Πριν δυο μέρες, προβλήθηκε στον ΣΚΑΪ μια τηλεοπτική συνέντευξη του Διονύση Σαββόπουλου στον Παύλο Τσίμα. Η συνέντευξη είχε ως αφορμή το πρόγραμμα που παρουσιάζει ο Σαββόπουλος στο «Πάρκο». Ήταν μια καλά αρθρωμένη συζήτηση –ή μάλλον παρέμβαση-  με πολιτική και ιδεολογική σημασία. Θα γίνω αμέσως πιο συγκεκριμένος. Αλλά, πριν απ’ αυτό, μια εξήγηση.

Ads

Δεν βρίσκω εύστοχα αυτά που είχε πει κάποτε για τον Σαββόπουλο ο Γιάννης Ανδρουλιδάκης (περί «άρρωστου κλέφτη» που αντιγράφει τον Dylan και άλλους). Το έργο και η πορεία του Σαββόπουλου έχουν πράγματι δάνεια κι επιρροές μέχρι παρεξηγήσεως. Αλλά δεν είναι σωστό να λέμε ότι ο Σαββόπουλος «αντέγράψε» τον Dylan, όπως δεν είναι σωστό ότι ο Θεοδωράκης «αντέγραψε» τον Τσιτσάνη ή οι χριστιανοί τον Χριστό.

Το θέμα είναι άλλωστε αλλού: με τον Διονύση Σαββόπουλο έχουμε, οι περισσότεροι της γενιάς μου, μια βιωματική σχέση. Δεν είναι μόνο τα τραγούδια, είναι κι η στάση του στη δικτατορία και τη μεταπολίτευση˙ δεν είναι μόνο οι στίχοι, είναι κι η μουσική˙ δεν είναι μόνο ο ήχος, είναι κι οι ζωγραφιές που κοσμούν τα εξώφυλλα˙ δεν είναι μόνο τα σχήματα λόγου, είναι κι η μίμηση, το «ματάκι το παιχνιδιάρικο στον πάγκο του χασάπη»˙ δεν είναι μόνο η αλληγορία, είναι κι η ωμή αλήθεια, ο «Άγγελος Εξάγγελος»˙ δεν είναι μόνο το αδέσποτο ηθικό, είναι κι η βαθειά κατάδυση στα άδυτα των αδύτων, το «Μακρύ ζεμπεϊκικο» και η διπλή εικόνα στη «Μακρόνησο που λες». Ο Bob Dylan δεν ήταν εκεί. Άλλοι ήτανε.

Κρατάει χρόνια αυτή η σχέση. Όταν οι άλλοι βγάζανε δεκάρικους την 25η Μαρτίου, η βραχνή φωνή του Σαββόπουλου μας υπενθύμιζε το επίδικο μέσα απ’ τον «Μπάλλο»:  Ελευθερία ή Θάνατος. Όταν η ΥΕΝΕΔ σερβίριζε ψόφια δημοτικά και Κλειώ Δενάρδου, ο Σαββόπουλος και τα «Μπουρμπούλια» του υφαίνανε έναν σκληρό, βαλκανικό ήχο. Με τον Σαββόπουλο -και τον Χατζιδάκι- μάθαμε ν’ ακούμε προσεκτικά, αντιστικτικά, μέσα στα σχίσματα και τις διαιρέσεις μας. Δεν έγινε το ίδιο με τους «κλασσικούς». Γιατί ο Τσιτσάνης κι ο Θεοδωράκης φτιάξανε μεν «Εθνική Σχολή», αλλά κινήθηκαν ο καθένας στον μακρόκοσμο του –όχι στον χώρο του αοράτου.

Ads

Επανέρχομαι στην εκπομπή, που βρήκα τυχαία κάνοντας ζάπινγκ. Οι τελευταίες εμφανίσεις και τα σχόλια του Σαββόπουλου που είχα δει ήταν σκέτη απογοήτευση: λόγος ρηχός, γεροντικός, με overtones από ιδέες μεγαλείου. Σαν κάτι φίλους που «δεν ξέρουν πια πώς να πεθάνουν». Στην εκπομπή που είδα υπήρχε όμως παλμός. Και ο Σαββόπουλος και ο Τσίμας ήταν άψογοι: σαφείς, διαυγείς, ξεκάθαροι –κι απόλυτα συντονισμένοι. Μένει να δούμε λοιπόν, όχι το σκηνοθετικό μέρος, αλλά το νόημα και τη σκοπιμότητα της υπόθεσης.

