Πόσοι Έλληνες γνωρίζουν ότι το 6% των Ελλήνων πανεπιστημιακών βρίσκεται στους κορυφαίους 2% πλέον αναγνωρισμένους επιστήμονες παγκοσμίως στον τομέα τους;  Πόσοι γνωρίζουν ότι τα λεφτά για έρευνα στην Ελλάδα πιάνουν καλύτερα τόπο απ’ ότι σε οποιαδήποτε άλλη χώρα του κόσμου; 1, 2 Μάλλον πολύ λίγοι, διότι αυτές οι ειδήσεις δεν παρουσιάζονται στα μεγάλα ΜΜΕ απ’ τα οποία ενημερώνονται οι περισσότεροι Έλληνες. 

Ads

Γι’ αυτό ίσως είναι χρήσιμο αυτές οι ειδήσεις να προωθηθούν στα κοινωνικά δίκτυα, όπως και οι παρακάτω που ανακοινώνουμε σήμερα: 

Η πλειοψηφία των προαναφερόμενων κορυφαίων Ελλήνων πανεπιστημιακών ανήκει στην νεότερη γενιά απ’ τους οποίους περίπου 2 στους 3 (63%) έχουν κάνει το διδακτορικό τους σε Ελληνικό πανεπιστήμιο! Ναι, καλά ακούσατε, και για του λόγου το αληθές μπορείτε να διαβάσετε τους Πίνακες στο τέλος του άρθρου και να ελέγξετε τα ανοικτής πρόσβασης δεδομένα μας που είναι αναρτημένα στο διαδίκτυο.

Τι διαβάζουν οι Έλληνες πολίτες στα μεγάλα ΜΜΕ για τα Ελληνικά ΑΕΙ; Ότι κακό επιλέγεται να μπει στον μεγεθυντικό φακό τους. Διότι στραβά θα υπάρχουν παντού και πάντοτε, κανένα σύστημα δεν είναι τέλειο.  Ένα από τα στραβά που προβάλλεται τον τελευταίο καιρό, λίγο πριν την κατάθεση του νομοσχεδίου για περιορισμό της αυτοδιοίκησης των ΑΕΙ, είναι η αναξιοκρατία στα Ελληνικά ΑΕΙ, η επιλογή των «δικών μας παιδιών» από τους καθηγητές των Ελληνικών πανεπιστημίων, κλπ. Συμβαίνει; Αφού ακούγεται προφανώς κάτι θα συμβαίνει.  Πόσο μεγάλη είναι η έκταση του φαινομένου; Εδώ κανένας δεν παρέχει στατιστικά δεδομένα, όλοι αναφέρονται σε περιπτώσεις.  Κι ενώ αξίζει να μελετηθούν οι περιπτώσεις, ωστόσο  είναι επικίνδυνο να γενικεύονται.  Περιπτώσεις με «περίεργα» κριτήρια γνωρίζουμε και σε διεθνή πανεπιστήμια και μάλιστα σε διαφορετικές αναπτυγμένες χώρες. 
Από την άλλη μεριά, ακούμε από την πλευρά των εκλεκτόρων και για κριτήρια επιλογής που δίνουν διαφορετική εικόνα απ’ την εικόνα που μεταφέρει ο καταγγέλλων της κάθε περίπτωσης. Δηλαδή ότι τα κριτήρια ποτέ δεν είναι απόλυτοι αριθμοί, ότι η επιλογή εξαρτάται και από την ποιότητα των εργασιών, το αντικείμενο της θέσης, τους στόχους που έχει το πανεπιστήμιο και το τμήμα που προκηρύσσει μια θέση, κλπ. Με άλλα λόγια η κριτική στηρίζεται σε κριτήρια που είναι αμφισβητήσιμα, με αποτέλεσμα η κοινή γνώμη να επηρεάζεται από το ποιος κάνει την κριτική και πόσο συχνά και πλατιά ακούγεται.

