρκών έως επιβλαβών λύσεων έχει βαρύνουσες πολιτικές συνέπειες. Με πρώτη και κύρια την κρίση του κομματικού συστήματος: Η πάλαι ποτέ πολιτική σταθερότητα της Γερμανίας, που ήταν μεταπολεμικά υποδειγματική στην Ευρώπη, έχει εξανεμισθεί, οι ψηφοφόροι ζουν σε συνεχή παραζάλη, η ισχύς των κομμάτων μεταβάλλεται δραματικά από εβδομάδα σε εβδομάδα, ενίοτε και από μέρα σε μέρα.

Έτσι ενώ οι Χριστιανοδημοκράτες έπιαναν πριν ένα χρόνο «ταβάνι» στις δημοσκοπήσεις προσεγγίζοντας το 40%, σήμερα κινούνται ανάμεσα στο 21% και το 22%. Σκωτσέζικο ντους υφίστανται και οι Πράσινοι, που τον περασμένο Απρίλιο, αμέσως μετά την εκλογή της Μπέρμποκ σε υποψήφια καγκελάριο, ξεπερνούσαν το 30%, ενώ σήμερα πέφτουν στο 15% έως 16%. Αντίστροφη είναι η εξέλιξη στους Σοσιαλδημοκράτες που τους τελευταίους μήνες ανέβασαν το ποσοστό τους από 15%, στο οποίο ήταν κολλημένοι για χρόνια, στο 25%-26%. «Θηριώδη» είναι κατ΄επέκταση και τα «σκαμπανεβάσματα» στη δημοφιλία των υποψήφιων καγκελάριων με τον Σολτς να κυριαρχεί τελευταία με ποσοστό άνω του 40% και με την Μπέρμποκ και τον Λάσετ να ακολουθούν λαχανιασμένοι και σε μεγάλη απόσταση πίσω του (24% και 26% αντίστοιχα).

Οι ανατροπές αυτές έχουν βέβαια και προσωπική διάσταση: Χωρίς τον Άρμιν Λάσετ, έναν πολιτικό χωρίς «χάρισμα και χάρη», οι Χριστιανοδημοκράτες δεν θα είχαν πιθανότατα υποστεί τόσο απίστευτη φθορά. Αν στη θέση του ως υποψήφιος καγκελάριος είχε πάρει ο εσωκομματικός του ανταγωνιστής Μάρκους Ζέντερ μπορεί μάλιστα να είχαν διατηρήσει την πρωτιά στις δημοσκοπήσεις. Το παράδοξο είναι μόνο ότι και ο Σολτς δεν είναι το υπόδειγμα ελκυστικού πολιτικού. Όχι μόνο λόγω του παρελθόντος του, (καταρχάς ως σκληρού «σερίφη» στο υπουργείο εσωτερικών του κρατιδίου του Αμβούργου και λίγο αργότερα ως «πρωτοπαλίκαρου» του Γκέρχαρτ Σρέντερ κατά την επιβολή της διαβόητης «Agenda 2010», που οδήγησε στην συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους), αλλά και λόγω του ανιαρού, εκνευριστικού σχεδόν, τρόπου ομιλίας του.

Το προβάδισμά του εξηγείται λοιπόν περισσότερο με την γενικότερη πολιτική του κόμματός του, παρά με την ιδιομορφία της προσωπικότητάς του. Παράδειγμα, η πρόσφατη αποκήρυξη της Agenda 2010 από το SPD και η προβολή του φιλολαϊκού προφίλ του· ή, η αδιάλειπτη  συμμετοχή του στην κοινωνία των πολιτών (συνδικάτα, δήμοι, σύλλογοι, εκκλησία, κλπ.), που του επιτρέπει να κινητοποιεί στις πλέον κρίσιμες στιγμές μεγάλες εφεδρείες ψηφοφόρων, και πάει λέγοντας.

Το ίδιο βασικά ισχύει και για την πτώση της δημοτικότητας των δυο ανταγωνιστών του. Ο Λάσετ πληρώνει την αδυναμία του κόμματός του να καταλάβει τα σημεία των καιρών, ήτοι την αλλαγή της ψυχοσύνθεσης του πληθυσμού που ύστερα από το σοκ της πανδημίας και των συναφών με αυτήν κρίσεων δεν θέλει να επανέλθει στην παλιά χριστιανοδημοκρατική «κανονικότητα». Και η Μπέρμποκ πέφτει προφανώς θύμα της μεταμόρφωσης των Πράσινων από φορέα των πιο ριζοσπαστικών κινημάτων σε άνευρο κόμμα της πεφωτισμένης μεσαίας τάξης.

