Δεν μπορώ να γνωρίζω αν υπήρξε άλλη πρωθυπουργική εισήγηση στην αρμόδια επιτροπή, κατά την τελευταία τακτική σύσκεψη για τον κορωνοϊό, την 21η Αυγούστου, εκτός από εκείνη που δόθηκε στη δημοσιότητα μέσα από τα τηλεοπτικά ΜΜΕ.

Ads

Αν όντως, λοιπόν, είναι αυτή που ακούσαμε, δυσκολευόμαστε να παρακολουθήσουμε ένα «απόσπασμα» λόγου, το οποίο, όμως είναι ενδεικτικό του τρόπου με τον οποίο γίνεται αντιληπτός ο δημόσιος διάλογος.

Ο δημόσιος διάλογος είναι απαραίτητος σε κάθε περίσταση και σε κάθε φάση της δημόσιας ζωής, ανεξάρτητα από την κρισιμότητά της, γιατί αποτελεί αναπόσπαστο συστατικό στοιχείο της ίδιας της δημόσιας ζωής.

Φαίνεται πως μετά την περίοδο των «διπλών» μηνυμάτων, που εξυπηρετούσαν τότε το Success story και τα εξ αυτού οφέλη σήμερα απαιτούνται αυστηρά μονοσήμαντες απαντήσεις… Ένα σκέτο ναι ή ένα σκέτο όχι στις κυβερνητικές επιλογές για την Υγεία, όπως και για άλλους τομείς.

Ads

Σήμερα κυριαρχεί η επίκληση της ενότητας, που απουσίαζε ολοκληρωτικά και αλαζονικά όταν σχεδιάζονταν με ισχαιμικό τρόπο η αντιμετώπιση της πανδημίας ως μέσο για την εξυπηρέτηση της τουριστικής εκστρατείας…

Στην κοίτη του «Πακτωλού» που έρρεε για διαφημιστικούς σκοπούς δεν έμεινε ούτε δείγμα «χρυσού» για την προστασία της Δημόσιας Υγείας. Προφανώς, διότι θα εκτιμήθηκε ότι το «smart testing regime» (το «έξυπνο» σύστημα δειγματοληπτικού ελέγχου) ήταν υπεραρκετό να ανακόψει την «αναμενόμενη αύξηση κρουσμάτων», με το «άνοιγμα στον τουρισμό».

Δυστυχώς, όπως αποδεικνύεται καθημερινά πλέον, επί σειρά εβδομάδων, ούτε smart ήταν, ούτε testing ήταν. Σίγουρα, όμως, ήταν regime και μάλιστα τραγικά λανθασμένο.

Θα ήταν σίγουρα περισσότερο αποτελεσματικό και ασφαλέστερο και ίσως οικονομικότερο, η κοίτη του «Πακτωλού» να είχε εκτραπεί προς τη Δημόσια Υγεία και την ενίσχυση όλων αυτών που πλήρωσαν από την τσέπη τους ή θα πληρώσουν με νέα «κόκκινα» δάνεια το άνοιγμα των επιχειρήσεών τους για μια πολυδιαφημισμένη οικονομική προοπτική, που αποδεικνύεται πρόωρα αβάσιμη και επισφαλής.

Αλήθεια, ποιο ήταν το επιτελικό σχέδιο, αφού η σημερινή πραγματικότητα αποκαλύπτει:

Ένα  success story, στο όνομα της «στήριξης» της οικονομίας, σε βάρος της Δημόσιας Υγείας.

Η προστασία του κοινωνικού συνόλου ανατίθεται αποκλειστικά στην ατομική ευθύνη.

Η κυβέρνηση και ο κρατικός μηχανισμός, απαλλάσσονται από τη συλλογική ευθύνη που à priori αντιπροσωπεύουν, ενώ αυτή ανατίθεται πλέον καθ’ ολοκληρίαν στην ατομική ευθύνη των πολιτών.

Η ευθύνη της κυβέρνησης και του κρατικού μηχανισμού, εξακολουθεί να περιορίζεται σε μια επιλεκτική επιτήρηση εφαρμογής ισχαιμικών μέτρων, την ευθύνη για τη τήρηση των οποίων έχουν κατ’ αποκλειστικότητα οι ίδιοι οι πολίτες.

