«Η Κίνα είναι εταίρος και όχι αντίπαλος της Ευρώπης. Δεν υπάρχει σύγκρουση θεμελιωδών συμφερόντων μεταξύ μας. Η συνεργασία υπερτερεί κατά πολύ του ανταγωνισμού και η συναίνεση των διαφωνιών». Αυτό ήταν το αισιόδοξο μήνυμα του Κινέζου ηγέτη Σι Τζινπίνγκ κατά την τηλεδιάσκεψη κορυφής με τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ και την πρόεδρο της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, την περασμένη Δευτέρα. Γεγονός παραμένει, όμως, ότι η 22η Σύνοδος Κορυφής Ε.Ε. – Κίνας έληξε χωρίς κοινό ανακοινωθέν, χωρίς κοινή συνέντευξη Τύπου και χωρίς απτή πρόοδο στις διαπραγματεύσεις για μια συμφωνία επενδύσεων ανάμεσα στις δύο πλευρές, που αντιπροσωπεύουν αθροιστικά το ένα τρίτο της παγκόσμιας οικονομίας. Μπορεί η ατμόσφαιρα των σχέσεων Ευρώπης – Κίνας να μην είναι ψυχροπολεμική, όπως συμβαίνει με τις σινοαμερικανικές σχέσεις, αλλά δεν διαγράφεται και ανέφελη.

Ads

Κανονικά, η τηλεδιάσκεψη της Δευτέρας θα ήταν το πρελούδιο για το μεγάλο ραντεβού της Λειψίας, τον Σεπτέμβριο. Με πρωτοβουλία της Γερμανίας, η οποία αναλαμβάνει την εκ περιτροπής προεδρία της Ενωσης το δεύτερο εξάμηνο του χρόνου, είχε δρομολογηθεί η πρώτη Σύνοδος Κορυφής της Ε.Ε. στην οποία θα συμμετείχαν οι ηγέτες της Κίνας. Στόχος: η σκιαγράφηση συνεκτικού πλαισίου συνεργασίας με ορίζοντα δεκαετίας. Ωστόσο, στις 3 Ιουνίου το Βερολίνο ανακοίνωσε ότι η σημαντική, πολιτικά και συμβολικά, σύνοδος αναβάλλεται μέχρι νεωτέρας. Η επίσημη δικαιολογία ήταν «λόγω πανδημίας». Κάτι που δεν ακούστηκε, ωστόσο, ιδιαίτερα πειστικό, καθώς σχεδόν όλες οι κυβερνήσεις, σε Δύση και Ανατολή, χαλάρωναν τα περιοριστικά μέτρα. Το ψυχρό κύμα που έφεραν στις σχέσεις Ευρώπης – Κίνας τα γεγονότα του Χονγκ Κονγκ ήταν ένας από τους παράγοντες που δυσκόλεψαν τα πράγματα. Οχι όμως ο μοναδικός.

Αρχιτέκτονας της προσέγγισης με το Πεκίνο, η Αγκελα Μέρκελ αναβάθμισε, ήδη το 2014, την Κίνα σε «στρατηγικής σημασίας εταίρο». Μέχρι σήμερα έχει πραγματοποιήσει 12 επισκέψεις στη χώρα ως καγκελάριος. Επί των ημερών της, η Γερμανία έγινε ο υπ’ αριθμόν 1 εταίρος του ασιατικού γίγαντα στην Ευρώπη και μία από τις μόνο τρεις χώρες (οι άλλες είναι η Φινλανδία και η Ιρλανδία) που έχουν πλεόνασμα στο διμερές εμπόριο μαζί του. Γύρω στις 5.200 γερμανικές επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται επί κινεζικού εδάφους.

Στο μεταξύ, η άνοδος του Ντόναλντ Τραμπ στην εξουσία έφερε βαρύ κλονισμό των ευρωατλαντικών σχέσεων, με τελευταία δείγματα την απόφασή του να μειώσει τα στρατεύματα της χώρας του στη Γερμανία, τις απειλές του να επιβάλει κυρώσεις στο Βερολίνο για τον αγωγό ρωσικού φυσικού αερίου NordStream 2 και στο Παρίσι για τη φορολόγηση των αμερικανικών γιγάντων του Διαδικτύου. Απέναντι στην εσωστρεφή αναδίπλωση και στον μονομερή ηγεμονισμό της Αμερικής, Ε.Ε. και Κίνα βρίσκονται εξ αντικειμένου στην ίδια πλευρά όταν πρόκειται για την υπεράσπιση της πολυμερούς, διεθνούς συνεργασίας. Σε καίρια θέματα, όπως η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, η υπεράσπιση του ΟΗΕ και του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, η συμφωνία για το ιρανικό πρόγραμμα, το Παλαιστινιακό και η αποτροπή εμπορικών πολέμων, Ευρώπη και Κίνα υπερασπίζονται παρεμφερείς θέσεις, σε αντίθεση με τις πολιτικές Τραμπ.

