Με αφορμή την απεργία πείνας και δίψας του Δημήτρη Κουφοντίνα, ανέτρεξα στο ηχητικό αρχείο της απολογίας του κατά τη δίκη της 17Ν, τον Ιούλιο του 2003. Πέρα από ορισμένες εντυπωσιακά εύστοχες εκτιμήσεις για το μέλλον της χώρας (χρεωκοπία, σκάνδαλα κ.λπ.), εντόπισα ερωτήματα που ο Δ.Κ. έθεσε στο ελληνικό κράτος.

Ads

Είναι σαφές ότι τα ερωτήματα αυτά δεν τα έθεσε κάποιος αρθρογράφος με κείμενό του σε κάποια εφημερίδα ή κάποιος διανοούμενος που πιστεύει στην αυταξία της ανθρώπινης ζωής εν καιρώ ειρήνης, σε κάποιο συνέδριο. Τα ερωτήματα αυτά -που θα παραθέσω στη συνέχεια- τα έθεσε ένας πολιτικός τρομοκράτης που θεώρησε ότι έχει την ευχέρεια και τη δικαιοδοσία να κρίνει ότι οι ζωές των θυμάτων του δεν είναι απαραβίαστες. Τα ερωτήματα αυτά τα έθεσε ένα αντάρτης πόλεων με σφαίρες και αίμα. Ο Δημήτρης Κουφοντίνας κρίθηκε για τη δράση του από τη δικαιοσύνη και θα συνεχίζει να κρίνεται –νεκρός ή ζωντανός- από την κοινωνία.

Τα ερωτήματά του, εν είδει ερωτήσεων ή σχολίων, έχουν αξία να ξανατεθούν. Όχι για να τον ηρωοποιήσουμε. Όχι για να ταυτιστούμε συναισθηματικά μαζί του, αλλά για να δούμε πώς τα ερωτήματα που θέτει –ερωτήματα που θα έθετε ένας φιλελεύθερος και όχι ένας ένοπλος ακροαριστερός- απαντώνται από την εξουσία που υποτίθεται ότι αρύεται την ισχύ της από τη νομιμοποίηση που της παρέχει το κράτος δικαίου και ο νόμος. Ο Κουφοντίνας ήταν ανέκαθεν ειλικρινής ως προς τις προθέσεις του, ειλικρινής όσο λίγοι καταδικασμένοι για τρομοκρατία διεθνώς. Το ζήτημα είναι να δούμε πόση ειλικρίνεια εμπεριέχουν οι επικλήσεις στο κράτος δικαίου και στην ισονομία από την πλευρά του (βαθέως) κράτους που έχει συσπειρωθεί γύρω από την θατσερική δράκα του Μητσοτάκη.

Λέει, λοιπόν, ο Κουφοντίνας σε ένα απόσπασμα της απολογίας του πριν από 18 χρόνια: “Θα μας δικάσετε με βάση ένα δίκαιο της ανισότητας […] Ένα σύστημα δικαιοσύνης που είναι υποκριτικό γιατί αφήνει ατιμώρητο τον βιομήχανο που δολοφονεί και σακατεύει στα λεγόμενα εργατικά ατυχήματα, τον εφοπλιστή που πνίγει στα σαπιοκάραβά του, τον μεγαλέμπορο ναρκωτικών, τον ληστή του δημόσιου πλούτου, την ίδια ώρα που καταδικάζει σε βαρύτατες ποινές απόκληρους παραβάτες, μικροκλεφτρόνια και δυστυχισμένους χρήστες.