Τα μέτρα, ελλείψει μιας σοβαρής, τεκμηριωμένης και βασισμένης σε πλήρη και επαρκή αντικειμενικά στοιχεία στρατηγικής με προνοητικότητα, προβλεψιμότητα  και πνεύμα πρόληψης, είναι αντιθέτως αποτέλεσμα μιας λογικής βασισμένης στο δόγμα του «βλέποντας και κάνοντας».

Τα «διπλά μηνύματα» είναι αυτά που κατάφεραν να μεγιστοποιήσουν μια ισχνή περιθωριακή μειοψηφία, αρνητών της ύπαρξης του ιού και κατ’ επέκταση αυτής καθ’ αυτής της πανδημίας.

Τα διπλά μηνύματα είναι αυτά που απέβλεπαν στην ελαχιστοποίηση και αποδυνάμωση της κριτικής, που θα έπρεπε να δέχεται η ελλειμματική κυβερνητική πολιτική ως προς τη διαχείριση της πανδημίας, μεταφέροντας το πεδίο της «αντιπαράθεσης» από το επιστημονικό σε ένα εύκολα διαχειρίσιμο, αφελές και ευτελές πεδίο, δηλαδή στην «αντιπαράθεση με τους αρνητές», που θα διαψεύδονταν εύκολα από την ίδια την πραγματικότητα !

Επιπλέον, από τη στιγμή που θα ενισχύονταν με τον τρόπο αυτόν η πρώην ασήμαντη μειοψηφία, το επόμενο στάδιο ήταν να ταυτιστεί κάθε είδους κριτική, όσο τεκμηριωμένη κι αν είναι, με τη θλιβερή αυτή κατηγορία, με σκοπό τον ευτελισμό και την αποδυνάμωσή της.

Τα «διπλά μηνύματα» είναι αυτά που μπορούν να διακινηθούν εύκολα από τα ΜΜΕ και να καθηλώσουν τη διαχείριση της πανδημίας στο «επικοινωνιακό» επίπεδο, εκτρέποντάς την από το «επιδημιολογικό».

Τα «διπλά μηνύματα» είναι αυτά που κατάφεραν να διχάσουν την ελληνική κοινωνία σε αυτούς που αρνούνται και σε αυτούς που αντιλαμβάνονται τον πραγματικό κίνδυνο.

Επομένως, είναι μάταιο να επικαλείται ο κος Μητσοτάκης, ειδικά σήμερα, κάτω από αυτές τις συνθήκες και με αυτά τα «πεπραγμένα» από πλευράς κυβέρνησης, την «ενότητα».

Εκτός βέβαια, κι αν πρόκειται για χρήση διαφορετικών όρων και, μαζί με αυτούς, και των αντίστοιχων εννοιών.

Ο συλλογισμός αυτός ενισχύεται από το γεγονός ότι και άλλες έννοιες, όπως αυτές της «διαφάνειας» και της «καταστροφολογίας» , που χρησιμοποιούνται στον πρωθυπουργικό λόγο, παραπέμπουν σε άλλους συνειρμούς, αν δει κανείς την πραγματικότητα.

Αλήθεια, για ποια διαφάνεια μιλάει η κυβέρνηση, όταν η κυβερνητική πολιτική που ακολουθήθηκε στη διαχείριση της πανδημίας κάθε άλλο παρά διαφανής ήταν.

Εκτός, κι αν η διαφάνεια περιορίζεται στην καθημερινή τυποποιημένη αναφορά κάποιων επιλεγμένων αριθμών, που σε καμία περίπτωση δεν επαρκούν, ώστε  να δώσουν ολοκληρωμένη εικόνα της πραγματικής κατάστασης.

Όταν την ίδια στιγμή βασικά δεδομένα για τον υπολογισμό των βασικών επιδημιολογικών δεικτών, απαραίτητα για τη σωστή και ολοκληρωμένη εκτίμηση κινδύνου, απουσιάζουν από το τραπέζι των συζητήσεων της επιτροπής εμπειρογνωμόνων και κατ’ επέκταση δεν φτάνουν ενδεχομένως ποτέ στα κέντρα λήψης αποφάσεων.

