Η συζήτηση για την αξιοπιστία των δημοσκοπήσεων δεν είναι ούτε καινούρια, ούτε ντόπια. Έχει επαναληφθεί πολλάκις στο παρελθόν και σε πολλές χώρες του κόσμου. Βέβαια, στην Ελλάδα, τέτοιου είδους συζητήσεις έχουν ένα σασπένς παραπάνω, γιατί υπάρχει και ο δόλος, η συνομωσιολογία και διάφορες άλλες θεωρίες, που βοηθούν να αποκτήσει η σχετική συζήτηση φανατικό κοινό και κυρίως, να χαθεί στα αζήτητα η επιστημονική συζήτηση για τα πραγματικά προβλήματα που υπάρχουν στη σύγχρονη επιστήμη των ερευνών κοινής γνώμης.

Ads

Επιτρέψτε μου, λοιπόν, να παραθέσω μερικές σκέψεις για το θέμα με την ελπίδα ότι θα βοηθήσω – και θα βοηθηθώ – στην ανάδειξη των ουσιαστικών ζητημάτων που διέπουν την κοινωνική και πολιτική έρευνα, πίσω από τη θολούρα των γενικών και ισοπεδωτικών καταγγελιών.

Οι προεκλογικές δημοσκοπήσεις είναι πρωτίστως εργαλεία ανάλυσης των πολιτικών και κοινωνικών τάσεων του εκλογικού σώματος και δευτερευόντως πρόβλεψης του τελικού εκλογικού αποτελέσματος. Κι αυτό, καθώς, η παρουσία της αδιευκρίνιστης ψήφου εμποδίζει την ασφαλή αποτύπωση των εκλογικών αναλογιών, ενώ ζητήματα όπως η αποχή και σύνθεσή της ανιχνεύονται μόνο προσεγγιστικά. Ωστόσο, προσφέρουν στους ενδιαφερόμενους (κόμματα, ΜΜΕ κτλ.) σημαντική πληροφόρηση σχετικά με τις απόψεις των πολιτών, την αξιολόγηση των προεκλογικών εξαγγελιών, της επικοινωνιακής στρατηγικής και των προσώπων που τα κόμματα χρησιμοποιούν κατά την προεκλογική περίοδο. Επιπλέον, ανάλογα με το μέγεθος του δείγματος που χρησιμοποιείται, τα επιμέρους ποσοστά των κομμάτων και τον επιδιωκώμενο βαθμό εμπιστοσύνης, παρουσιάζουν περιθώρια σφάλματος που κυμαίνονται από ±1% για μέγεθος δείγματος 10.000 ατόμων, μέχρι και ±4% για μέγεθος δείγματος 600 ατόμων, με διάστημα εμπιστοσύνης 95%.

Είναι συνεπώς προφανές ότι, όταν οι διαφορές μεταξύ κομμάτων είναι εντός των προαναφερόμενων περιθωρίων, δεν είναι ασφαλής καμία πρόβλεψη. Επιπλέον, η δημοσίευση δημοσκοπήσεων με διαφορές μεταξύ κομμάτων της τάξης του 1% ή 0,5% κάτω από πηχαίους τίτλους του στυλ “Προβάδισμα τάδε” ή “Νίκη δείνα”, αφενός στερούνται σοβαρότητας και αφετέρου, δεν βοηθούν στην “εκπαίδευση” του κοινού, όσον αφορά στη σωστή ανάγνωση και ανάλυση των δημοσκοπήσεων. Επίσης, η ύπαρξη του στατιστικού σφάλματος ορίζει και τα όρια της δυνατότητας των δημοσκοπήσεων να προβλέψουν ένα αποτέλεσμα, ακόμα κι αν δεν υπάρχουν αναποφάσιστοι, όπως στην περίπτωση των exit polls: όταν η εκτιμώμενη διαφορά μεταξύ δύο κομμάτων είναι π.χ. 1,5% και το όριο σφάλματος είναι ±1%, η ανακοίνωση της σειράς κατάταξης των συγκεκριμένων κομμάτων είναι εξαιρετικά επισφαλής και η ορθότερη ανακοίνωση είναι αυτή που οι αγγλοσάξωνες έχουν καθιερώσει: “too close to call” ή “οριακό αποτέλεσμα”. Σε ένα άλλο παράδειγμα, όταν σε μια δημοσκόπηση και στο ερώτημα πρόθεσης ψήφου εμφανίζεται κάποιο κόμμα να υπολείπεται λίγο του ορίου κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης (3%), πριν την κατανομή της αδιευκρίνιστης ψήφου, δεν σημαίνει ότι το κόμμα αυτό ανακηρύσσεται “εκτός Βουλής” καθώς είναι πολύ πιθανό να ξεπεράσει το όριο αυτό, όταν τα ποσοστά των κομμάτων αναχθούν επί των εγκύρων, όταν δηλαδή αφαιρεθεί η αδιευκρίνιστη ψήφος. Συνεπώς, η σωστή δημοσίευση των αποτελεσμάτων των δημοσκοπήσεων ― που αποτελεί κοινή ευθύνη ΜΜΕ και εταιρειών δημοσκοπήσεων ― είναι εξαιρετικά κρίσιμη για την αποφυγή δημιουργίας λανθασμένων εντυπώσεων και σχηματισμού παραπλανητικών συμπερασμάτων.

