Τελικά η Δεξιά δεν αλλάζει, όσα χρόνια και αν περνούν. Παραμένει πάντοτε προσηλωμένη ιδεολογικά στον εθνικισμό, στον αυταρχισμό, στον εθνικό διχασμό και στη δημιουργία εμφυλιοπολεμικού κλίματος, με την πολιτική των διώξεων μονότονα στραμμένη προς την Αριστερά, την οποία σταθερά και ανεξάρτητα από τις εκάστοτε συνθήκες, αναγορεύει σε εχθρό της πατρίδας.

Ads

Ακόμη και όταν αναβιώνουν και αλωνίζουν ελεύθερα τα, καταδικασθέντα από τη Δικαιοσύνη πριν μόλις ένα χρόνο σαν εγκληματικά, ένοπλα τάγματα εφόδου των Νεοναζί, σπέρνοντας τον τρόμο με τις εγκληματικές τους επιθέσεις στις συνοικίες και στα σχολεία, η Δεξιά βλέπει «σύγκρουση για ιδεολογικές διαφορές». Όπως ο αρμόδιος για τα σχολεία υφυπουργός Παιδείας δήλωσε, χωρίς ντροπή, «καταδικάζοντας τη βία από όπου κι αν προέρχεται».
Μη καταδικάζοντας η κυβέρνηση ξεκάθαρα όμως τη βία των φασιστικών ένοπλων ταγμάτων εφόδου που ανασυντάσσονται και ξαναβγαίνουν από το αβγό του φιδιού, ουσιαστικά τους υποθάλπει και τους βοηθά να αναπτυχθούν.

Οι πολιτική των ίσων αποστάσεων από τους εγκληματίες θύτες αφενός και από τους άοπλους πολίτες – θύματα των ταγμάτων εφόδου αφετέρου, όχι μόνο ανέχεται, αλλά και προστατεύει τους φασίστες και τους κλείνει το μάτι για λόγους ψηφοθηρικούς και μικροπολιτικούς.

Η θεωρία των δύο άκρων που ο εκ της ακροδεξιάς προερχόμενος Μάκης Βορίδης πρώτος εισήγαγε επίσημα, σηκώνοντας τη σημαία της «στρατηγικής ήττας της Αριστεράς», με το αιτιολογικό ότι έχει «ελαττωματικές και εσφαλμένες ιδέες» και γι’ αυτό πρέπει να εμποδιστεί η επανεκλογή της, είναι σήμερα η κυρίαρχη αντίληψη στην κυβέρνηση. Η οποία όχι μόνο δεν απομόνωσε άμεσα τον εκφραστή αυτών των ακροδεξιών και αντιδημοκρατικών αντιλήψεων, αλλά τον επιβράβευσε, προάγοντάς τον στη θέση του υπουργού εσωτερικών, ώστε να μπορεί να θεσμοθετεί και να εφαρμόζει στο κράτος τις επικίνδυνες αντιλήψεις του.

Ads

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη σήμερα απαρτίζεται από ένα επικίνδυνο συνονθύλευμα εθνικιστών και ακροδεξιών που ανέχονται την άνοδο των ναζιστικών ταγμάτων εφόδου.

Και από την άλλη μεριά η κυβέρνηση απαρτίζεται από στυγνούς νεοφιλελεύθερους, οι οποίοι προκειμένου να συνεχίσουν να «κάνουν δουλειές» και να λυμαίνονται τον δημόσιο πλούτο, μεταφέροντας δημόσια αγαθά, πόρους και υπηρεσίες στα επιχειρηματικά συμφέροντα της οικονομικής ολιγαρχίας την οποία εκφράζουν και υπηρετούν, δεν διστάζουν να κλείσουν το μάτι στην Ακροδεξιά. Και να την ενσωματώσουν πολιτικά, προκειμένου να κάνει τη «μαύρη δουλειά» του εκλογικού προσεταιρισμού του σκοτεινού αυτού χώρου.

Και ανάμεσα στα δύο αυτά άκρα, στριμώχνεται η πάλαι ποτέ φιλελεύθερη πολιτικά, λαϊκή Δεξιά, ή αλλιώς «οι Καραμανλικοί», όπως συνηθίζεται να αποκαλείται, η οποία με εκπρόσωπο το Νίκο Δένδια, ήταν η μόνη που αντέδρασε υγιώς, καταδικάζοντας απερίφραστα τη φασιστική και ναζιστική βία. Υπενθυμίζοντας ότι η Δεξιά δεν είναι μόνο αυτό που σήμερα εκπροσωπείται επίσημα από την κυβέρνηση Μητσοτάκη και συντηρώντας την ελπίδα για μια δημοκρατική και σύγχρονη συντηρητική παράταξη.