Ads

Ένα δίκαιο που εφαρμόζεται μονόπλευρα και μεροληπτικά, που δεν ισχύει για τους ισχυρούς του πλούτου και της εξουσίας, που πιάνει στην φάκα τα μικρά ποντικάκια, όπως έχετε πει, ενώ οι μεγαλοπόντικες και οι αρουραίοι ροκανίζουν ανενόχλητοι το «τυρί», τον κοινωνικό πλούτο.”. Με τι του απαντά η Ελληνική Δημοκρατία; Με μια νυχτερινή, φωτογραφική τροπολογία σε βάρος του. Κόντρα σε κάθε έννοια συνταγματικής σταθερότητας. Κόντρα σε κάθε έννοια νομικού πολιτισμού. Κόντρα σε κάθε έννοια ανθρωποκεντρικού σωφρονιστικού συστήματος. Όσο, δε, για τους εμπόρους ναρκωτικών που πια είναι και εφοπλιστές και βιομήχανοι, τους ληστές του δημόσιου πλούτου και τους μεγαλοπόντικες, αυτοί μπορούν να σκορπούν ανενόχλητοι τον θάνατο, τη δυστυχία και την παρακμή.

“Τον Δεκέμβρη του ΄75 μια ομάδα αγωνιστών εκτελεί τον σταθμάρχη της CIA στην Ελλάδα. Δεν ήταν δυνατόν να υπάρξει πιο ξεκάθαρη και δικαιολογημένη ενέργεια. Ο σταθμάρχης της CIA ήταν και είναι το μακρύ χέρι της αμερικάνικης κυριαρχίας στην χώρα μας. Επικεφαλής μιας 5ης φάλαγγας μερικών εκατοντάδων πρακτόρων, 300 με 400 προδικτατορικά σύμφωνα με τον αναλυτή Κάτρι, τοποθετημένο σε νευραλγικές θέσεις στην κυβέρνηση, στον κρατικό μηχανισμό, τις ένοπλες δυνάμεις, στα κόμματα, τον Τύπο ελέγχει και κατευθύνει την πολιτική, κοινωνική και οικονομική ζωή της χώρας ανάλογα με τα συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο ελληνικός λαός ήξερε τί ήταν η CIA, ήξερε τον ρόλο της από τον εμφύλιο έως τότε.

Στις εκλογικές αναμετρήσεις ιδιαίτερα το ΄61 της βίας και νοθείας, στο στήσιμο του παρακράτους και την δολοφονία Λαμπράκη, στα Ιουλιανά, στη δικτατορία και την πρόσφατη τότε Κυπριακή τραγωδία. Ήξερε και επιδοκίμασε την ενέργειά μας. Όπως είπε πρόσφατα ο Καθηγητής κ. Φίλιας οι προδοσίες τύπου Κύπρου ξεπλένονται μόνο με αίμα. Είναι και αυτός τρομοκράτης; Τί έχει συμβεί και δεν έχει ανοίξει ακόμα ο φάκελος της Κύπρου; Πού είναι η Βουλή και η δικαιοσύνη σας, πού είναι η δημοκρατία;’’ Ποια είναι η στάση της σύγχρονης ελληνικής πολιτικής ελίτ ως προς την επούλωση της ακόμα χαίνουσας πληγής όλης αυτή της περιόδου; Ποια είναι η στρατηγική της αστικής τάξης και του κρατούντος καθεστώτος ώστε η επιδοκιμασία δολοφονιών – αδιαμφισβήτητη κατά τα πρώτα χτυπήματα της 17Ν- να αντικατασταθεί από την εμπιστοσύνη των πολιτών στο κράτος και τη δικαιοσύνη;

Ο Μητσοτάκης αναρωτήθηκε πρόσφατα σαρκαστικά τί σημασία έχει για έναν 17χρονο η δολοφονία Λαμπράκη. Η οικογένειά του, 60 χρόνια μετά τα Ιουλιανά, εγκαθιδρύει μέρα με τη μέρα ένα καθεστώς ορμπανικού τύπου όπου όλα απαγορεύονται αν δεν επιτρέπονται ρητώς– το αντίθετο δηλαδή της έννοιας των συνταγματικών ελευθεριών. Η οικογένεια Μητσοτάκη ετοιμάζει τον δρόμο για ένα γρήγορο αλισβερίσι με τον τουρκικό ιμπεριαλισμό για Αιγαίο και Κυπριακό. Αναρωτιέμαι και πάλι. Πόσες γενιές τρομοκρατών, οπαδών της ένοπλης αντιβίας -ή ακόμα και μεμονωμένων ατόμων χωρίς πολιτικά κίνητρα των οποίων η αντικοινωνική συμπεριφορά ενδεχομένως φτάνει μέχρι και τη φυσική εξόντωση του αντιπάλου- μπορεί να γεννήσουν τέτοιες πολιτικές συμπεριφορές και στρατηγικές εκ μέρους των κρατούντων;

