Αυτές τις μέρες, αισθανόμαστε πάλι πως αιμορραγούμε ψυχικά διαβάζοντας τις μαρτυρίες όσων κακοποιήθηκαν παιδιά στην «Κιβωτό». Η κακοποίηση είναι από μόνη της αρκετή για να μας εξοργίσει και να μας συγκλονίσει, όποιος -α κι αν κακοποιείται, σε κάθε ηλικία, από όποια κοινωνική τάξη, σε όποιο περιβάλλον.

Ads

Όταν όμως πρόκειται για παιδιά, ήδη κακοποιημένα από το περιβάλλον τους και την ίδια την κοινωνία, αντιλαμβανόμαστε ότι μιλάμε για πιο ειδεχθή κατηγορία εγκλήματος, εκεί που χάνει την ψυχραιμία του κάθε άνθρωπος με στοιχειώδη ενσυναίσθηση. 

Αυτό είναι μόνο ένα από τα κοινά των δύο υποθέσεων, «Λιγνάδη» και «Κιβωτού». Στη δεύτερη περίπτωση δεν έχουμε ακόμα αποδεδειγμένη ενοχή. Αν φέρει κανείς το μικροσκόπιο πιο κοντά, αν ακούσει με προσοχή τα θύματα, θα δει πως τέμνονται ξανά και ξανά οι δύο υποθέσεις, όσον αφορά τις μαρτυρίες. 

Ένα κακοποιημένο παιδί δύσκολα καταγγέλλει τον κακοποιητή του. Πόσο μάλλον, όταν πρόκειται για τον δάσκαλο ή τον ιερέα στον οποίο πρέπει να οφείλει ευγνωμοσύνη, άρα μεγεθύνεται η εσωτερικευμένη ενοχή. Και ο «δάσκαλος» και ο «πατέρας» που καταγγέλεται τώρα, ήταν αυθεντίες υπεράνω πάσης υποψίας στον χώρο τους. Είχαν εξουσία πάνω στα παιδιά, την οποία επέβαλλαν με διάφορους τρόπους. 

Ads

Το παιδί που καταγγέλλει ότι κακοποιήθηκε από τον ιερέα, είχε μια μάνα της οποίας τη διαβίωση επιδοτούσε η «Κιβωτός». Ένα από τα πιο ανατριχιαστικά αποσπάσματα των μαρτυριών που είδαν το φως της δημοσιότητας είναι τα λόγια του φίλου του 19χρονου

«Υπήρχε ο φόβος, ότι μπορεί να κόψουν το επίδομα της μητέρας του. Η μητέρα του έχει σοβαρά προβλήματα υγείας. Φοβόταν ότι μπορεί να τη διώξουν από τη στέγη η οποία είναι της “Κιβωτού”. Υπήρχε αυτός ο φόβος και επίσης ο (…) του έπαιρνε και ακριβά δώρα. Μου είπε ότι δεν του έλειπε τίποτα. Από ακριβά ρούχα, μέχρι κινητά τελευταία μοντέλα, πάρα πολλά πράγματα, αλλά και κάποια στιγμή, έσπασε αυτό. Διότι μου είπε ότι παρόλα αυτά που μου έπαιρνε δεν άντεχα να γίνεται όλο αυτή η κατάσταση. Τον συμβούλεψα αμέσως να μιλήσει, αλλά η πρώτη του κουβέντα ήταν όχι, όχι, η μάνα μου εξαρτάται από αυτό. Εάν κάνω το λάθος να μιλήσω η μητέρα μου ίσως πεθάνει».
 
Πως να μην πάει το μυαλό μας στον Π. από την Ουκρανία, θύμα του Λιγνάδη; Που ήταν ανήλικος και ζούσε στην Ελλάδα με την οικογένειά του, χωρίς χαρτιά. Και οι δυο του γονείς ήταν αλκοολικοί και βίαιοι.

Ο πατέρας του τον χτυπούσε με την ζώνη, τον τιμωρούσαν με στέρηση τροφής. Ο πατέρας του εξαφανιζόταν για μεγάλα διαστήματα. Λίγο πριν καταλύσει στο σπίτι του Λιγνάδη, ζούσε με κομμένο ρεύμα και νερό σε ένα σπίτι που νοίκιαζε η μάνα του και δεν πλήρωνε ενοίκια, με αποτέλεσμα να τους απειλούν με έξωση. Αυτό το παιδί φιλοξένησε στο σπίτι του ο Λιγνάδης, αντί να παραπέμψει σε κοινωνικούς λειτουργούς. 