Το υβρίδιο της Νεοφιλελεύθερης Ακροδεξιάς που μας κυβερνά συνδυάζει τα αρνητικά χαρακτηριστικά που κληρονομεί και από τους δύο χώρους. Από την Ακροδεξιά δανείζεται τη μισαλλοδοξία, τον εθνικισμό, την προσήλωση στον εθνικό διχασμό, την υπόθαλψη της φασιστικής βίας και των νεοναζιστικών πρακτικών, την πολιτική  των διώξεων, τη δυσανεξία στη διαφορετική πολιτική προσέγγιση και τις αντιδημοκρατικές πεποιθήσεις.

Από τους Νεοφιλελεύθερους αντίστοιχα δανείζεται τον οικονομικό κυνισμό, την εκσυγχρονιστική επίφαση και την ευέλικτη ανοχή του καπιταλισμού να αφομοιώνει διαφορετικές ιδεολογίες, προκειμένου να επιτύχει τους ιδιοτελείς και κερδοσκοπικούς στόχους του.

Έτσι, το κράτος σήμερα ασκείται στην εφαρμογή μεθόδων του πάλαι ποτέ παρακράτους των μετεμφυλιακών χρόνων. Ανέχονται τα ένοπλα και γι’ αυτό εγκληματικά τάγματα εφόδου των Νεοναζί, τα οποία αντιμετωπίζουν σαν ιδεολογικούς αντιπάλους της Αριστεράς. Εξισώνοντας έκνομες και εγκληματικές οργανώσεις, με νόμιμες πολιτικές δράσεις και αντιλήψεις αόπλων πολιτών.

Κι ακόμη, χρησιμοποιώντας το κράτος, ποινικοποιούν την πολιτική διαφορά, στέλνοντας στα δικαστήρια όποιον διαφωνεί μαζί τους και όποιον ασκεί κριτική, όπως το παράδειγμα της ποινικής δίωξης και μετέπειτα δικαίωσης στη Δικαιοσύνη του γράφοντα και όχι μόνο, προδίδει.

Και τώρα, στέλνοντας φορολογικούς ελεγκτές στην εφημερίδα Documento και στον εκδότη της Κώστα Βαξεβάνη, τους εκδικούνται επειδή πρώτοι αυτοί ανέδειξαν την υπόθεση του ψευδούς «πόθεν έσχες» του πρωθυπουργού. Αντί δηλαδή ο πρωθυπουργός να απαντήσει σε ό,τι κατηγορείται και όχι «με άλλα λόγια να αγαπιόμαστε» και αντί οι κρατικοί μηχανισμοί να τον ελέγξουν για να διαπιστωθεί η αλήθεια ή όχι των κατηγοριών, κυνηγούν το μέσον που ανέδειξε την κορυφαία αυτή υπόθεση παραβίασης της νομιμότητας από την πλευρά του ίδιου του επίσημου εκφραστή της, σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους.

Μπαίνουμε σε αχαρτογράφητα και επικίνδυνα πεδία.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη όσο αποκαλύπτεται η πολιτική της, όσο χάνει έδαφος και όσο αισθάνεται ότι απειλείται πολιτικά, τόσο θα εντείνει τις αντιδημοκρατικές και παρακρατικές μεθόδους για να συσπειρώσει το κομματικό της ακροατήριο και να ψαρέψει εκλογικά στα θολά νερά της Ακροδεξιάς και της Χρυσής Αυγής. Θέτοντας όμως έτσι σε κίνδυνο τη ζωή των πολιτών, αλλά και την ίδια τη Δημοκρατία. Τους πυλώνες της οποίας καταργεί, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με τα ΜΜΕ, τον πλουραλισμό και την ελευθεροτυπία, που τους χρησιμοποιεί για ιδιοτελείς μικροπολιτικούς σκοπούς.

Κι από την άλλη, η νεοφιλελεύθερη πτέρυγα της κυβέρνησης, όσο η Ακροδεξιά και τα ένοπλα τάγματα εφόδου τρομοκρατούν τους πολίτες στους δρόμους και τις πλατείες, κάτω από το… άγρυπνο βλέμμα των ίσων αποστάσεων των αστυνομικών αρχών, που θα συλλαμβάνουν εκ περιτροπής έναν ένοπλο Νεοναζί και έναν άοπλο πολίτη ή φοιτητή, θα συνεχίσει να μεταφέρει δημόσιο πλούτο σε ιδιωτικά ταμεία, γιγαντώνοντας τις οικονομικές και κοινωνικές διαφορές.
Έτσι, ώστε στο τέλος να μη μείνει ούτε δημοκράτης χωρίς να διωχθεί και να του ασκηθεί βία, ούτε όμως και κολυμπηθρόξυλο όρθιο στο δημόσιο…