Ο ύστερος Σαββόπουλος κι ο όψιμος Τσίμας είναι παράγωγα της ίδιας πολιτικο-ιδεολογικής μετεξέλιξης: από τη νοήμονα Αριστερά στον αντι-Παπανδρεϊσμό,  στο Σημιτικό αφήγημα, κι από ‘κει στο ακραίο Κέντρο και τον (ιδεολογικά απενοχοποιημένο) νεοφιλελευθερισμό. Βασική γραμμή και κεντρικό δόγμα αυτής της Σχολής: εμείς παραμένουμε πιστοί στις πραγματικές αξίες που κάποτε υπεράσπισε η Αριστερά, δηλαδή την Ειρήνη, τη Δημοκρατία, τα Δικαιώματα, την Κοινωνική Προκοπή. Μόνο που όλα αυτά δεν εκφράζονται πλέον απ΄ τις πολιτικές δυνάμεις της Αριστεράς, αλλά … από τη Δεξιά του Κυριάκου Μητσοτάκη. Ο Σαββόπουλος το είπε μάλιστα πολύ ξεκάθαρα:  αριστερό είναι ό,τι αντιπαλεύει το status quo, την παρούσα κατάσταση των πραγμάτων. Status quo αυτή τη στιγμή είναι το χάος που άφησε ο ΣΥΡΙΖΑ κι οι αυταπάτες του. Και η αναίρεση αυτής κατάστασης, που είν’ η επαναστατική έννοια της «κανονικότητας», εκπροσωπείται και αντιπροσωπεύεται αυτή τη στιγμή απ’ τον Μητσοτάκη.

Θέλει προσοχή:  το 1989, ο Σαββόπουλος είχε πει κάτι παρεμφερές για τον πατέρα Μητσοτάκη˙ εδώ, πρόκειται όμως για κάτι εντελώς άλλο. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ήταν τότε «γραμμή ζιγκ-ζακ», δηλαδή ένας αναγκαίος -κατά Σαββόπουλο- ελιγμός για ν’ απαλλαγούμε από το «κνώδαλο», τον Ανδρέα. Τώρα, δεν πρόκειται περί αναγκαίου κακού. Είναι μια συνειδητή, ενεργητική επιλογή. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης εκφράζει την Πρόοδο, το καθαρό πρόσωπο του Λαού και του Έθνους.

Κι ο ΣΥΡΙΖΑ, είπανε, τί ρόλο έχει άραγε ο ΣΥΡΙΖΑ κι ο Τσίπρας;  Α, ο ΣΥΡΙΖΑ, αν ωριμάσει, αν απαλλαγεί απ’ τις αυταπάτες του, αν αρχίσει να ντύνεται και να συμπεριφέρεται σωστά (δηλαδή εντελώς συστημικά), ίσως να είναι χρήσιμος ως αντιπολίτευση. Να ελέγχει τα ακροδεξιά βαρίδια της Νέας Δημοκρατίας και να κρατάει τα μπόσικα. Κάτι ανάμεσα στο ΚΟΔΗΣΟ, το ΚΙΔΗΣΟ και το (μεταμοντέρνο πλέον) ΚΚΕ. Θεός φυλάξοι!

Διευκρινίζω κι επεξηγώ: ήταν μια ιδιότυπη, διπλή συνέντευξη, του Σαββόπουλου στον Τσίμα και του Τσίμα στον Σαββόπουλο. Δεν θα μπω σε σενάρια ή χυδαιότητες για να ερμηνεύσω το timing. Δεν τα πιστεύω τα περίπλοκα και τα πολύ συνομωτικά, όχι γιατί δεν συμβαίνουν στον χώρο της ShowBiz και των ΜΜΕ, αλλά γιατί σπανίως είναι οι μόνες –ή οι ουσιαστικές- ερμηνείες. Άλλοι μηχανισμοί, λίγο πιο σύνθετοι, εξηγούν το τί βλέπουμε και τί ακούμε στην τηλεόραση, χωρίς να αφαιρούν ή να υποβαθμίζουν τη σημασία των υλικών ωφελημάτων.

Ποιος ξέρει, άλλωστε, πώς ο Σαββόπουλος του «Μπάλλου» και του «Γεννήθηκα στη Σαλονίκη», του «Δέντρου» και του «Ήλιε, Ήλιε  Αρχηγέ» κατέληξε εδώ. Ο ίδιος λέει ότι τότε είχε συμμαχήσει με την Αριστερά, γιατί ήταν ο μόνος μοχλός πίεσης για περισσότερες ελευθερίες και περισσότερα δικαιώματα. Οι στίχοι του πάντως δεν μιλάνε για «συμμαχίες». Ο «Ήλιος» και το «Δέντρο» στη στιχουργική του Σαββόπουλου δεν συμβολίζουν την ΕΡΕ, την Ένωση Κέντρου κι ό,τι ήθελε προκύψει, από τον Βενιζέλο μέχρι τον Παπαδήμο, ανάλογα με τις συνθήκες. Συμβολίζουν εντελώς μονοσήμαντα τη «Μαμμή της Ιστορίας». Το Όργανο της κοινωνικής ανατροπής. Αυτό, και τότε και σήμερα, έχει όνομα και ταυτότητα.

