Με το ΠΔ 13/2022 καθιερώνεται ο «Εθνικός Δείκτης Υγείας», ο προσδιορισμός του οποίου ανατίθεται στο ΙΟΒΕ. Στόχος του να καθοδηγήσει τις αυξήσεις στα νοσοκομειακά ασφαλιστικά προγράμματα. Ως συνέπεια «έρχονται μεγάλες αυξήσεις στα παλιά ασφαλιστήρια υγείας βάσει του δείκτη που καταρτίζεται από το ΙΟΒΕ» (Καθημερινή 3/2/2022). Σε μία περίοδο που οι καταναλωτές πλήττονται από την ακρίβεια, οι  ασφαλιστικές εταιρίες αποκτούν ένα εργαλείο, ώστε να επιβάλλουν, μακράν πέρα του πληθωρισμού, αυξήσεις στα μακροχρόνια προγράμματα υγείας.

Ads

Οι  ασφαλίσεις υγείας θεωρούνται  από τις πιο σημαντικές για τους καταναλωτές. Επειδή ακριβώς  αφορούν την ανθρώπινη υγεία,  δεν μπορούν να εξομοιωθούν με ασφαλίσεις ζημιών. Οι καταναλωτές αποβλέπουν, στην περίπτωσή τους,  σε μία μακροχρόνια σχέση, καθώς η εκδήλωση σοβαρών προβλημάτων υγείας μπορεί να τους στερήσει την πρόσβαση σε ασφαλιστική κάλυψη. Οι εταιρείες δεν καλύπτουν προβλήματα υγείας που έχουν ήδη εκδηλωθεί ή συνδέονται με προϋπάρχουσες αιτίες.  Συγχρόνως, οργανωμένη σε μακρόχρονη βάση η παροχή της ασφάλισης υγείας μπορεί να δημιουργεί τα κατάλληλα αποθέματα, ώστε να προσφέρει σε λιγότερο παραγωγικές ηλικίες προσιτά ασφάλιστρα.

Σε μία μακρόχρονη σχέση η διαφάνεια των όρων, και ιδίως αυτών που αφορούν την εξέλιξη του ασφαλίστρου, αποκτά ακόμη μεγαλύτερη αξία. Έτσι, δικαιολογημένα, όροι που επέτρεπαν στις εταιρείες να επιβάλλουν αυξήσεις, δίχως κριτήρια και προϋποθέσεις, βρέθηκαν, με βάση τις νομοθετικές επιταγές  διαφάνειας, στο επίκεντρο της κριτικής. Με  δικαστικές αποφάσεις, επί αγωγών των καταναλωτών, οι εταιρείες υποχρεώνονταν να ακολουθούν αντικειμενικούς δείκτες   και να διαμορφώνουν το ασφάλιστρο σε λογικότερα επίπεδα. Αξιόλογη ήταν προς την κατεύθυνση αυτή και η συμβολή του Υπουργείου Ανάπτυξης, ειδικότερα της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή, η οποία με την επιβολή κυρώσεων υπερασπιζόταν τη νομιμότητα.

Είναι γεγονός όμως  ότι τα δύο τελευταία έτη η διαφύλαξη της διαφάνειας και της ισοτιμίας στη διαμόρφωση του ασφαλίστρου  των ασφαλίσεων υγείας δεν αντιμετωπίζεται ως δημόσια υπόθεση. Ο Υπουργός  Ανάπτυξης, με τρία βήματα, τη μετέτρεψε σε μία εταιρική/ιδιωτική υπόθεση. Κατ’ αρχήν, έκοψε τα φτερά της Γενικής Διεύθυνσης Προστασίας Καταναλωτή όταν επέβαλε διοικητικό πρόστιμο σε ασφαλιστική εταιρία, ανακαλώντας το χωρίς καμία αιτιολογία. Εν συνεχεία, εισηγήθηκε μία ρύθμιση (άρθρο 268 ν. 4738/2020), για την οποία η  Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής γνωμοδότησε ότι διατάξεις της επιδιώκουν, κατά τρόπο ασύμβατο με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ, την ανατροπή υφιστάμενων συμβάσεων. Τέλος, θεσμοποίησε, με το ΠΔ 13/2022, το Δείκτη Υγείας  του ΙΟΒΕ, δηλαδή το δείκτη που σχεδίασε κατ’ ανάθεση  της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών το ΙΟΒΕ, με βάση τα στοιχεία που οι εταιρείες χορηγούν.

Ads

Με βάση, λοιπόν,  τη μελέτη του ΙΟΒΕ τα ασφάλιστρα θα μπορούσαν την επταετία 2012-2019 να αυξηθούν κατά 75%. Δηλαδή σε μία περίοδο με μηδενικά ή χαμηλά επίπεδα μεταβολών τιμών στους γενικούς ή νοσηλευτικούς δείκτες της Στατιστικής Αρχής, οι αυξήσεις δεν χρειάζεται να βρίσκουν  αναφορά  στον γενικό ή ειδικό πληθωρισμό. Άλλωστε, και το ΙΟΒΕ, στην αμφιλεγόμενη μεθοδολογική του προσέγγιση, δεν διέγνωσε εντέλει και μεγάλες και – αν κρίνει κανείς από τη κλίμακα διακύμανσης – αξιόπιστες  διαφορές από τους δείκτες  της  Στατιστικής Αρχής. Δεν είναι όμως τόσο αυτές που κατά το ίδιο δικαιολογούν τις διψήφιες σε ποσοστό αναπροσαρμογές ασφαλίστρων όσο η επίπτωση της ηλικίας των ασφαλισμένων.