Ads

Ένα δεύτερο θέμα, έχει να κάνει με τη μέθοδο που επιλέγεται για τη λεγόμενη “στάθμιση” των πρωτογενών αποτελεσμάτων της έρευνας. Η στάθμιση των αποτελεσμάτων έχει να κάνει με την, εκ των υστέρων, προσπάθεια διόρθωσης τυχόν αστοχιών της τυχαίας δειγματοληψίας, είτε αυτές οι αστοχίες αφορούν τη δημογραφική σύνθεση του δείγματος, είτε την πολιτική σύνθεση. Στην παγκόσμια βιβλιογραφία έχουν εμφανιστεί και χρησιμοποιηθεί διάφορες μέθοδοι στάθμισης (με πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα), ανάλογα με την περιοχή, την εκλογική ιστορία της, το ύψος της αποχής, ακόμα και τη συγκυρία. Μέχρι και τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015, η στάθμιση των πρωτογενών δεδομένων με βάση την ψήφο στις προηγούμενες Βουλευτικές εκλογές (πολιτική στάθμιση) έδινε αποτελέσματα πολύ κοντά στα πραγματικά αποτελέσματα της κάλπης (τηρουμένων πάντοτε των στατιστικών σφαλμάτων τα οποία είναι εγγενή στην έρευνα). Στο δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015 και στις προχθεσινές Βουλευτικές εκλογές, η εν λόγω στάθμιση έδωσε σημαντικές αστοχίες (αυτό βέβαια μπορεί να εντοπιστεί μόνο εκ των υστέρων), κάτι που ενδεχομένως υποδεικνύει ότι το εκλογικό σώμα που φτάνει μέχρι την κάλπη μεταβλήθηκε σημαντικά, ενδεχομένως και εξαιτίας της αποχής και της ειδικής σύνθεσής της. Η αναζήτηση νέων ή και υφιστάμενων, αλλά σε κάθε περίπτωση καταλληλότερων, μεθόδων στάθμισης των πρωτογενών δειγμάτων αποτελεί πρόκληση για τον κλάδο και σίγουρα χρειάζεται σχετική διαβούλευση και συζήτηση.

Το κρισιμότερο όμως, κατά τη γνώμη μου, ζήτημα είναι η σύνθεση των δειγμάτων στις προεκλογικές έρευνες, αλλά και στα  exit polls, όπως αυτή προκύπτει από την εθελοντική συμμετοχή των πολιτών. Για μια σειρά από λόγους, είτε τεχνικούς (π.χ. χρήση σταθερών τηλεφώνων για τη διεξαγωγή των τηλεφωνικών ερευνών), αλλά και πολιτικούς (γενικότερη απαξίωση του πολιτικού συστήματος, στο οποίο εντάσσονται συχνά από τους πολίτες οι εταιρείες δημοσκοπήσεων και τα ΜΜΕ), είναι πιθανό ένα συγκεκριμένο μέρος του εκλογικού σώματος ― το οποίο πιθανά να πρόσκειται σε κομματικούς χώρους οι οποίοι έχουν ασκήσει ή ασκούν έντονη κριτική στις δημοσκοπήσεις ― να απέχει συστηματικότερα, σε σχέση με ψηφοφόρους άλλων πολιτικών χώρων, ενώ ακόμα και τα ιδιαίτερα πολιτικά – ιδεολογικά χαρακτηριστικά πολιτών που δηλώνουν ότι ασπάζονται τον ίδιο πολιτικό χώρο και συμμετέχουν στην έρευνα, είναι πιθανό να διαφέρουν από αυτούς που επιλέγουν να μη συμμετέχουν.

Η αποκατάσταση της εικόνας και της αξιοπιστίας των οργανισμών και των εταιρειών που διενεργούν δημοσκοπήσεις απέναντι στο κοινό, η σαφής και κάθετη αντίδραση σε κάθε υπόνοια περί χειραγώγησης των ευρημάτων των δημοσκοπήσεων (από όπου κι’ αν αυτή προέρχεται) και η αξιοποίηση και εναλλακτικών μεθόδων προσέγγισης του εκλογικού σώματος (αξιοποίηση κινητών τηλεφώνων ή/και διαδικτύου), αποτελούν κρίσιμα βήματα για την πλήρη αποκατάσταση της λειτουργίας και της αξιοπιστίας των πολιτικών ερευνών, ιδιαιτέρως λαμβανομένου υπόψη, ότι η προϊστορία του κλάδου σ’ αυτήν τη χώρα έχει να επιδείξει κυρίως επιτυχή αποτελέσματα και σπάνιες (μέσα στα αναμενόμενα όρια εμπιστοσύνης) αστοχίες.

Τέλος, θα ήθελα να αναφερθώ στον αντίστοιχο προβληματισμό που αναπτύσσεται διεθνώς, τόσο σε επιστημονικό – ακαδημαϊκό, όσο και σε εταιρικό επίπεδο, καθώς είναι πρόσφατες και ηχηρές οι αστοχίες σε προηγμένα κράτη σε ότι αφορά τις δημοσκοπήσεις και την έρευνα αγοράς, όπως η Μεγάλη Βρετανία με την απρόσμενη ― δημοσκοπικά ― επικράτηση και αυτοδυναμία των Συντηρητικών του Κάμερον ή η νίκη Νετανιάχου στο Ισραήλ, η επικράτηση της νέας Δημάρχου Βαρκελώνης (νωρίτερα φέτος), το ξεκάθαρο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στην Σκωτία έναντι του δημοσκοπικού ντέρμπυ κτλ. Με μόνη διαφορά, ότι η συζήτηση την επόμενη μέρα δεν επικεντρώθηκε στο κυνήγι μαγισσών, αλλά στην ανάγκη για τη μεθοδολογική βελτίωση των δημοσκοπικών επιδόσεων.

Αλλά εδώ είναι Ελλάδα.

* Ο Πασχάλης – Αλέξανδρος Τεμεκενίδης, είναι διευθυντής Ερευνών Palmos Analysis