Ads

Για να ξεπεράσουμε την αδυναμία της συζήτησης με βάση τις περιπτώσεις, επιλέξαμε να κάνουμε έρευνα με στατιστικά δεδομένα. Στη δική μας ανάλυση, τα κριτήρια για το ποιος είναι στο κορυφαίο 2% της λίστας των πιο αναγνωρισμένων επιστημόνων παγκοσμίως ανήκουν στην κατηγορία «σκληρό» κριτήριο που δεν αμφισβητείται. Ούτε φυσικά αμφισβητείται το αποτέλεσμα που παρουσιάζεται παρακάτω: ότι το 63% των Ελλήνων επιστημόνων που βρίσκεται στο 2% των πλέον αναγνωρισμένων στον τομέα τους πήρε διδακτορικό από Ελληνικό πανεπιστήμιο και περίπου οι μισοί απ’ αυτούς στην συνέχεια εκλέχθηκαν καθηγητές στο ίδιο πανεπιστήμιο.

Με άλλα λόγια κανείς δε μπορεί να αμφισβητήσει ότι το 4% των νεότερων Ελλήνων επιστημόνων που κατάφεραν να βρεθούν εντός των κορυφαίων 2% με τη μεγαλύτερη επιρροή παγκοσμίως, έχει κάνει το διδακτορικό του στην Ελλάδα! Προσθέτοντας και άλλο ένα 2% Ελλήνων πανεπιστημιακών που έχουν πάρει το διδακτορικό τους από διεθνή ΑΕΙ, διαμορφώνεται το 6% των Ελλήνων πανεπιστημιακών που προαναφέραμε, οι οποίοι βρίσκονται στους κορυφαίους 2% με την μεγαλύτερη επιρροή στον κλάδο τους παγκοσμίως.  Όπως μάλιστα καταδείξαμε με αναλυτικά στοιχεία σε προηγούμενο άρθρο,  οι επιδόσεις των Ελλήνων πανεπιστημιακών είναι κορυφαίες στον κόσμο παρά την Ελληνική υποχρηματοδότηση της έρευνας σε σύγκριση με τις πολλαπλάσιες επενδύσεις των αναπτυγμένων χωρών σε έρευνα και ανάπτυξη και στην εκπαίδευση γενικότερα. 2

Αυτή η πραγματικότητα δίνει μια καλή εικόνα για την ποιότητα έρευνας και ανάπτυξης νέων επιστημόνων στα Ελληνικά ΑΕΙ καθώς και αξιοκρατικής επιλογής, η οποία είναι σε αντίθεση με την περιρρέουσα άποψη ότι στα Ελληνικά ΑΕΙ συχνά επιλέγονται «τα δικά μας» παιδιά που είναι ακατάλληλα για την ανάπτυξη της επιστήμης και της χώρας. Αν αυτοί που επιλέγονται έχουν τριπλάσιες πιθανότητες να βρεθούν στο κορυφαίο 2% των καλύτερων επιστημόνων στο πεδίο τους, αυτό μάλλον σημαίνει ότι γενικά το σύστημα δουλεύει καλά και όχι το αντίθετο όπως διαδίδεται. 

Θα θέλαμε να επισημάνουμε ότι εμείς που είδαμε ένα προς ένα τα βιογραφικά όλων αυτών των Ελλήνων επιστημόνων διαπιστώσαμε ότι οι περισσότεροι κορυφαίοι Έλληνες επιστήμονες που έκαναν διδακτορικό στην Ελλάδα, στη συνέχεια είχαν πολλές συνεργασίες με ιδρύματα του εξωτερικού. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται ν’ αυξηθούν κι άλλο οι ευκαιρίες που δίνονται σε νέους επιστήμονες για συνεργασίες με διεθνή ιδρύματα σε επίπεδο μεταδιδακτορικής έρευνας. Επίσης έχουμε αναφέρει ξανά ότι χρειάζονται και δράσεις για ενημέρωση και ευαισθητοποίηση των Ελλήνων επιχειρηματιών για συμπράξεις με τα Ελληνικά ΑΕΙ. Απαιτούνται πόροι και στοχευμένες δράσεις προς αυτές τις κατευθύνσεις.  Οι πολλοί κορυφαίοι νέοι Έλληνες επιστήμονες, οι οποίοι έχουν εμπειρία για το πώς φτάνει κάποιος στην κορυφή, καλό είναι να ερωτηθούν.  Αποτελούν την καλύτερη πηγή πληροφόρησης και γι’ αυτό ακριβώς επιμένουμε να αναφερόμαστε σ’ αυτούς παραθέτοντας μάλιστα τα στοιχεία τους.

