Η πολιτική της αυτορρύθμισης της ενεργειακής αγοράς που εφαρμόζεται εν μέσω ενεργειακής κρίσης στη χώρα μας αξιολογείται και κρίνεται, όπως άλλωστε όλες οι πολιτικές, εκ του αποτελέσματος.

Ads

Ενάμισι λοιπόν χρόνο μετά την πρώτη εμφάνιση της ενεργειακής κρίσης το καλοκαίρι του 2021 και ένα σχεδόν χρόνο μετά την κήρυξη του πολέμου Ρωσίας – Ουκρανίας, η προσκόλληση της χώρας στο μοντέλο της αυτορρύθμισης της ενεργειακής αγοράς έχει πλέον απτά αποτελέσματα.

Εδώ και δύο συνεχόμενες εβδομάδες, στα τέλη του 2022 και στις αρχές του 2023, η Ελλάδα εμφανίζεται στα διεθνή στοιχεία να έχει συνεχώς το ακριβότερο ρεύμα στην Ευρώπη. Με τιμές χονδρικής επόμενης μέρας που κυμαίνονται μεταξύ 240 έως και 283 ευρώ/ΜWh, όταν οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες διαμορφώνουν τις τιμές τους κάτω από το μισό των αντίστοιχων ελληνικών.

Για όλα βέβαια υπάρχει πάντα και μια δικαιολογία. Η ακρίβεια στην Ελλάδα, υποστηρίζουν οι κυβερνητικοί, είναι φαινομενική και οφείλεται στο ότι στη χώρα μας, οι τιμές χονδρικής που παρουσιάζονται στα διεθνή στοιχεία, διαμορφώνονται σύμφωνα με τις τιμές του προηγούμενου μήνα, που ήταν όντως αυξημένες.

Ads

Το αντεπιχείρημα έρχεται από τα αποτελέσματα της διακύμανσης της τιμής του ρεύματος στη χώρα μας κατά τη διάρκεια ολόκληρου του 2022. Γιατί μέσα σε έναν ολόκληρο χρόνο, το σφάλμα από τον συγκεκριμένο υπολογισμό θα έπρεπε να έχει απορροφηθεί πλήρως και συνεπώς να έχει μηδενιστεί.

Τα διεθνή στοιχεία λοιπόν για τη χρονιά που πέρασε αναδεικνύουν την Ελλάδα ως τη χώρα με τη δεύτερη ακριβότερη τιμή ηλεκτρικού ρεύματος στην ΕΕ, αμέσως μετά την Ιταλία.

Το αδιαμφισβήτητο αυτό στοιχείο δίνει την πιο πειστική απάντηση σε όσους αμφισβητούν την ελληνική ακρίβεια.

Συγχρόνως δίνει όμως και την πιο καθαρή απάντηση σε εκείνους που επιμένουν να υποστηρίζουν ότι οι αιτίες της ακρίβειας στη χώρα μας είναι διεθνείς και εισαγόμενες.

Γιατί αν ήταν πράγματι έτσι, τότε οι τιμές του ρεύματος σε όλες τις ευρωπαϊκές αγορές θα έπρεπε να κυμαίνονται στα ίδια περίπου επίπεδα και δεν θα υπήρχαν χώρες, όπως η Ελλάδα και η Ιταλία, με αισθητά ακριβότερες τιμές.

Αν στο σημείο αυτό συνυπολογίσουμε και το γεγονός ότι η Ελλάδα με τις ακριβότερες τιμές ρεύματος, κατατάσσεται σύμφωνα με τη Eurostat και ανάμεσα στις πέντε ευρωπαϊκές χώρες με τις χαμηλότερες αμοιβές, ανταγωνιζόμενη τα πρώην ανατολικά κράτη και συγκεκριμένα την Πολωνία, τη Ρουμανία, την Ουγγαρία και τη Βουλγαρία, που όμως είχαν πολύ χαμηλότερες τιμές ρεύματος από τις δικές μας, τότε η εικόνα της… ελληνικής ιδιαιτερότητας ολοκληρώνεται πλήρως.

Τι συμβαίνει λοιπόν; Γιατί στην Ελλάδα που ακολουθεί το μοντέλο της αυτορρύθμισης της ενεργειακής αγοράς οι τιμές του ρεύματος εκτοξεύονται στα ύψη ενώ στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, όπου με δεδομένη την ενεργειακή κρίση, οι κυβερνήσεις παρενέβησαν και έλαβαν μέτρα ρύθμισης των αγορών, οι τιμές μένουν σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα;

Η απάντηση είναι προφανής για όποιον διαθέτει έστω και τη στοιχειώδη κοινή λογική.

Η αυτορρύθμιση των αγορών φέρνει αποτέλεσμα όταν οι αγορές λειτουργούν σε κανονικές συνθήκες. Σε συνθήκες κρίσης το μοντέλο της αυτορρύθμισης των αγορών παύει να λειτουργεί για μια σειρά από αιτίες.

