«Στα σκοτεινά
πηγαίνουμε στα σκοτεινά προχωρούμε…»
Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά.
Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσουν.

Ads

Cava dei Tirreni, 5 Οκτωβρίου ’44 (*)

Έτσι τελείωνε το ποίημα, στο Σαλέρνο,  παραμονές του γυρισμού στην πατρίδα. Αποτύπωσε την ελπιδοφόρο αβεβαιότητα κατά τρόπο κλασικό. Τα δύο στοιχεία συνυπήρχαν. Η ώρα της επιστροφής μετά από 42 μήνες εμπόλεμης εξορίας είχε σημάνει, ωστόσο οι τεράστιες «εκκρεμότητες» της πολιτικής κατάστασης δημιουργούσαν στον γνώστη το δικαιολογημένο άγχος για τις μελλοντικές εξελίξεις. Πράγματι οι περιπέτειες που ήταν μπροστά, έμελλε να αποδειχθούν ακόμη περισσότερες.

Στις μέρες μας, κατ’ αναλογία, μιλούμε για κανονικότητα  και για επιδημιολογική αβεβαιότητα ή για αποφάσεις με διακινδύνευση. Κοινή όμως φαίνεται να είναι η ανησυχία για «το κρατίδιο της Κομμαγηνής, που ‘σβησε σαν το μικρό λυχνάρι», εκφράζοντας επιπλέον την επίγνωση ότι, ο μικρός μας τόπος, δεν κρατά στα χέρια του την τύχη του. Ωστόσο από χθες, όλη η χώρα δείχνει να γιορτάζει την ήττα του εχθρού. Ο εχθρός άραγε το γνωρίζει ότι ηττήθηκε; Οι γνώστες ούτε κι εδώ δείχνουν αμέριμνοι.

Ads

Στο θέμα των σχολείων και του οδικού χάρτη επανόδου, έγινε σαφές το πόσο οι ιδιοτελείς κυβερνητικές συμπεριφορές που προηγήθηκαν, έβλαψαν το αναγκαίο κλίμα συνεννόησης, σε μια πολύπλοκη συνέχεια. Από την άλλη, η ερώτηση: “είστε βέβαιος, κύριε, ότι δεν υπάρχει ρίσκο;” είναι δηλητηριώδης ακόμη κι όταν η κοινή γνώμη ερωτά τον πολιτικό σου αντίπαλο. Τίποτε από όσα πρόκειται να γίνουν ή να μην γίνουν, δεν στερείται ρίσκου. Πολύ συχνά η αναζήτηση της ασφαλέστερης λύσης γίνεται εμφανώς ψηλαφητά.

***

Υπήρξε χαρακτηριστική η προσπάθεια όλων να φωτιστούν, εμπειρικά, από τα όσα συμβαίνουν με τα σχολεία στην Γερμανία. Ίσως η σύγκριση δεν ευδοκίμησε, γιατί υπάρχουν σημαντικές διαφορές: α) Η Γερμανία κινήθηκε με λιγότερο αυστηρά μέτρα, κάπου μεταξύ ημών & Σουηδίας. β) Έχει σχολική περίοδο μέχρι τον Ιούλιο. γ) Το δημοτικό είναι μέχρι τα 10 έτη. δ) Όταν αποφασιστεί κάποιο μέτρο τηρείται απαρέγκλιτα (πχ χρειάστηκε ειδική απόφαση δικαστηρίου για την εξαίρεση των αυστηρών προβλεπόμενων ποινών όσον αφορά γονείς που δεν στέλνουν, ειδικά τώρα, τα παιδιά τους σχολείο). ε) Η γερμανική απόφαση δεν στέλνει στα νησιά μερικές εκατοντάδες αναπληρωτές, που βρέθηκαν εκτός κατά την διάρκεια της καραντίνας, με προφανή υψηλή διακινδύνευση για διασπορά. στ) Ο επικεφαλής λοιμωξιολόγος κ. Christian Drosten, έχει σταθερό θεσμικό ρόλο και δεν υπήρξε κάποιο ad hoc εφεύρημα της τελευταίας στιγμής ζ) οι σχετικές αποφάσεις παραμένουν προνομία του κάθε ενός από τα 16 ομόσπονδα κρατίδια, ξεχωριστά.

Ίσως βέβαια να υπάρχουν και ομοιότητες με τα ελληνικά πράγματα, δεδομένου ότι σχολεία, πανδημία και πολιτικοί ανταγωνισμοί έσονται εσχάτως εις σάρκαν μίαν. Ο ανταγωνισμός για την διαδοχή της κας Merckel μεταξύ των πρωθυπουργών Βαυαρίας & Βόρειας Ρηνανίας -Βεστφαλίας, πιθανώς οδήγησε στο ένοχο email του υπουργείου Παιδείας της δεύτερης, που έλεγε ότι στις 11/5 ανοίγουν δημοτικά & νηπιαγωγεία. Μετά τη σύγχυση, το τοπικό Υπουργείο Παιδείας αναγκάστηκε να συμμορφωθεί και σύμφωνα με την νέα απόφαση, μόνο οι μαθητές της Δ’ Δημοτικού θα πρέπει να επιστρέψουν στα σχολεία στις 7 Μαΐου.

