Καιρός ήτανε.

Ads

Ακουστήκαν πολλά και καλά στη Δραπετσώνα. Με κορυφαία το 35ωρο, τη θέσπιση πλαισίου για την κατάργηση της εικονικής εργολαβίας, τη διεύρυνση των  συλλογικών συμβάσεων, τον ΟΑΕΔ, την Επιθεώρηση Εργασίας, την αύξηση του κατώτατου μισθού στα 800 ευρώ, την προσαύξηση του νόμιμου ωρομισθίου ως αντικίνητρο στη μερική απασχόληση, τη μείωση του ορίου των υπερωριών και την κατάργηση της υπερεργασίας.

Επιτέλους. Μιλάει το Broca της Αριστεράς. Όχι η μηχανική κούκλα Belinda που τραγουδάει χωρίς να της το ζητήσει κανείς «χαρωπά τα δυο μου χέρια τα χτυπώ».

Στο μεταξύ κοντέψαμε να τρελαθούμε. «Οι μάχες κερδίζονται στο Κέντρο», έλεγαν μερικοί. Χωρίς να προσδιορίζουν από ποιους κερδίζονται και με ποιο τίμημα. «Το 2015 ήταν μια μοναδική -και ανεπανάληπτη- συγκυρία», έλεγαν άλλοι. Λες και δεν είναι ειδική συνθήκη μια πανδημία, ένας τυχοδιωκτισμός στο Αιγαίο ή η επιστροφή σε μνημονιακού τύπου ρήτρες μόλις δοθεί το σύνθημα, αφού το χρέος είναι εκεί και δείχνει τα δόντια του.

Ads

Αλλά έτσι είναι αυτά τα πράγματα με τα ώριμα φρούτα. Όταν επιταχύνεται ο χρόνος, δεν προλαβαίνεις να κόψεις ώριμο τον καρπό, με μια ωραία ρόδινη απόχρωση στα μάγουλά του. Από πράσινο και στυφό το φρούτο γίνεται κατ’ ευθείαν μαύρο. Γιατί σαπίζει.

Είπε μετά τις εκλογές ο Αλέξης Τσίπρας ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει την υποχρέωση να αλλάξει. Προς το καλύτερο υποθέτω. Δηλαδή να γειώσει την πολιτική του και να καταστήσει κοινωνούς των προγραμματικών του διεργασιών όλους εκείνους που του έδωσαν το 32%. Αντί για αυτό ζήσαμε μια αντιφατική κατάσταση. Ορισμένοι προερχόμενοι από το ΠΑΣΟΚ (αλλά μην το ξεχνάμε και από τους ΑΝΕΛ) έβαλαν κάτω το κεφάλι και στρώθηκαν στη δουλειά.

Αν χαιρετίζω μια φορά (συνωμοτικά και με τη γροθιά μου) τους «ανέκαθεν ΣΥΡΙΖΑ», βγάζω το καπέλο μου δυο φορές κι υποκλίνομαι ταπεινά σε αυτούς τους ανθρώπους. Έζησαν -και εξακολουθούν να βιώνουν – μια συναρπαστική περιπέτεια: Πως δένει τ’ ατσάλι και πως περνάνε μέρες πολλές μέσα σε λίγη ώρα. Έβαλαν τα γυαλιά στους «συνεπείς» κι έκαναν (ήδη) καλό στην κοινωνία και στον τόπο. Δεν θα το μετανιώσουν και θα έχουν κάτι να λένε μεθαύριο στα εγγόνια τους: Ήμουν κι εγώ εκεί, όχι στις νίκες και στα αξιώματα, αλλά στα δικά μας «πέτρινα χρόνια».

Αλλά υπάρχουν και οι αφ΄ υψηλού προσχωρήσαντες. Λόγω Πρεσπών, λόγω αρχών ή λόγω επικειμένου πολιτικού τους τέλους. Εδώ με μερικούς τα χαλάμε. Γιατί άμα έχεις στο ενεργητικό σου όσα έχεις στο ενεργητικό σου, που έχουν παρεμπιπτόντως γραφτεί ανεξίτηλα στο χαρτί και στις πλάτες του καμπούρη, να είσαι σεμνός. Και εργατικός. Και γενναιόδωρος. Και πάντως όχι προκλητικός. Και να λες που και που και καμιά κουβέντα μεστή, αντί για παραγγέλματα σ’ αυτούς που ακούραστα κωπηλατούν.

Διότι αλλιώς δεν σε παίρνει κανένας στα σοβαρά. Και δεν με νοιάζει για σένα, γιατί το αξίζεις. Με νοιάζει για τον κόσμο, που αρχίζει να χάνει τις ελπίδες του στο μόνο ανάχωμα που έχει μείνει απέναντι στη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα.

Πέρα όμως από τα ηρωϊκά, πέρα από τις άμεσες ανάγκες και τις ιστορικές αναγκαιότητες, ας βάλουμε στα υπ’ όψιν και κάτι άλλο: Θα γίνει κόκκινη, γιατί έτσι πρέπει να γίνει, κι έτσι θα γίνει. Όμως θα κινδυνέψουμε στο μεταξύ από τον πολιτισμικό μεσαίωνα που ζούμε, τα χύμα και τα χύδην. Αυτό είναι ένα άλλης τάξεως πρόβλημα.

Δεν υπάρχει χειρότερη γεύση χυδαιότητας, από εκείνη που εκκρίνουν οι αδένες της ματσίλας, του ξερολισμού, της αλαζονείας ή καλύτερα του ναρκισσισμού, όπως λέμε στο δικό μου συνάφι. Η κυρίαρχη κουλτούρα δεν ξέρει τι είναι Αγάπη. Δεν ξέρει τη χαρά που πλημμυρίζει την ψυχή όταν μειώνεις το «εγώ» σου στο μηδέν και δίνεις περιθώριο, δικαίωμα, προτεραιότητα στον διπλανό σου. Νομίζουνε ότι αυτά τα κάνουν τα κορόιδα και οι εκ γενετής losers. Οι χριστιανοί και οι μάρτυρες του Ιεχωβά, οι παλαιοημερολογίτες. Που να σου εξηγώ, που είπε κι ο Μπιθικώτσης. Μπορεί ποτέ να καταλάβει ο τύπος με το ποπ-κορν, που βλέπει με το σώβρακο το ματς κι αλληθωρίζει κοιτώντας την κουνιάδα του που κάθεται δίπλα τι ήτανε και τι δεν ήτανε η μικτή Μακρονήσου; Εγώ κι αυτός σ’ ένα νησί, που λένε, φίλοι δεν πρόκειται να γίνουμε.