Πριν δέκα ακριβώς χρόνια, στις 6 Δεκεμβρίου 2008, πέφτει νεκρός στην Αθήνα ο δεκαπεντάχρονος μαθητής Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος. Η δολοφονία του Γρηγορόπουλου από τον ειδικό φρουρό Επαμεινώνδα Κορκονέα τραυματίζει την ελληνική ψυχή και προκαλεί το δημόσιο αίσθημα. Μεγάλες κινητοποιήσεις γίνονται στην πρωτεύουσα, τον Πειραιά, τη Θεσσαλονίκη, την Πάτρα, τα Ιωάννινα, το Ηράκλειο, τα Χανιά, τον Βόλο, την Κομοτηνή, την Κέρκυρα και τη Μυτιλήνη.

Ads

Κι ενώ η Αθήνα παραδίδεται στις φλόγες, άλλοι μιλούν για εξέγερση απέναντι σε συσσωρευμένα προβλήματα και άλλοι αναλύουν τη διαφορά εξέγερσης και «ταραχών» από τις στήλες του «Βήματος». Όπως πάντα, το ΚΚΕ βλέπει παντού «προβοκάτορες» και μέμφεται τον ΣΥΡΙΖΑ που «τους χαϊδεύει τ’ αυτιά». Από τις γραμμές του ΛΑΟΣ, ο νυν αντιπρόεδρος της ΝΔ Άδωνις Γεωργιάδης παρατηρεί: «Κάποιοι που παίρνουν ένα και δύο και τρία εκατοµµύρια ευρώ το χρόνο, δεν µπορούν να βγαίνουν και να µας το παίζουν εκπρόσωποι της γενιάς των 700 ευρώ και να λένε να κατεβεί ο κόσµος να τα σπάσει, να κάνει πλιάτσικο. Γενιά των 700 ευρώ είναι και τα ΜΑΤ».  Ανάλογες, εμβριθείς «αναλύσεις» δημοσιεύονται στον γερμανικό τύπο.

Είχαν προηγηθεί σημαδιακά πράγματα: Ο θάνατος δύο νέων παιδιών (ενός δεκαπεντάχρονου και ενός δεκαεπτάχρονου από το Μαλί και την Τυνησία) στο Κλισί Σουμπουά του Παρισιού στις 27 Οκτωβρίου 2005, που πυροδότησε μεγάλες ταραχές στη Γαλλία, και ένα «αναπάντεχο» εύρημα στις ελληνικές δημοσκοπήσεις που εξακόντιζε τον ΣΥΡΙΖΑ από το 3% στο 17% πολύ πριν το 2012.  Ήταν προφανές ότι οι ευρωπαϊκές κοινωνίες βρίσκονταν σε αναβρασμό και ότι, αργά ή γρήγορα, ο θυμός τους θα οδηγούσε σε πολιτικές εξελίξεις. Και όντως συνέβησαν πολιτικές εξελίξεις. Δεν ήταν μόνο η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ με την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, ήταν επίσης η δημιουργία των Ποδέμος στην Ισπανία και οι αλλαγές που ακολούθησαν στην Πορτογαλία. Αν όμως πριν το 2010 τα αιτήματα στις διαδηλώσεις ήταν ποικίλα, τώρα οι αντιδράσεις αποκτούσαν μια στέρεα  κοινωνικο-οικονομική βάση: Η Ευρώπη των ανισοτήτων και της «καμμένης» νεολαίας δεν θα μπορούσε να έχει καμμιά προοπτική.

Μερικά χρόνια μετά, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα διαφορετικό τοπίο. Μέρος της αγανάκτησης και των «κινημάτων» έχει απορροφηθεί κατά έναν τρόπο, όχι από την Αριστερά, αλλά από τη λαϊκιστική Δεξιά. Δεν είναι μόνο η εκτίναξη της Χρυσής Αυγής από το τίποτα στην τρίτη θέση στα εκλογικά ποσοστά, είναι επίσης οι ακροδεξιές κυβερνήσεις τύπου Ουγγαρίας και η αυξανόμενη επιρροή των πάσης φύσεως φασιστοειδών στη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ολλανδία, την Αυστρία, τις βαλκανικές και τις βαλτικές χώρες. Οι ειδικοί ερίζουν για το τί φταίει, αν είναι η χρεωκοπία της Σοσιαλδημοκρατίας, ο εκμαυλισμός της καταναλωτικής κοινωνίας, ή η προϊούσα περιθωριοποίηση και ο πολιτικός αναλφαβητισμός των πιο φτωχών στρωμάτων. Το γεγονός όμως είναι ότι τόσο οι απογοητευμένοι μικροαστοί όσο και οι κοινωνικές κατηγορίες που διαβιούν κάτω από τα όρια της φτώχειας αποδεικνύοναι το καλύτερο υπόστρωμα για να αναβιώσει η ξενοφοβία, ο ρατσισμός και –στο βάθος του χρόνου- ο «μεσσιανισμός». Μόνο ένας τυφλός «μεσσιανισμός» εξηγεί την άνοδο του Μακρόν, που χωρίς κόμμα και χωρίς αναφορά σε συγκεκριμένη πολιτική παράδοση, αναδείχθηκε σε Πρόεδρο στη Γαλλία και μόνο ένας –κοινωνικά νομιμοποιημένος- ρατσισμός δικαιολογέι την άνοδο των λαϊκιστών στην Ιταλία. 