Η αλλαγή τραβά την ανηφόρα

Λίγες μέρες πάντως πριν από την προσέλευση στις κάλπες τα υπεράνω αναφερθέντα εκλογικά ποσοστά φαίνονταν παγιωμένα. Η επιστράτευση, κυριολεκτικά στο «παρά ένα», της Μέρκελ (που μέχρι τότε υποδυόταν περίπου την Σφίγγα) στο πλευρό του Λάσετ, δεν πρόκειται μάλλον να αλλάξει πολλά. Εκτός απροόπτου λοιπόν οι νικητές των εκλογών θα είναι οι Σοσιαλδημοκράτες και οι Πράσινοι, που κατά πάσα επίσης πιθανότητα θα σχηματίσουν κυβέρνηση με τον Σολτς ως καγκελάριο. Η αλλαγή λοιπόν, έστω και ξεψυχισμένη, τραβάει την ανηφόρα.

Ανοικτό παραμένει μόνο το ερώτημα, για το ποιος θα είναι ο τρίτος κυβερνητικός εταίρος, δεδομένου ότι τα δυο κόμματα δεν επιτυγχάνουν με τα μέχρι τώρα δημοσκοπικά ποσοστά τους αυτοδυναμία στις έδρες. Οι Χριστιανοδημοκράτες αποκλείονται εξ αντικειμένου, δεδομένου ότι δεν δέχονται να παίζουν το δεύτερο βιολί στην κυβέρνηση, το ίδιο και η ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία, η οποία αντιμετωπίζεται ως  Παρίας από όλα τα κόμματα του «δημοκρατικού τόξου».
Απομένουν λοιπόν δυο δυνητικοί εταίροι. Ο πρώτος είναι οι Ελεύθεροι Δημοκράτες, που σύμφωνα με τα προγνωστικά φτάνουν το 10%-11%. Ο διακηρυγμένος στόχος του προέδρου τους Κρίστιαν Λίντνερ είναι, αφενός, ο αποκλεισμός της συμμετοχής της Linke στην κυβέρνηση αφετέρου, να γίνει ο ίδιος υπουργός οικονομικών.

Η υλοποίηση του στόχου είναι βέβαια αμφίβολη: Ο Λίντνερ είναι υπέρ της επιστροφής στον πούρο νεοφιλελευθερισμό και της μείωσης των φόρων για τους πλούσιους, οι Σολτς και Μπέρμποκ υπέρ μιας «λελογισμένης» κεϋνσιανής πολιτικής με περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη. Αν παρ΄ ελπίδα υπάρξει συμφωνία των τριών κομμάτων, η «αλλαγή» θα περιοριστεί μάλλον στην εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία,  οι εκκρεμούσες μεγάλες μεταρρυθμίσεις θα παραμείνουν στο ράφι.

Ο δεύτερος δυνητικός εταίρος είναι η Linke, το μόνο κόμμα που επιτίθεται ανοικτά στα μεγάλα συμφέροντα. Στο πρόγραμμα της αναφέρεται: «100 διεθνείς όμιλοι  προξενούν τα δυο τρίτα της πλανητικής επιβάρυνσης με μονοξείδιο του άνθρακα […] Τα βάζουμε με τους ομίλους και προωθούμε μια σε όλους συμφέρουσα μετάβαση προς ένα κλιματικά εξασφαλισμένο μέλλον. Δημιουργούμε μια ομπρέλα σωτηρίας για τους απασχολούμενους: Με εγγυήσεις για θέσεις εργασίας και εισόδημα. Για μια εβδομάδα των τεσσάρων ημερών, αντισταθμιστική αμοιβή και εγγύηση για μετεκπαίδευση».

Άλλα σημαντικά αιτήματά της, όπως η αύξηση του κατώτατου μισθού (για τη Linke: 13 ευρώ) ή η αύξηση της φορολογίας για τους πλούσιους, συμπίπτουν με εκείνα των Σοσιαλδημοκρατών και των Πράσινων –κάτι που θα διευκόλυνε την κυβερνητική σύμπραξη. Αυτή «σκοντάφτει» όμως σε θέματα ευρωπαϊκής και κυρίως αμυντικής πολιτικής: Η Linke, σε αντίθεση προς τα δυο άλλα κόμματα, ζητά την κατάργηση του ΝΑΤΟ (και την αντικατάστασή του από ένα «σύστημα συλλογικής ασφάλειας με συμμετοχή και της Ρωσίας»). Πολλά δείχνουν ωστόσο ότι είναι διατεθειμένη να βάλει νερό στο κρασί της και να δηλώσει, έστω και «παθητικά», πίστη στο Βορειοατλαντικό Σύμφωνο.