“Γευτήκαμε μέσα από τις διηγήσεις των πατεράδων την πίκρα της ήττας, την ταπείνωση, τις διώξεις, την τρομοκρατία, τα Μακρονήσια, την απόλυτη εξουσία του χωροφύλακα και του στρατοδίκη. Αυτός ο τόπος είδε τους δωσίλογους να γίνονται κράτος! Τους μαυραγορίτες να γίνονται εφοπλιστές και βιομήχανοι και όλοι μαζί, να ροκανίζουν τις σάρκες και τον μόχθο του ελληνικού λαού. Ένα κράτος, που με το ληστρικό του φορολογικό σύστημα και τον ελεγχόμενο τραπεζικό τομέα, κατεύθυνε τον πλούτο που παρήγαν οι πολλοί στις τσέπες των λίγων, για να δημιουργηθεί μεταπολεμικά και μέχρι σήμερα μια τάξη που ενώ αρμέγει τη χώρα, να μην αναλαμβάνει κανένα ρίσκο, κανένα κόστος, παρά μόνο κέρδη, οδηγώντας τη χώρα σε μια στρεβλή, ρηχή ανάπτυξη και την αναπόφευκτη σήμερα αποβιομηχάνιση. Ο Ωνάσης γλαφυρά περιέγραψε τη μεγάλη ιδιωτική επιχείρηση σαν ένα κουβά όπου ο μεγαλοϊδιοκτήτης πετά μέσα ακαθαρσίες και όταν γεμίσει, ξεφορτώνει τον δύσοσμο κουβά στο κράτος, για να τον ξεπλύνει και πάλι καθαρό να τον παραδώσει στους επόμενους!

Είδαμε την τάξη των ισχυρών του πλούτου και της εξουσίας να παραβιάζουν όλους τους αστικούς νόμους, τους νόμους των φιλελεύθερων επαναστάσεων, με σκάνδαλα, μίζες, απάτες, κομπίνες και να μένουν ανεξέλεγκτοι από την ανεξάρτητη Δικαιοσύνη. Είδαμε το πολιτικό προσωπικό της χώρας σε κάθε αλλαγή του να αλληλο-αμνηστεύεται. Η Ένωση Κέντρου αμνηστεύει την ΕΡΕ το ΄65, ο Καραμανλής τους Χουντικούς το ΄74, ο Παπανδρέου τη Νέα Δημοκρατία το ΄81, ο Μητσοτάκης το ΠΑΣΟΚ με μια παρωδία δίκης βέβαια χωρίς αποτέλεσμα, το ΠΑΣΟΚ αμνηστεύει το Μητσοτάκη και ο Καραμανλής ο νεότερος -παρά τα όσα λέγει- θα αμνηστεύσει το ΠΑΣΟΚ αύριο, γιατί ξέρει ότι θα υπάρξει και μεθαύριο.” Στον πρώτο στίχο ενός από τα πιο γνωστά του ποιήματα, ο Μπρεχτ γράφει: “Στεκόμουν πάνω σ’ ένα λόφο κι είδα το Παλιό να πλησιάζει, μα ερχόταν σα Νέο.’’.