Ads

Επιπλέον, η Ευρώπη δεν κινδυνεύει να μετατραπεί σε πεδίο διπολικής αναμέτρησης μεταξύ Αμερικής και Κίνας, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στον Ψυχρό Πόλεμο μεταξύ Αμερικής και Σοβιετικής Ενωσης. Οι όποιες προβολές ισχύος της Κίνας περιορίζονται στο εγγύς εξωτερικό της, στην Απω Ανατολή και στον δυτικό Ειρηνικό, πολύ μακριά από τη Γηραιά Ηπειρο. Γι’ αυτό και οι Ευρωπαίοι δεν εμφανίζονται πρόθυμοι να συμπαραταχθούν με τις ΗΠΑ σε έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο με την Κίνα, όπως έκαναν απέναντι στην ΕΣΣΔ.

Η περίπτωση Huawei

Το γεγονός ότι, παρά τις αφόρητες πιέσεις που δέχονται, αρνούνται για την ώρα να αποκλείσουν το κινεζικό μεγαθήριο Huawei από τα δίκτυα πέμπτης γενεάς (5G) λέει πολλά, αν και το παιχνίδι παραμένει ανοικτό.

Εκείνο που ωθεί τους Ευρωπαίους σε πιο σκληρές θέσεις έναντι του Πεκίνου είναι το γεγονός ότι τα οικονομικά και τεχνολογικά άλματα της Κίνας τείνουν να μετατρέψουν τον μεταξύ τους καταμερισμό εργασίας από συμπληρωματικό σε ανταγωνιστικό. Η Κίνα δεν είναι πια μόνον ή κυρίως μια χώρα με χαμηλά μεροκάματα, παράδεισος για δυτικές επενδύσεις, αλλά διεκδικεί την πρωτοκαθεδρία σε τεχνολογίες αιχμής, από την πράσινη ενέργεια μέχρι την τεχνητή νοημοσύνη. Το πρόγραμμα «Made in China 2025» ανταγωνίζεται ευθέως τη γερμανική υπεροχή στις μηχανοκατασκευές, ενώ η εξαγορά της γερμανικής εταιρείας βιομηχανικών ρομπότ Kuka από την κινεζική Midea, το 2016, χτύπησε βαριές καμπάνες κινδύνου στο Βερολίνο. Το φιλόδοξο πρόγραμμα του Σι «Μία Ζώνη, Ενας Δρόμος» συναντά μεγάλο ενδιαφέρον χωρών που προσδοκούν σημαντικές επενδύσεις σε έργα υποδομών (Ιταλία, Ελλάδα, Ουγγαρία, Δυτικά Βαλκάνια).

Αναζητώντας έναν τρίτο δρόμο ανάμεσα στις υπερβολικές προσδοκίες της προηγούμενης εποχής και στο αντικινεζικό μένος, που έχει γίνει εθνικό σπορ στις ΗΠΑ (Τραμπ και Μπάιντεν συναγωνίζονται, στην πορεία προς τις εκλογές, ποιος είναι πιο σκληρός απέναντι στο Πεκίνο), η Κομισιόν δημοσίευσε έκθεση, τον Μάρτιο του 2019, που προσπαθούσε να τετραγωνίσει τον κύκλο. «Η Κίνα είναι ταυτόχρονα εταίρος με τον οποίο η Ε.Ε. έχει στενά συνδεόμενους στόχους, εταίρος με τον οποίο η Ενωση οφείλει να βρει ισορροπία συμφερόντων, οικονομικός ανταγωνιστής που επιδιώκει την τεχνολογική υπεροχή και συστημικός αντίπαλος που προωθεί διαφορετική μορφή διακυβέρνησης». Περιγραφή που θα γοητεύει, ίσως, τους διανοουμένους των think tanks σε ασκήσεις διαλεκτικής, αλλά είναι παντελώς άχρηστη για τη χάραξη πολιτικής, καθώς δεν αποσαφηνίζει πού πέφτει το κέντρο βάρους.

Στις 17 Ιουνίου, η Κομισιόν εξέδωσε Λευκή Βίβλο εναντίον της εξαγοράς στρατηγικής σημασίας ευρωπαϊκών επιχειρήσεων από τρίτους, υπονοώντας κατά κύριο λόγο την Κίνα. Στο μεταξύ, η κρίση της COVID-19 ενίσχυσε την εκστρατεία Τραμπ για «αποσύνδεση» (decoupling) των δυτικών οικονομιών από την Κίνα, κάτι που εύκολα λέγεται, πολύ δύσκολα γίνεται και δεν είναι καθόλου βέβαιο ποιον θα βλάψει περισσότερο. Το ποσοστό των εξαγωγών στο κινεζικό ΑΕΠ έχει υποχωρήσει από 32,6% το 2008 σε 19,5% το 2018. Η Κίνα διαθέτει ως εφεδρεία μια τεράστια, γρήγορα αναπτυσσόμενη εσωτερική αγορά, ενώ γιγαντιαίες πολυεθνικές, όπως η Apple και η Boeing, στηρίζονται σε κινεζικές εταιρείες-προμηθευτές για να εξασφαλίζουν ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα. Σε κάθε περίπτωση, η Ε.Ε., υπό την πίεση της δεινής ύφεσης, καλείται να αποσαφηνίσει γρήγορα τη στρατηγική της για το μέλλον των ευρωκινεζικών σχέσεων. Ενδεχομένως, οι διαπραγματεύσεις για τη συμφωνία επενδύσεων, που πρέπει να ολοκληρωθούν φέτος, θα αποτελέσουν τη στιγμή της αλήθειας.

Πηγή: Καθημερινή