Όταν κατέθετε είχε ήδη ξεσπάσει ο πόλεμος στην Ουκρανία. Η μάνα του που ενδιαμέσως είχε φύγει από την Ελλάδα, τις ημέρες της κατάθεσης βρισκόταν σε προσφυγικό καταυλισμό στην Πολωνία. Ο Π. της έστειλε 200 ευρώ από τα 600 που βγάζει για να φύγει από την εμπόλεμη περιοχή. 

Ο Π. ανάμεσα σε άλλα, κατέθεσε ότι εκτός από την κακοποίηση που δέχτηκε από τον σκηνοθέτη, τον έβαζε να κάνει δουλειές στο σπίτι. Ας δούμε τι συνέβαινε στην Κιβωτό εκτός από τη σεξουαλική κακοποίηση και τους ξυλοδαρμούς:

«Μετά τα Χριστούγεννα του 2020 έκανε ένα χειρουργείο» λέει  ένα από τα θύματα για τον Αντώνιο.  «Ήμουν μαζί του 24 ώρες το 24ωρο για να τον φροντίζω. Με τραβούσε κοντά του συνέχεια και εγώ τραβιόμουν χωρίς να του πω κάτι και μου είπε “σήκω φύγε”. Την επόμενη μέρα, που πήγα στο δωμάτιό του, με έβριζε και μου συμπεριφερόταν υποτιμητικά. Ποτέ δεν έβγαζε κι έβαζε τα παπούτσια και τις κάλτσες του. Ήθελε να τον υπηρετούν».

Η δε απαξίωση και χλεύη των θυμάτων, είναι εμφανής στα λόγια και του ιερέα και του σκηνοθέτη. Και οι δύο δε, χρησιμοποίησαν το φροϋδικό επιχείρημα, ότι τα παιδιά τους εκδικήθηκαν γιατί είχαν υποκαταστήσει τον πατέρα τους. Η δε πρεσβυτέρα της Κιβωτού, προχώρησε ακόμα παραπέρα μιλώντας για την «κακία των παιδιών που ευεργετήθηκαν». Τα ίδια έλεγε κι ο Λιγνάδης στο δικαστήριο. Μιλώντας για τα θύματα ισχυρίστηκε πως όταν τους γνώρισε ήταν άλλοι άνθρωποι και «τώρα τους βλέπω αδίστακτους». Δήλωσε πως οι κατηγορίες είναι ένα κοκτέιλ συκοφάντησης, οικονομικού οφέλους και ερωτικής πικρίας.

«Με προσέγγιζαν άτομα, όπως προσεγγίζουν μεγάλους ηθοποιούς με εμπειρία, για να επωφεληθούν», είπε, ενώ όταν ρωτήθηκε αν γνώριζε την ηλικία τους, ότι ήταν ανήλικοι, ισχυρίστηκε πως δεν γνώριζε ή ότι δεν έδινε σημασία «γιατί δεν υπήρχε ένοχο πάθος». 

Δεν χρειάζονται άλλες συνδέσεις μεταξύ των δύο υποθέσεων για να καταλάβουμε το pattern και να συγκλονιστούμε με το πόσο αβοήθητα ήταν τα παιδιά και στις δύο περιπτώσεις. Ο μεν Λιγνάδης οδηγήθηκε σε δίκη, καταδικάστηκε για δύο βιασμούς και παρ’όλα αυτά αφέθηκε επιδεικτικά ελεύθερος μέχρι το Εφετείο.

Ελεύθερος να συναντά όποιον θέλει, να πράττει ό,τι θέλει, μπροστά στα μάτια των θυμάτων του. Η υπόθεση της Κιβωτού, έρχεται να υπογραμμίσει εκτός από την εγκληματική πολιτική της ιδρυματοποίησης και την απουσία οποιασδήποτε προστασίας για τα παιδιά, και την συνενοχή της δικαιοσύνης σε πλήθος τέτοιων εγκλημάτων.