Οι Χριστιανοδημοκράτες ενώπιον του εμφύλιου σπαραγμού

Ανεξάρτητα από τη σύνθεση της νέας κυβέρνησης όμως, σίγουρο είναι, ότι η απομάκρυνση του χριστιανοδημοκρατικού κόμματος από την εξουσία θα προκαλέσει «δέος και δάκρυα» στη Γερμανία –με πρώτους «παθόντες» τους ίδιους τους Χριστιανοδημοκράτες. Οι καυγάδες που θα ξεσπάσουν στο εσωτερικό του κόμματος, αφενός θα το εξασθενίσουν σοβαρά αφετέρου θα το στρέψουν προς τα δεξιά  υπό την ηγεσία ενός εκ των πρώτων εσωκομματικών θυμάτων της Μέρκελ, του πρώην προέδρου της κοινοβουλευτικής ομάδας Φρίντριχ Μερτς, που θα συνοδεύεται από ένα «ξήλωμα» της πολιτικά φιλελεύθερης κληρονομιάς της πλέον πρώην καγκελάριου.

Το επόμενο βήμα θα ήταν η προσέγγιση με την Εναλλακτική για τη Γερμανία, καταρχάς σε κρατιδιακό και ύστερα σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Το αποτέλεσμα θα ήταν ή αναγνώριση της Ακροδεξιάς ως θεμιτή πολιτική δύναμη –κάτι που ήταν μεταπολεμικά αδιανόητο στη χώρα. Αυτό θα είχε και γενικότερες επιπτώσεις: Η Γερμανία είναι, μαζί με τη Γαλλία, μια από εκείνες τις χώρες στην Ευρώπη που παραμένουν  πιστές στην μεταπολεμική άτυπη συμφωνία κατά του φασισμού, που απαγόρευε στα κόμματα του δημοκρατικού τόξου να συνεργαστούν με ακροδεξιές  οργανώσεις.

Η απαγόρευση είχε τον χαρακτήρα ταμπού, κάθε παραβίασή του επέφερε σοβαρές κυρώσεις, όπως για παράδειγμα το 2000, όταν η Ευρωπαϊκή Ένωση έβαλε στην καραντίνα ένα μέλος της, την Αυστρία, λόγω της συγκρότησης κυβέρνησης συνασπισμού της Δεξιάς με την Ακροδεξιά. Αυτό άρχιζε να αλλάζει την τελευταία δεκαετία, όταν σε μια σειρά χώρες η Ακροδεξιά έβαλε πόδι στην κυβέρνηση είτε μερικά (π.χ., Ιταλία), είτε ολικά (π.χ. Ουγγαρία και Πολωνία) χωρίς να υπάρξουν κυρώσεις, ή τουλάχιστον αξιόλογες πολιτικές αντιδράσεις από τις Βρυξέλλες. Όσο όμως διατηρούνταν απόρθητα το οχυρά της Γαλλίας και της Γερμανίας, η εξέλιξη αυτή θεωρούταν αναστρέψιμη. Με την πτώση του γερμανικού οχυρού αυτό θα πάψει να ισχύει. Η ενσωμάτωση της Ακροδεξιάς στο πολιτικό σύστημα θα μπει στην ημερήσια διάταξη όλης της Ευρώπης.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση – μια κινούμενη άμμος

Προς το παρόν βέβαια είναι άλλα τα σενάρια για την Ευρωπαϊκή Ένωση που προκαλούν προσοχή. Ο κοινός παρανομαστής τους είναι ότι η Γερμανία, ως ο ισχυρότερος οικονομικός παίκτης της Ένωσης, θα συνεχίσει να παίζει αποφασιστικό ρόλο και στο πολιτικό παιχνίδι της. Κι αυτό παρά την απώλεια κύρους που έχει υποστεί τα τελευταία χρόνια λόγω της εμφάνισης ανταγωνιστικών προς τον γαλλογερμανικό άξονα συμμαχιών και μεμονωμένων κρατών: Παράδειγμα, οι frugal four (οι τέσσερις «τσιγκούνηδες»: Ολλανδία, Δανία, Σουηδία, Αυστρία), που πίεσαν επιτυχώς να περικοπούν σημαντικά τα μη επιστρεπτέα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης για την αντιμετώπιση της πανδημίας, ή οι χώρες-«αντάρτες», όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία, οι οποίες «σνομπάρουν» με σχεδόν αποσχιστικό τρόπο τις αποφάσεις των Βρυξελλών.Ο τρόπος που θα κινηθεί όμως η Γερμανία στην Ευρώπη θα εξαρτηθεί από την σύνθεση της νέας κυβέρνησής της στο Βερολίνο.