Γενικότερα, αυτό που χρειάζεται είναι βελτίωση του συστήματος ώστε το καλό να γίνει ακόμη καλύτερο και όχι η ανατροπή του. Και μάλιστα να ληφθεί καλά υπόψη, ότι όσο καλύτερα δουλεύει ένα σύστημα, τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες να το χαλάσεις με επιχειρούμενες αλλαγές και ιδιαίτερα αλλαγές με μεγάλου εύρους.   
 
Η έρευνα

Σε προηγούμενα άρθρα αναφέρεται πώς επιλέχθηκαν 648 επιστήμονες της Ελλάδος που βρίσκονται στους κορυφαίους 2% με την μεγαλύτερη επιρροή παγκοσμίως στον κλάδο τους 1, 2, 4.   Για όλους αυτούς τους 648 Έλληνες κορυφαίους επιστήμονες εξετάσθηκαν οι προσωπικές τους ιστοσελίδες στο διαδίκτυο. Για τους 550 απ’ αυτούς τους επιστήμονες βρέθηκαν στοιχεία που δηλώνουν το πανεπιστήμιο όπου έκαναν το διδακτορικό τους (85% του συνόλου). Από τους 98 για τους οποίους δεν βρέθηκαν στοιχεία, οι 34 (5% του συνόλου) είχαν κάνει την 1η τους επιστημονική δημοσίευση πριν το 1980, άρα πιθανόν έχουν βγει στη σύνταξη. Από τους εναπομείναντες για τους οποίους δεν βρέθηκαν στοιχεία, μόνο 40 άτομα (6% του συνόλου) είναι νεότερης γενιάς που έκαναν την πρώτη τους δημοσίευση μετά το 1985.

Η ημερομηνία 1985 χρησιμοποιήθηκε ως όριο για δύο λόγους:

  1. Από το 1985 και μετά άρχισαν να παράγονται τα πρώτα διδακτορικά στην Ελλάδα με βάση τον τότε νέο Νόμο Πλαίσιο του 1982, οι βασικές διατάξεις του οποίου ίσχυσαν μέχρι και σήμερα με εξαίρεση την περίοδο 2011-2015. Το τελευταίο όμως δεν επηρεάζει καθόλου τα παρόντα δεδομένα διότι υπάρχουν μόνο δύο νέοι επιστήμονες που έκαναν την 1η δημοσίευσή τους το 2012 κι το 2013 αντίστοιχα, το οποίο είναι αναμενόμενο διότι για να βρεθεί κάποιος στους κορυφαίους 2% παγκοσμίως χρειάζεται πολλά χρόνια ερευνητικής δουλειάς.
  2. Από το 1985 ως σήμερα (Μάρτιος 2021) μεσολαβούν 36 χρόνια.  Οι πανεπιστημιακοί που έκαναν την πρώτη δημοσίευσή τους από το 1985 και μετά είναι σήμερα ενεργοί. Όπως φαίνεται στο Σχήμα 1 αυτοί οι επιστήμονες αποτελούν και την πλειοψηφία (65%) του συνόλου. Ως προς την ημερομηνία της 1η δημοσίευσης, η μέση τιμή και η διάμεσος του συνόλου (δηλ. όλων των 648 επιστημόνων) συμπίπτουν στο 1988, με τυπική απόκλιση τα 9.4 έτη.