Ads

Αν όμως τα ξαφνικά ξεσπάσματα της κοινωνίας προοιωνίζουν περαιτέρω πολιτικές εξελίξεις, τα συλλαλητήρια για το Μακεδονικό στην Ελλάδα, οι καταλήψεις των μαθητών με ρατσιστικά και εθνικιστικά συνθήματα και όσα συνέβησαν τις τελευταίες μέρες στη Γαλλία είναι ιδιαιτέρως ανησυχητικά. Η οργή του κόσμου συλλέγεται παθητικά στα πιο χαμηλά «αυλάκια», η κοινωνικο-οικονομική βάση των αιτημάτων συσκοτίζεται κι η κοινωνία ψάχνει απεγνωσμένα να βρει αποδιοπομπαίους τράγους. Τη  μια είναι οι μετανάστες, την άλλη οι σκοπιανοί, την παράλλη οι υπουργοί και οι βουλευτές. Η συνύπαρξη αριστερού και ακροδεξιού ακτιβισμού στην «πάνω» και την «κάτω» πλατεία του Συντάγματος βρίσκει ανάλογο στις συνέργειες των «κίτρινων γιλέκων» και των ακροδεξιών στο Παρίσι, ένα βήμα πριν επικρατήσει το χάος και προκύψει το μοιραίο στις Ευρωεκλογές.  Τότε, όταν ο «αντιμνημονιακός αγώνας» ήταν σε εξέλιξη, το ζήτημα δεν μας είχε απασχολήσει. Τώρα, καταλαβαίνουμε ότι το κρίσιμο στις κινητοποιήσεις δεν είναι η μορφή, αλλά το περιεχόμενο. Άλλο το «ανατροπή!» κι άλλο το «Να καεί, να καεί το μ……  η Βουλή».

Βεβαίως οι κοινωνίες δεν είναι κομματικοί στρατοί, όπως πιστεύει το ΚΚΕ. Υπάρχει αυθόρμητο, υπάρχει μη συντεταγμένο, υπάρχει απρόβλεπτο. Κι η ροπή προς το πιο «εύκολο» είναι πάντα εκεί, γιατί επίμονα, μονότονα, εξακολουθητικά τα ΜΜΕ α λα Μαρινάκη εκμαυλίζουν και παραπληροφορούν τον κόσμο. Η Αριστερά απευθύνεται στη λογική κι η ακροδεξιά (μέσα κι έξω από τα δεξιά κόμματα) στο θυμικό. Το μπέρδεμα γίνεται ακόμα μεγαλύτερο όταν η πολιτική ατζέντα εκλαμβάνει μορφή εμμονής και παράνοιας κι όταν τα τύποις κεντροαριστερά κόμματα (όπως το ΚΙΝΑΛ) προσχωρούν στις θέσεις των νεοφιλελεύθερων και των ακροδεξιών.

Αυτό είναι ίσως και το κυριότερο συμπέρασμα που βγαίνει από δεδομένα της τελευταίας διετίας: η λεγόμενη κεντροαριστερά, ακολουθώντας τα χνάρια της κεντροδεξιάς, αφομοιώνει τώρα -και ταυτόχρονα αφομοιώνεται από- την ακροδεξιά, δημιουργώντας έναν ενιαίο πολιτικό «πόλο». Ο πόλος αυτος έχει εισροές από παντού: από τους κατά παράδοσιν φιλελεύθερους που ενοχλούνται από τους «περιστασιακούς ενοίκους» της εξουσίας, τους νεοφιλελεύθερους που δυσανασχετούν με τη φορολογία και την περιστολή της μαύρης και της γκρίζας εργασίας, τους θιασώτες του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού» που βγαίνουν από τα ρούχα τους με τη συμφωνία των Πρεσπών.

Οι επιτυχίες της κυβέρνησης στο θέμα των συντάξεων και το συμμάζεμα της οικονομίας, οι παροχές, οι νέες προσλήψεις και τα μερίσματα είναι κινήσεις σωστές και ευεργετικές για τους χειμαζόμενους. Αυτό όμως που λείπει είναι το πολιτικό ισοδύναμο τους, δηλαδή εκείνο που διασυνδέει τα τρέχοντα με τα πιο οραματικά και ανασυνθέτει το «αφήγημα» της νέας εποχής. Επειδή, καλώς ή κακώς, το σύστημα αναφοράς μας είναι η Ευρώπη, το ενοποιητικό στοιχείο που αναζητούμε δεν μπορεί να περιορίζεται στα τετριμμένα. Η Αριστερά θα πρέπει να μιλήσει με παρρησία και σαφήνεια για το πως βλέπει το μέλλον των ευρωπαϊκών θεσμών. Κάτι πήγε να πει ο ΣΥΡΙΖΑ πριν τις εκλογές του 2015, αλλά οπισθοχώρησε μετά  το «πραξικόπημα» των Βρυξελλών. Ο κόσμος θα αποδεσμευθεί από τα ακροδεξιά ιδεολογήματα μόνο όταν προκύψει μια καθαρή, εφικτή και κοινωνικά κατανοήσιμη πολιτική στο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Καλές οι ευχές περί μετώπων με πράσινους και σοσιαλδημοκράτες, αλλά η ταμπακιέρα είναι αλλού. Ποιος διευθύνει και ποιος διοικεί την Ευρωπαϊκή Ένωση; Τί ρόλο διαδραματίζουν τα όργανα και τα παρα-όργανα της ευρωπαϊκής επιτροπής; Και τελικά, είναι αυτός ο θεσμός μια πραγματική πολιτική ένωση ή ένα παραπέτασμα καπνού για να νομιμοποιείται η διατήρηση και η διεύρυνση των ανισοτήτων; 

Πολύ φοβάμαι ότι χωρίς σαφείς απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα οδεύουμε προς κάτι χειρότερο απ’ αυτό που γεννήθηκε στο μαλακό υπογάστριο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.