Μια κυβέρνηση Σοσιαλδημοκρατών-Πράσινων-Ελεύθερων Δημοκρατών δεν πρόκειται μάλλον να αλλάξει πολλά στη γραμμή της Μέρκελ, που κατά την περίοδο της πανδημίας δεν εξέπεμπε -όπως και στην εσωτερική πολιτική- ιδιαίτερη λάμψη. Η ίδρυση του Ταμείου Ανάκαμψης αποτελεί μια από τις λίγες αναλαμπές, αλλά και αυτή οφειλόταν σε γαλλική πρωτοβουλία. Ο νέος «μερκελισμός» έχει όνομα: Κρίστιαν Λίντνερ. Ο πρόεδρος των Ελεύθερων Δημοκρατών διαμηνύει ξεκάθαρα τη θέλησή του για επιστροφή στα μηδενικά ελλείμματα  και για τερματισμό της αμοιβαιοποίησης των χρεών.

«Το Ταμείο Ανάκαμψης πρέπει να μείνει μοναδική εξαίρεση» τονίζει. Ο λόγος του δεν είναι βέβαια νόμος. Αλλά και μόνο η παρουσία του στην κυβέρνηση θα λειτουργούσε σαν τροχοπέδη στην ευρωπαϊκή πολιτική, που οραματίζεται ο Σολτς. Όραμα που περιλαμβάνει τόσο την αναθεώρηση των  κριτηρίων του Μάαστριχτ προς το ελαστικότερο όσο και την γενίκευση της αμοιβαιοποίησης των χρεών. Ο ίδιος, σε μια από τις πιο καλές στιγμές του, συνέκρινε μάλιστα την ίδρυση του Ταμείου με «τη στιγμή του Χάμιλτον», ήτοι την απόφαση του πρώτου υπουργού οικονομικών των ΗΠΑ να βάλει σε κοινό «κορβανά» τα χρέη των ξεχωριστών Πολιτειών, που αποτέλεσε τη βάση της οικονομικής ενοποίησης της χώρας. Με τον Λίντνερ όμως δίπλα του να παίζει τον αντι-Χάμιλτον, δεν θα μπορέσει ποτέ να κάνει το όραμά του πραγματικότητα.

Με τη Linke στην κυβέρνηση τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά.  Η Αριστερά δίνει πλήρη στήριξη σε αυτούς τους στόχους. Αυτό δεν σημαίνει ότι η υλοποίησή τους θα ήταν περίπατος. Οι «frugal four» και οι ανατολικοευρωπαίοι «αντάρτες» καραδοκούν και δεν θα διστάσουν να προβάλουν βέτο στα σχέδια του Σολτς.

Ανεξάρτητα ωστόσο από όλα αυτά, ο Σολτς θα έχει να αντιμετωπίσει μεγάλες, αν όχι ανυπέρβλητες δυσκολίες στις Βρυξέλλες. Η Ε.Ε. μοιάζει με κινούμενη άμμο, η αστάθειά της είναι τουλάχιστον τόσο μεγάλη όσο και στη Γερμανία, ο Covid-19 επενεργεί εξ ίσου διαλυτικά σ΄ αυτήν, όπως και στην υγεία: Η Πολωνία, για παράδειγμα, ακολουθώντας το βρετανικό πρότυπο, σχεδιάζει το Polexit. Οι νεοφιλελεύθεροι όλων των κρατών-μελών με την σειρά τους προετοιμάζουν την ρεβάνς για τον αυτοεξευτελισμό που υπέστησαν λόγω της πανδημίας, όταν, για λόγους αυτοσυντήρησης, αποφάσισαν να εφαρμόσουν το πιο απεχθές σε αυτούς οικονομικό δόγμα: τον κεϋνσιανισμό.

Το σύνθημά τους λέγεται τώρα: «Νεοφιλελευθερισμός 2.0» Παράλληλα, η πανωλεθρία στο Αφγανιστάν και το σύμφωνο ΗΠΑ-Μεγάλης Βρετανίας-Αυστραλίας ανατρέπουν όλες τις παλιές βεβαιότητες περί ευρωπαϊκής ασφάλειας και συμμαχικής πίστης, ενώ το προσφυγικό παροξύνει τις εσωτερικές έριδες. Το κοινό ευρωπαϊκό σπίτι βάζει από παντού, η ατμόσφαιρα δεν ήταν ποτέ τόσο δηλητηριασμένη. Ένα αντίδοτο σε αυτό θα ήταν σίγουρα ένας βαθύς κοινωνικός μετασχηματισμός. Όμως ο Σολτς και οι κυβερνητικοί του σύμμαχοι προσφέρουν στην καλύτερη περίπτωση μια «αλλαγή», και δη αδύναμη. Κάτι περισσότερο είναι ενάντια στη θέληση και πάνω από τις δυνάμεις τους. Κι αυτό προδικάζει διαιώνιση της κρίσης.