 
 
Σχήμα 1. Κατανομή των κορυφαίων Ελλήνων επιστημόνων στα Ελληνικά ΑΕΙ με βάση την πρώτη επιστημονική τους δημοσίευση από το 1958 ως σήμερα.
 
image

Πριν το 1985 η πλειοψηφία των κορυφαίων Ελλήνων επιστημόνων στα Ελληνικά ΑΕΙ είχαν κάνει το διδακτορικό τους στο εξωτερικό (63%) (Σχήμα 2).
 
Σχήμα 2

image
 
 
Από το 1985 και μετά η εικόνα αντιστράφηκε. Οι περισσότεροι κορυφαίοι Έλληνες επιστήμονες της νεότερης γενιάς, σχεδόν δύο στους τρεις, έχουν κάνει το διδακτορικό τους σε Ελληνικά ΑΕΙ (63%) (Σχήμα 3).
 
Σχήμα 3
 
image

Ποια Ελληνικά πανεπιστήμια παρήγαγαν τους περισσότερους διδάκτορες που αργότερα έγιναν κορυφαίοι στον τομέα τους;  Όπως φαίνεται στον Πίνακα 1, η απάντηση είναι τα παλαιότερα και μεγαλύτερα Ελληνικά πανεπιστήμια. Αυτό είναι αναμενόμενο αφού πανεπιστήμια που ιδρύθηκαν το 1984 και μετά δημιούργησαν τα περισσότερα αυτόνομα τμήματα τουλάχιστο μια δεκαετία αργότερα, με τον περισσότερο όγκο των διδακτόρων να προέρχεται από το 2000 και μετά, όμως αυτοί είναι ακόμη πολύ νέοι για να διακριθούν στους κορυφαίους 2% σε παγκόσμιο επίπεδο.  Αυτό που είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι ότι σχεδόν όλα τα Ελληνικά ΑΕΙ έχουν παράγει διδάκτορες που έφτασαν στους κορυφαίους 2% παγκοσμίως.
 
Πίνακας 1. Αριθμός διδακτόρων που αργότερα έγιναν κορυφαίοι επιστήμονες ανά Ελληνικό ΑΕΙ.

image
 
Από ποιες χώρες έχουν πάρει το διδακτορικό τους οι κορυφαίοι Έλληνες επιστήμονες; Όπως είναι αναμενόμενο, εκτός των Ελληνικών ΑΕΙ που είναι η πλειοψηφία (54.2%) κυριαρχούν οι Αγγλοσαξωνικές χώρες. Οι περισσότεροι από τους κορυφαίους Έλληνες πανεπιστημιακούς που έκαναν το διδακτορικό τους στο εξωτερικό, προέρχονται από τις ΗΠΑ και ακολουθεί το Ηνωμένο Βασίλειο. Ενδεχομένως η εικόνα αυτή ν’ αλλάξει στις επόμενες δεκαετίες, λόγω της αυξημένης συνεργασίας των Ελληνικών ΑΕΙ με ιδρύματα πολλών Ευρωπαϊκών χωρών. 
 
Πίνακας 2. Χώρες όπου έκαναν το διδακτορικό τους οι 648 κορυφαίοι Έλληνες επιστήμονες
 
image

Αναφορές
 
Παπαϊωάννου, Α. (2020).  Στη λίστα με τους κορυφαίους στον κόσμο, 648 Έλληνες πανεπιστημιακοί.
Παπαϊωάννου Α. (2020). Οι δαπάνες για έρευνα σε Έλληνες πανεπιστημιακούς πιάνουν τόπο καλύτερα από οποιασδήποτε χώρας!   
Λίστα με 648 επιστήμονες στην Ελλάδα που βρίσκονται στους κορυφαίους 2% με την μεγαλύτερη επιρροή παγκοσμίως στον κλάδο τους (δεδομένα 2020).
Ioannidis, J. P., Boyack, K. W., & Baas, J. (2020). Updated science-wide author databases of standardized citation indicators. PLoS Biology, 18(10), e3000918. 
 
* Ο Αθανάσιος Παπαϊωάννου έχει διδακτορικό δίπλωμα από το πανεπιστήμιο Manchester (ΗΒ) και είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.  Ο Γ. Λουλές είναι υποψήφιος διδάκτορας στο πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.