Εννοείται ότι η σύγκρουση μεταξύ των κυβερνητικών εταίρων ενίσχυσε την ανησυχία των σχολικών αρχών, των δασκάλων, των γονέων αλλά και των μαθητών. Δεν ξέρω αν αυτό στην δική μας πολιτική, διαβάζεται ως νέα επιστημονικά στοιχεία που ανέτρεψαν ειλημμένες αποφάσεις. Είναι φυσικό  ότι παντού εμφυλιοχωρούν παράγοντες εντελώς άσχετοι με την επιδημιολογία. Εργοδοτικά συμφέροντα που επείγονται να απαλλαγούν από τις άδειες ειδικού σκοπού, σχολάρχες που επιδιώκουν να κατοχυρώσουν την πληρωμή των διδάκτρων για υπηρεσίες που δεν παρασχέθηκαν ποτέ ακόμη και συνδικαλιστικοί φορείς που προσπαθούν να μειώσουν την διακινδύνευση για τα μέλη τους.

Ότι κι αν αποφασίσει κανείς από δω και πέρα, κάποιον θα δυσαρεστεί και σε κάποιον κίνδυνο θα εκτίθεται. Από εκεί και πέρα η πρωθυπουργική φυγομαχία από τη Βουλή δια του Γεραπετρίτη φαίνεται ότι ήταν μόνο η αρχή. Το νέο κόλπο είναι απλό και απορώ πως ‘τσιμπάνε’ άνθρωποι με πείρα. Βάζοντας αυθαιρέτως μπροστά έναν επιστήμονα, εθελοθυσιαζόμενο ή μη, εγκαλείς τον πολιτικό σου αντίπαλο ότι τάχα επιχειρεί να κάνει αντιπολίτευση (ανεύθυνη και λαϊκίστική) στην επιστήμη την ίδια! Ενώ ο αληθώς ανεύθυνος είναι αυτός που έκανε, τέτοιες ώρες, την επιστήμη θεραπαινίδα του παλαιοκομματισμού του, απλώς για να μην αναλάβει την ευθύνη που του αναλογεί. Η διαχείριση κινδύνου δεν διδάσκεται στην Ιατρική,  είναι δουλειά του πολιτικού και κανείς άλλος δεν έχει την νομιμοποίηση για τέτοιες αποφάσεις, ακόμη κι αν το επιθυμεί.

Ο πολιτικός επιχειρεί την λαθροχειρία, πεπεισμένος ότι κανείς από τους χειραγωγημένους από τα ΜΜΕ, δεν θα το προσέξει. Είναι κακός σύμβουλος η ασφάλεια πως ό,τι κι αν πει ή ό,τι κι αν κάνει, ακόμη κι αν αυτό δεν προάγει την δημοκρατία (ούτε την … επιστήμη) δεν πρόκειται να υποστεί τη βάσανο της κριτικής. Η αμαρτωλή σχέση επιστήμης – πολιτικής έχει λοιπόν έναν τρίτο κρυφό εταίρο, την επικοινωνία. Τι θα είχε γίνει άραγε αν ο ΓΑΠ έστελνε στο Καστελόριζο να αναγγείλει το μνημόνιο, τον … κ Γκίκα Χαρδούβελη;

Η εμπλοκή σε πολιτική αντιπαράθεση με τον κ Τσιόδρα θα αποτελούσε χείρα βοηθείας και μεγάλη εξυπηρέτηση στον Πρωθυπουργό.  Η τελευταία άμυνα του ίδιου του επιστήμονα απέναντι σε όλα αυτά είναι να κοινωνήσει στο κοινό επακριβώς τις αβεβαιότητες, τις άγνοιες και τις απορίες του. Με τον κίνδυνο, βέβαια, να θεωρηθεί ως λιγότερο καλός γιατρός. Αλλά αυτό είναι το λιγότερο.

Στο θέμα των σχολείων η ενσυνείδητη σύγχυση μεταξύ επιστημονικής εισήγησης και πολιτικής απόφασης εμφανίστηκε ακόμη πιο ακραία. Μετά τον υπουργό Υγείας, ο θεράπων του Έθνους ανέλαβε στις πλάτες του τις ευθύνες και της Υπουργού Παιδείας. Μέγα λάθος που δεν του «ανέθεσαν» εγκαίρως  και το έργο του κ Βρούτση! Στον τραγέλαφο που δημιουργείται, ο μεν κ. Τσιόδρας πιέζεται πανταχόθεν, η δε κα Υπουργός απερίσπαστη ασχολείται με την επαναφορά της διαγωγής και την κατάργηση της κοινωνιολογίας ή με την θέσπιση πιο πολυπληθών τμημάτων, έτσι ώστε να απομείνει ενεός ο ιός από την αυτοπεποίθηση της.

(*) Γιώργος Σεφέρης: «Τελευταίος Σταθμός»