Ασφαλώς, η ορθότητα ή το κύρος μίας  επιστημονικής έρευνας ή μελέτης κρίνεται στον επιστημονικό και δημόσιο διάλογο. Στην προκείμενη βέβαια περίπτωση, τέτοιος τελικά δεν θα ακολουθούσε. Ας γίνουν, όμως, εν προκειμένω,  δύο παρατηρήσεις.

Είναι γνωστό ότι οι ασφαλιστικές εταιρίες την τελευταία ιδίως 15ετία προωθούν στην ασφαλιστική αγορά τα ετησίως ανανεούμενα συμβόλαια υγείας, επιδιώκοντας να κατευθύνουν σε αυτά τους ασφαλισμένους.  Στα συμβόλαια  αυτά οι εταιρίες δεν αναλαμβάνουν καμία δέσμευση για το ύψος του ασφαλίστρου, ακόμη και για την έκταση των παροχών,  για κάθε επόμενο έτος. Όταν, επομένως, περιορίζει κανείς, όπως κάνει το ΙΟΒΕ,  τη σύγκριση στα μακροχρόνια προγράμματα, τότε τα δεδομένα για το συνολικό ασφαλιστικό κόστος δεν είναι αντιπροσωπευτικά, αφού τα προγράμματα αυτά έχουν παύσει να τροφοδοτούνται επαρκώς με νεότερα συμβόλαια. 

Η μελέτη του ΙΟΒΕ θεμελιώνει, κατόπιν τούτου, τις υπέρογκες αυξήσεις κυρίως στον παράγοντα της ηλικίας, με αναφορά σε έναν κατά βάση κλειστό και συρρικνούμενο κύκλο ασφαλισμένων. Όμως η αναλογιστική τεχνική, στην οποία βασίζεται η οργάνωση της ασφαλιστικής υπηρεσίας σε μακροχρόνια βάση, αποβλέπει κατ’ εξοχήν, στο αντίθετο: Με την αποθεματοποίηση μέρους των ασφαλίστρων, να αμβλύνει και όχι να διογκώσει, και μάλιστα ισοπεδωτικά,  την επίπτωση της μεταβολής ηλικίας. Είναι ενδεικτικό, άλλωστε, ότι  οι αυξήσεις που εισηγείται  το ΙΟΒΕ καταλήγουν τελικά να είναι πολύ μεγαλύτερες και  από εκείνες που προκύπτουν για ασφαλίσεις υγείας στις οποίες οι εταιρείες έχουν  προκαθορίσει  την  επίπτωση της ηλικιακής μεταβολής.

Με την παραπάνω προσέγγιση το αποτέλεσμα είναι, πράγματι,  το επιθυμητό για τους εντολείς. Πλήττει, δηλαδή, τα προγράμματα  εκείνα που,  σύμφωνα με τα δεδομένα της νομοθεσίας και νομολογίας, εξακολουθούν να δεσμεύονται με υψηλές απαιτήσεις διαφάνειας. Αυτό δεν σημαίνει, ασφαλώς, ότι η μελέτη δεν θα ήταν χρήσιμη για να συνεισφέρει στη δημόσια συζήτηση  κρίσιμες πτυχές του προβλήματος. Άλλωστε, ο γράφων, ως Γενικός Γραμματέας Καταναλωτή, είχε την πρωτοβουλία της  συμμετοχής  και του ΙΟΒΕ, όπως συγχρόνως και της Στατιστικής Αρχής,  στην αντίστοιχη τότε – και μοναδική – επιτροπή που για το συγκεκριμένο ζήτημα συστήθηκε.  Είναι, όμως, πρόβλημα, και μάλιστα θεσμικό, όταν ένας ιδιωτικός φορέας αναπληρώνει δημόσιες αρχές και λειτουργίες, δίχως να πληροί βασικές εγγυήσεις αντικειμενικότητας και αμεροληψίας.

Ασφαλώς, οι πολίτες αντιλαμβάνονται, αξιολογούν και κρίνουν τις επιλογές και τις προτεραιότητες του υπουργού. Στην προκείμενη όμως περίπτωση οι αμφιβολίες  αφορούν περισσότερο το ΙΟΒΕ. Το τελευταίο είναι αναμφίβολα ένας σημαντικός ερευνητικός οργανισμός,  η συμβολή του οποίου στην προώθηση της επιστημονικής έρευνας και διατύπωση προτάσεων, υπό την επιχειρηματική οπτική,  σε κρίσιμα ζητήματα της οικονομίας,  είναι αναγνωρίσιμη. Με αυτή την αποστολή, όμως, η  επιλογή του να γίνει μέρος ενός μηχανισμού επιβολής αυξήσεων σε βάρος  των ασφαλισμένων, να καθορίζει δηλαδή τα βάρη μισθωτών ή συνταξιούχων,  προκειμένου να διατηρήσουν ή να υποχρεωθούν να εγκαταλείψουν την  ασφαλιστική κάλυψη υγείας, δυσχερώς μπορεί να κατανοηθεί.

*Ο Δημήτρης Σπυράκος έχει διατελέσει Γενικός Γραμματέας Καταναλωτή.