Ας αφήσουμε όμως τα «εκ των υστέρων» του Σαββόπουλου και του Τσίμα, του κάθε Σαββόπουλου και του κάθε Τσίμα –γιατί είναι πολλοί. Οι ιδεολογικοί μηχανισμοί είναι συγκεκριμένοι˙ οι ψυχοδυναμικές παράμετροι εξ ίσου σαφείς˙ τα υλικά κίνητρα επίσης. Τη συνείδηση τη διαμορφώνουν οι κοινωνικές σχέσεις –συν κάτι άλλα απ’ τα ενδότερα και μη συζητήσιμα. Όπως έχει πει άλλωστε ο ίδιος ο Σαββόπουλος «αυτοί είναι ρόλοι, που έχουν παιχτεί και ξαναπαιχτεί χιλιάδες φορές». Βλέπε Πουλαντζά, δες Αξελό, όρα Καστοριάδη. Άλλο μας ενδιαφέρει εδώ κι αλλού βρίσκεται η ταμπακιέρα: όταν το ακραίο Κέντρο κι η Δεξιά εξαπολύουν αυτή τη μεγάλης κλίμακας επίθεση, τί ακριβώς κάνει η Αριστερά;

Λυπάμαι που θα το πω, αλλά η Αριστερά περί άλλα τυρβάζει. Κινητοποιεί όλους τους μηχανισμούς αμύνης του «Εγώ» της, αρνούμενη, απωθώντας, μεταθέτοντας και εκλογικεύοντας τα λάθη της. Επαναπαύεται στο θεωρητικό κλέος των παππούδων της και δεν το ψάχνει πια. Θέματα και θεσμοί που ήταν κάποτε προνομιακό πεδίο ιδεολογικής και πολιτικής της παρέμβασης τώρα είναι προτεραιότητες που βρίσκονται πολύ χαμηλά στη σειρά. Ακόμα και το ζήτημα της Novartis, δεν αντιμετωπίζεται ως ένα «case study» διαφθοράς συνειδήσεων, που αποκαλύπτει τη λεπτή υφή και την ποιότητα των κυρίαρχων σχέσεων, αλλά ως μια ευκαιρία καταγγελίας. Όταν όμως η συναλλαγή, η μίζα και το φακελάκι τείνουν να διαβρώσουν την κοινωνία μέχρι το κόκαλο, όταν ο παραγοντισμός νομιμοποιείται στην πράξη, το Δόγμα Πολάκη «κλείστε έναν-δυο στη φυλακή για να πάρουμε τις εκλογές» αποδεικνύεται άκυρο. Κι επικίνδυνο.

Για να μην αδικήσουμε κανέναν. Λέγεται ότι ο καλλιτέχνης είναι το έργο, όχι το πρόσωπο. Νομίζω ότι δεν είναι ακριβώς έτσι, αλλά ας μην επιμείνω. Το έργο του Διονύση Σαββόπουλου είναι εκεί. Δεν σταματήσαμε ν’ ακούμε τα τραγούδια του και δεν κάψαμε τις φωτογραφίες. Μερικοί μάλιστα από μας που τον γνωρίσαμε προσωπικά (Μαραθωνομάχων, στο Ψυχικό, αν δεν κάνω λάθος) αναπολούμε συχνά την εικόνα της βιβλιοθήκης του με τα βιβλία για τον Καραγκιόζη, την κουνιστή πολυθρόνα του και το σπινθηροβόλο βλέμμα που μας κοίταζε εξεταστικά μέσα από τα γιαλιά. «Σας κοιτώ τόση ώρα και βλέπω τον τοίχο απέναντι˙ δεν βλέπω τίποτα στη θέση του κεφαλιού σας, παιδιά», μας είχε πει τότε που του ‘παμε νάρθει να παίξει στο Λαύριο. «Πρέπει να ψάξετε περισσότερο, να βρείτε και να ζητήσετε κάτι συγκεκριμένο». Αυτό εννοώ κι εγώ τώρα προκειμένου περί Αριστεράς. Τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο.

Αλλά μην το κουράζουμε παραπέρα. Όλα θα εκπληρωθούν.