Όταν σύμφωνα με τον κο Χαρδαλιά : «H λογική δεν είναι να πάμε σε κάθε Δήμο, να αναδείξουμε πόσα κρούσματα έχει ο κάθε Δήμος και να δημιουργήσουμε καταστάσεις πανικού ή στίγματος ή να κυνηγάμε μάγισσες σε κάθε περιοχή» !!!

Όταν το ζήτημα των προσωπικών δεδομένων, που σε ολόκληρο τον κόσμο έχει λυθεί με την καθιέρωση της ανωνυμίας, χρησιμοποιείται ως πρόσχημα, ότι δήθεν αποτελεί μείζονα δυσκολία για την επιδημιολογική επιτήρηση και την ανίχνευση και τον εντοπισμό των κρουσμάτων.

Όταν η αποφυγή του «στιγματισμού» περιοχών χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για να καλύψει το έλλειμμα της διενέργειας μαζικών και στοχευμένων ελέγχων στην κοινότητα (testing).

Όταν την ίδια στιγμή «στιγματίζονται» και ενοχοποιούνται για τη διασπορά του ιού, άτομα, που εργάζονται σε δομές και ιδρύματα, η επιτήρηση των οποίων αποτελεί ευθύνη της πολιτείας, που όπως φαίνεται από πολλές περιπτώσεις, η ίδια δεν είχε αναλάβει.

Όσο δε για την «καταστροφολογία», εάν αυτή χρησιμοποιείται για να εξομοιώσει συλλήβδην κάθε είδους κριτική, από την πλέον υπεύθυνη και καλόπιστη μέχρι την πλέον ανεύθυνη και κακόπιστη, είναι όρος αδόκιμος για την περίσταση.

Εκτός κι αν παραπέμπει, σύμφωνα με το δεύτερο συστατικό «..λογία», σε μεθοδολογία, που εύχομαι να μην χρειαστεί αναγκαία για την «ανατομία  ενός προαναγγελθέντος δελτίου θυέλλης».

Ωστόσο στις αναφορές του πρωθυπουργού περί κυνικής, αφοριστικής, καταστροφολογικής κριτικής, δεν αναδείχθηκε και μια επιπλέον έννοια που αντιπροσωπεύεται από συγκεκριμένη κατηγορία εκφραστών της, έστω κι αν δεν αντιστρατεύεται εμφανώς την πολιτική της κυβέρνησης.

Πρόκειται για αρκετά σημαντική και υπολογίσιμη κατηγορία υπερασπιστών της άποψης που εκφράστηκε επανειλημμένα δημόσια από επιστήμονες και η οποία αμφισβητεί ευθέως τη χρησιμότητα της παγκοσμίως ακολουθούμενης πολιτικής των μαζικών και στοχευμένων ελέγχων, δηλαδή του testing.

Συγχέουν την έννοια του  testing που γίνεται με σκοπό την ανίχνευση και τον εντοπισμό κρουσμάτων στην πανδημία, με το screening του πληθυσμού, δηλαδή του προσυμπτωματικού ελέγχου για την ανίχνευση πιθανών μη μεταδοτικών παθήσεων σε πρώιμο στάδιο και εφόσον υφίσταται θεραπεία, που οδηγεί σε πρωτογενή πρόληψη και στην αποφυγή περισσότερων κρουσμάτων.

Θεωρούν την αύξηση του αριθμού των κρουσμάτων από τον ιό, συνάρτηση του αριθμού των διενεργούμενων test και ότι ο εντοπισμός ενός κρούσματος, το σπάσιμο των αλυσσίδων διάδοσης και η περιχαράκωση της πανδημίας, έχουν την ίδια σημασία με την ανίχνευση των εν δυνάμει ασθενών με μη μεταδοτικά νοσήματα μέσα στο γενικό πληθυσμό.