Η πρώτη είναι ότι σε συνθήκες κρίσης, σε συνθήκες δηλαδή κατά τις οποίες διαταράσσεται σοβαρά το ισοζύγιο προσφοράς και ζήτησης, η αυτορρύθμιση των αγορών καθίσταται προβληματική.

Στην περίπτωση της ενεργειακής κρίσης, η διατάραξη του ισοζυγίου προσφοράς και ζήτησης του φυσικού αερίου, ως αποτέλεσμα των πολιτικών της απανθρακοποίησης που ακολούθησαν τα ευρωπαϊκά κράτη στο πλαίσιο της υλοποίησης της πολιτικής της «πράσινης μετάβασης», προκάλεσαν ξαφνική και μεγάλη αύξηση της ζήτησής του, με συνέπεια την απογείωση των τιμών.

Η κρίση επιδεινώθηκε αργότερα εξ αιτίας του πολέμου στην περιοχή Ρωσίας – Ουκρανίας που τροφοδοτεί σχεδόν αποκλειστικά με φυσικό αέριο την Ευρώπη, ως αποτέλεσμα της αβεβαιότητας ως προς τη διατήρηση της προσφοράς στα ίδια επίπεδα.

Στην Ελλάδα τα πράγματα διαμορφώθηκαν πολύ χειρότερα από την υπόλοιπη Ευρώπη. Γιατί η πολιτική της απανθρακοποίησης εξειδικεύτηκε με την άκαιρη και την αδικαιολόγητα πρόωρη καθολική απολιγνιτοποίηση στην οποία προχώρησε η κυβέρνηση το 2020, 10 ολόκληρα χρόνια πριν τη συμβατική υποχρέωση της χώρας μας να απαλλαγεί από τον λιγνίτη.

Η απότομη μετάβαση από μια εγχώρια ενεργειακή πηγή με χαμηλό κόστος σε μια εισαγόμενη, οι τιμές της οποίας αύξαναν διαρκώς, χωρίς μάλιστα να έχουν αποκατασταθεί στη χώρα επαρκείς εναλλακτικές ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, διατάραξε σοβαρά τις ομαλές συνθήκες λειτουργίας της ενεργειακής αγοράς.

Πρώτη αιτία συνεπώς της αποτυχίας της πολιτικής της αυτορρύθμισης που ακολουθήθηκε στη χώρα μας υπήρξε η μεγάλη εξάρτηση από το εισαγόμενο και ακριβό φυσικό αέριο. Η εξάρτηση αυτή έγινε ακόμη μεγαλύτερη στην Ελλάδα εξ αιτίας της απουσίας εγχώριων εναλλακτικών ενεργειακών πηγών, όπως ο λιγνίτης, τα εργοστάσια του οποίου έκλεισαν οριστικά και οι ΑΠΕ, τη δημιουργία των οποίων δεν φρόντισε η ελληνική κυβέρνηση σε επαρκές επίπεδο, πριν σταματήσει την παραγωγή λιγνίτη.

Η διαθεσιμότητα εναλλακτικών πηγών ενέργειας θα μπορούσε να αναλάβει την κάλυψη των αναγκών μεγάλου μέρους της εγχώριας ενεργειακής ζήτησης, λειτουργώντας ευεργετικά για τη διαμόρφωση των τιμών.

Δεν είναι τυχαίο ότι στην Ευρώπη, που φρόντισαν αφενός να διατηρήσουν τη λειτουργία των μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από άνθρακα κατά τη διάρκεια της κρίσης και αφετέρου να αυξήσουν σημαντικά τη συμμετοχή των αιολικών και φωτοβολταϊκών πάρκων στο ενεργειακό μίγμα, οι αγορές ανταποκρίθηκαν πολύ καλύτερα από την ελληνική, καθώς η εξάρτηση από το εισαγόμενο και ακριβό φυσικό αέριο ήταν μικρότερη.

Δεύτερη αιτία για την αποτυχία του δόγματος της αυτορρύθμισης της αγοράς στη χώρα μας είναι η κατάργηση του ελεύθερου ανταγωνισμού στην ενεργειακή αγορά.

Η εισαγωγή στο ελληνικό Χρηματιστήριο Ενέργειας του 100% της ημερήσιας ενεργειακής κατανάλωσης, σε
συνδυασμό με το ευρωπαϊκό μέτρο της απόλυτης εξάρτησης των τιμών στο Χρηματιστήριο από τις υψηλές τιμές του εισαγόμενου φυσικού αερίου, κατήργησαν ουσιαστικά τον ελεύθερο ανταγωνισμό που θα ίσχυε αν υπήρχαν περιθώρια για διαμόρφωση ελεύθερων συμβολαίων εκτός Χρηματιστηρίου με τους καταναλωτές.

Ο τρόπος που στην Ευρώπη ρύθμισαν τις ενεργειακές αγορές τους ώστε να επιτραπεί ο ανταγωνισμός, ήταν με την πρόβλεψη της εισαγωγής στα Χρηματιστήρια μέρους μόνο της ημερήσιας κατανάλωσης ρεύματος.