Τι απαντά διαχρονικά το ελληνικό κράτος σε όσους θεώρησαν και θεωρούν ότι οι σφαίρες από ένα 45άρι είναι η απάντηση στην κοινωνική κατρακύλα; Τι έγινε με τη Siemens; Τι έγινε με το C4I; Τι έγινε με τα Ολυμπιακά Ακίνητα; Τι έγινε με το Βατοπέδι; Τι έγινε με τη Novartis; Τι έγινε με τη λίστα Λαγκάρντ; Που είναι ο Χριστοφοράκος; Πως τα περνά ο Τσουκάτος που ομολόγησε ότι μετέφερε 1.000.000€ από την Siemens στα ταμεία του ΠΑΣΟΚ; Που γερνά γλυκά ο Σημίτης; Που είναι ο Παππάς της Χρυσής Αυγής; Ένα κράτος που επιθυμεί να επιβάλει ένα minimum κοινωνικής ειρήνης, όπου κανείς δεν διανοείται να αυτοδικήσει, δεν μπορεί να διατηρεί τις παραπάνω υποθέσεις -και πόσες άλλες;- ανοιχτές και ανέγγιχτες.

Υπενθυμίζω ότι βρισκόμαστε στο 2003, όσο κι αν 20 χρόνια μετά φαίνεται ότι η Ιστορία στήνει μια ακόμα από τις γνωστές επαναλαμβανόμενες φάρσες. “Ας δούμε όμως τη σημερινή δημοκρατία μας. Σε πρόσφατο άρθρο του ο καθηγητής Παρασκευόπουλος έγραψε: «Δημοκρατία χωρίς σεβασμό στο κράτος δικαίου και το κράτος πρόνοιας γίνεται τύπος άνευ ουσίας και εκφυλίζεται. Η υποβαθμισμένη λειτουργία ενός Κοινοβουλίου δε θα μπορούσε να εξαγνίσει βασανιστήρια ή δίκες σε έκτακτα δικαστήρια». Ο κ. Κρουσταλάκης πέρυσι με την έναρξη του δικαστικού έτους, επέστησε όπως είπε «το ξίφος της Δικαιοσύνης εναντίον όποιου παρανομεί, όσο ψηλά και αν βρίσκεται, όσο ισχυρός και αν είναι».

Και λίγο μετά είπε: «Ο κόσμος έχει βαρεθεί τα λόγια, αλίμονο αν τον απογοητεύσουμε, θα έχουμε χάσει το τρένο της νομιμοποίησής μας στην κοινωνία». […] Μια από τις βασικές αρχές της δημοκρατίας, η ισονομία, δεν εφαρμόζεται. Οι νόμοι δεν ισχύουν για τους ισχυρούς. Όσον αφορά το κράτος πρόνοιας, εξαϋλώνεται για να καταστεί αόρατο μπρος στην επέλαση της νεοφιλελεύθερης λαίλαπας που σαρώνει κοινωνικές κατακτήσεις δεκαετιών. Μια κοινωνία που δε νοιάζεται για τους αδύναμους, που δε φροντίζει τους ανήμπορους, που δεν έχει αλληλεγγύη, δεν είναι δημοκρατική κοινωνία. […] Χαρίζεται η δημόσια περιουσία, ο δημόσιος πλούτος, η δημόσια γη. Να πούμε για τις μίζες των δισεκατομμυρίων στους εξοπλισμούς;

Το διαρκές έγκλημα των δημοσίων έργων; Τα ΜΜΕ των βαρόνων εργολάβων; Τη νέα μεγάλη ιδέα της Ολυμπιάδας, των αρπακτικών, της ρεμούλας και της απάτης; Για πόσα χρόνια θα την πληρώνουμε μετά το 2004; Για το υποβαθμισμένο Κοινοβούλιο που νομοθετεί κατά παραγγελία […]; Για μια αδύνατη κυβέρνηση που άγεται και φέρεται σύμφωνα με τις διαθέσεις των ισχυρών; Ποια δημοκρατία;’’. Ποια δημοκρατία κ. Μητσοτάκη, ποια ευρωπαϊκή δημοκρατία εν έτει 2021 θα αφεθεί να γίνει Τουρκία; Δεν χρειάζεται να έχεις αποφοιτήσει από κανένα περίοπτο αμερικανικό πανεπιστήμιο για να βάλεις φωτιά σε μια χώρα. Απαιτείται μόνο αποκτήνωση και παντελής έλλειψη δισταγμού. Αλλά μια τέτοια κατάσταση εκτροχιασμού και ακραίας ασυδοσίας, για πόσο ακόμα θα λέγεται δημοκρατία;