Συγχέουν επίσης τους ασυμπτωματικούς ασθενείς από την COVID-19 που νοσούν και είναι φορείς και μεταδίδουν τη νόσο, με τα άτομα χωρίς συμπτώματα ή τα υγιή άτομα που ενδεχομένως να μην νοσήσουν ποτέ, τα οποία ανιχνεύονται ως αποτέλεσμα υπερδιάγνωσης από τις διαδικασίες των screening των μη μεταδοτικών νόσων.

Άρα η λογική της μη διενέργειας μαζικών ελέγχων χρησιμοποιώντας ως πρόφαση την έννοια της υπερδιάγνωσης, που δεν έχει σχέση με τη διαδικασία του testing, στηρίζει στην ουσία την ελλειμματική πολιτική που ακολουθήθηκε μέχρι τώρα, από τον ΕΟΔΥ, δηλαδή της αποφυγής των μαζικών και στοχευμένων ελέγχων στην κοινότητα.

Επίσης πρέπει να πάρουμε υπόψη μας ότι η χώρα μας έχει εξ αρχής πολύ μικρότερο αριθμό διενεργηθέντων test στην κοινότητα, σε σχέση με άλλες χώρες, κι ότι θα πρέπει να διαχωρίζονται τα test  που γίνονται στις πύλες εισόδου, από εκείνα που γίνονται στη κοινότητα, επειδή τα ανιχνευόμενα κρούσματα έχουν διαφορετική δυναμική μεταξύ τους και επομένως δεν πρέπει να καταμετρώνται συλλήβδην.

Τούτο καθιστά τον αριθμό των κρουσμάτων της χώρας μας μη συγκρίσιμο με τον αριθμό των κρουσμάτων των άλλων χωρών, όπου γίνονται πολλαπλάσια test, με εκτεταμένους μαζικούς ελέγχους στην κοινότητα.

Ωστόσο είναι εμφανής η εμμονή ορισμένων κυβερνητικών παραγόντων να χρησιμοποιούν τον αριθμό των κρουσμάτων ως απόλυτο δείκτη της επιδημιολογικής κατάστασης.  Ο υπουργός Υγείας κος Κικίλιας, δεν χάνει ευκαιρία να επαίρεται για τις «καλές επιδόσεις της χώρας μας», κατατάσσοντάς την μάλιστα στην 130η θέση μιας «κλίμακας κρουσμάτων», κάνοντας αδόκιμες συγκρίσεις, εις βάρος άλλων χωρών.

Η κατηγορία των υποστηρικτών των απόψεων που προαναφέρθηκαν, ξεκίνησε προβάλλοντας τη γνωστή αντίληψη, ότι ο SARS – COV – 2 και η νόσος που προκαλεί η COVID -19, είναι σαν τον ιό της γρίπης και προκαλεί μια απλή γριπούλα, για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, συνεπώς αδίκως και κακώς δημιουργείται τέτοιος «πανικός».

Στηρίχτηκε σε «στατιστικά τερτίπια» υψηλής πανεπιστημιακής κουλτούρας, βασισμένα όσον αφορά τουλάχιστον τη συγκεκριμένη νόσο, σε πρώϊμα και μη απόλυτα επιβεβαιωμένα στοιχεία, συγκρίνοντας τη θνησιμότητα (mortality) και όχι τη θνητότητα (morbidity) μιας νόσου, που μόλις είχε διαδράμει για μερικούς μόνο μήνες, με εκείνη που παρουσιάζουν νοσήματα για τα οποία υπήρχε πλήθος στοιχείων επί σειρά ετών.

Το συμπέρασμα από αυτή την ανόμοια σύγκριση, ήταν ότι η θνησιμότητα – ούτε λόγος να γίνεται περί θνητότητας – ήταν μικρότερη από εκείνη της γρίππης, αφήνοντας να εννοηθεί ότι η επικινδυνότητα του ιού και της νόσου που θερίζει ασταμάτητα σήμερα τους πληθυσμούς όλων των χωρών χωρίς εξαίρεση, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΟΣΟ ΜΕΓΑΛΗ.