Με το Βέλγιο να έχει εισάγει το 31%, τη Γαλλία και τη Γερμανία το 29%, την Ολλανδία το 25%, τη Σουηδία το 18%, το Ηνωμένο Βασίλειο το 13%, την Ιταλία το 11% και την Πολωνία το μόλις 1% της ημερήσιας κατανάλωσης.

Που σημαίνει ότι ενώ οι ευρωπαίοι άφησαν ένα παράθυρο ανοικτό στον ελεύθερο ανταγωνισμό, μεγαλύτερο του 70% της ημερήσιας κατανάλωσης, συνέβαλε καθοριστικά στη μείωση των τιμών του ρεύματος. Σε αντίθεση με την ελληνική κυβέρνηση που εισάγοντας το 100% των εγχώριων πηγών ηλεκτρισμού στο Χρηματιστήριο, απέκλεισε κάθε δυνατότητα ελεύθερου ανταγωνισμού.

Παραδίδοντας τη διαμόρφωση των τιμών στο έλεος των κερδοσκόπων.

Η δικαιολογία της κυβέρνησης Μητσοτάκη ότι το Χρηματιστήριο Ενέργειας θεσμοθετήθηκε από την προηγούμενη κυβέρνηση είναι αστεία. Πρώτα γιατί τότε δεν υπήρχε ενεργειακή κρίση και οι τιμές παρέμεναν σταθερές για χρόνια. Και δεύτερον γιατί με δεδομένες τις συνθήκες της κρίσης, η σημερινή κυβέρνηση όφειλε να παρέμβει και να διορθώσει τη λειτουργία του Χρηματιστηρίου υπέρ των καταναλωτών και όχι να την αφήσει να λειτουργεί μονοπωλιακά, υπέρ των κερδοσκόπων.

Η τρίτη κατά σειρά αιτία για την οποία το δόγμα της αυτορρύθμισης δεν λειτούργησε, είναι οι ολιγοπωλιακές συνθήκες με τις οποίες λειτουργεί η ελληνική ενεργειακή αγορά. Η ύπαρξη τεσσάρων μόνο μεγάλων ιδιωτικών επιχειρήσεων παραγωγής ενέργειας, που στη συνέχεια έγιναν πέντε μετά από την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ, περιορίζει σημαντικά τις δυνατότητες ανάπτυξης ελεύθερου ανταγωνισμού.

Η αρνητική επίδραση των ολιγοπωλιακών συνθηκών της ελληνικής αγοράς αποδεικνύεται τον τελευταίο καιρό, με τη μείωση της παραγωγής ρεύματος από τη ΔΕΗ, η οποία ευνοεί τις εισαγωγές ρεύματος από το εξωτερικό, προς όφελος των άλλων τεσσάρων ενεργειακών επιχειρήσεων.

Κι ακόμη, η ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ, η οποία ως δημόσια επιχείρηση λειτουργούσε ως ρυθμιστικός βραχίονας του κράτους, αντιμετωπίζοντας αποτελεσματικά όποτε χρειάζονταν τις κερδοσκοπικές κινήσεις, προκάλεσε την απώλεια της δυνατότητας κρατικής παρέμβασης και ρύθμισης της αγοράς υπέρ των καταναλωτών.

Η επανεθνικοποίηση της κάποτε δημόσιας επιχείρησης ηλεκτρισμού στη Γαλλία και η εθνικοποίηση ενεργειακών κολοσσών στη Γερμανία και αλλού, λειτούργησαν ευεργετικά στην κατεύθυνση της ενίσχυσης του ρυθμιστικού ρόλου του κράτους σε ενεργειακές αγορές που λειτουργούν σε συνθήκες κρίσης.

Τέλος, μια ακόμη δυνατότητα που δεν αξιοποίησε, όπως υποσχέθηκε, η ελληνική κυβέρνηση, είναι η φορολόγηση των υπερκερδών των ενεργειακών επιχειρήσεων και η μείωση των φόρων κατανάλωσης στην ενέργεια. Σε αντίθεση με τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις που έδρασαν παρεμβατικά στις αγορές, συμβάλλοντας υπέρ της μείωσης των τιμών και της καταπολέμησης της ακρίβειας.

Η πολιτική της αυτορρύθμισης της ελληνικής ενεργειακής αγοράς σε συνθήκες κρίσης αποδείχθηκε ατελέσφορη και προσχηματική.

Το μόνο που αυτορυθμίστηκε τελικά, εν μέσω γενικευμένης απορρύθμισης της αγοράς, είναι η κερδοσκοπία και η αισχροκέρδεια. Που είναι οι μόνοι παράγοντες που διαμορφώνουν σήμερα τις τιμές, φέρνοντας την Ελλάδα στη θέση του πρωταγωνιστή της ακρίβειας στην Ευρώπη.

*Ο Γιάννης Α. Μυλόπουλος είναι Καθηγητής Πολυτεχνικής Σχολής και πρώην Πρύτανης ΑΠΘ