Οι εκπρόσωποι αυτής της σχολής σκέψης ναρκοθετούν στην πράξη την προστατευτική πολιτική της Δημόσιας Υγείας, αφού με τη λογική τους καταδικάζουν σε αδράνεια, την εφαρμογή των βασικών πρακτικών  εφαρμογών και μεθόδων της, που αφορούν την προνοητικότητα την πρόβλεψη και την πρόληψη με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα τεχνητό αδιέξοδο στη προσπάθεια αντιμετώπισης της πανδημίας, έχοντας στερήσει από τη Δημόσια Υγεία τα βασικά της όπλα.

Νομοτελειακά, μας οδηγούν με τον τρόπο αυτό πλέον, στο να ακολουθήσουμε τη θεωρία της «ανοσίας της αγέλης», ως τη μοναδική διέξοδο.

Σε αυτό τον τρόπο σκέψης εντάσσεται και το «κάψιμο» του εμβολίου, είτε με υπεραισιόδοξες, είτε με απαισιόδοξες προβλέψεις.

Ας  ελπίσουμε, ότι στον διαφαινόμενο μακρύ και δύσκολο δρόμο της αντιμετώπισης της πανδημίας που έχουμε μπροστά μας δεν θα γίνουμε μάρτυρες μιας απευκταίας προοπτικής, όπου η αντίληψη της «ανοσίας της αγέλης» επικρατήσει των καθιερωμένων και παγκοσμίως ακολουθούμενων αντιλήψεων και πρακτικών στο χώρο της Δημόσιας Υγείας, για την προστασία του πληθυσμού.

Ας ελπίσουμε ότι δεν θα κινδυνεύσουμε να προστεθεί στη πολιτική των «διπλών μηνυμάτων», και εκείνη των «διπλών στρατηγικών» και από τη ρητορική του «ελπιδοφόρου εμβολιασμού» προσγειωθούμε ξαφνικά στη πρακτική της «ανοσίας της αγέλης».

Είναι μάλλον βέβαιον ότι η κυβέρνηση δεν θα μπορέσει να απαλλαγεί, τόσο σε επίπεδο ρητορικής όσο και πρακτικής, από τη χρήση και τη μεθοδολογία των «διπλών μηνυμάτων», ακόμη και την ύστατη ώρα, επιχειρώντας να εμφανίσει την πρόθεσή της να «διαδραματίσει» έναν διαλλακτικό, ενωτικό, δημοκρατικό, προστατευτικό και υπεύθυνο ρόλο.

Ωστόσο, η εμμονή της στη μη εφαρμογή επιτυχημένων κλασσικών, διεθνώς ακολουθούμενων επιστημονικών για την περίσταση μεθόδων της Δημόσιας Υγείας και η μη εναρμόνιση της με τις προτεινόμενες στρατηγικές του ΠΟΥ και του ECDC, θα αποβεί μάλλον μοιραία, αφού πρώτα θα έχει εξαντλήσει τα όρια της αντοχής των πολιτών απέναντι στον καταιγισμό των «διπλών μηνυμάτων».

Αντοχές, που όλοι μας τις χρειαζόμαστε άθικτες και πολλαπλές, για να αντιμετωπίσουμε την πανδημία.

Πολύ δε περισσότερο, δεν χρειάζονται προκλήσεις που βάζουν σε δοκιμασία τις αντοχές της νοημοσύνης μας.

Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι τούτες οι δύσκολες ώρες δεν προσφέρονται για κριτική και, μάλιστα, για επικριτική στάση. Κάθε άλλο θα έλεγα. Ισχύει ακριβώς το αντίθετο. Αν αυτή την κρίσιμη στιγμή δεν ασκηθεί το δικαίωμα και η υποχρέωση όλων μας για έναν καλόπιστο και τεκμηριωμένο αντίλογο, πότε άλλοτε θα πρέπει να περιμένουμε να τα ασκήσουμε; Μήπως όταν για παράδειγμα η λαίλαπα της πανδημίας θα σαρώσει τη χώρα ;

«Gloire aux pays où l’on parle, honte aux pays où l’on se tait» – George Clemanceau

«Δόξα στις χώρες όπου μιλάει ο καθένας, ντροπή στις χώρες που σιωπούν».