Η περίοδος της οικονομικής κρίσης υπήρξε πράγματι ο καταλύτης για σημαντικές μεταβολές και μετατοπίσεις στα ευρωπαϊκά κομματικά συστήματα. Η κρίση εκπροσώπησης που χαρακτηρίζει τις σύγχρονες κοινωνίες έθεσε επί τάπητος το ζήτημα των νέων πολιτικών υποκειμένων, τα οποία θα εμφανίζονταν ως οι καλύτεροι εκπρόσωποι των αποκλεισμένων τμημάτων της κοινωνίας στο πολιτικό πεδίο και ειδικότερα στο πεδίο των θεσμών. Τα κόμματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς έχοντας ως παρακαταθήκη την πάλη ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό και την αναζήτηση συμμαχιών με ποικίλα κοινωνικά κινήματα, προσέφεραν δυνατότητες συμμετοχής σε πολλούς πολίτες, προτάσσοντας την ανάγκη ενδυνάμωσης της δημοκρατίας. Στο πλαίσιο αυτό, το οργανωτικό ζήτημα, το οποίο άλλωστε βρισκόταν και εξακολουθεί να βρίσκεται στο επίκεντρο της αριστερής πολιτικής, αναδείχθηκε σε ταυτοτικό ζήτημα, σε μέσο δηλαδή υλοποίησης αριστερών και μετασχηματιστικών προταγμάτων. Ανέκαθεν οι συζητήσεις για τα οργανωτικά στα κόμματα της Αριστεράς ήταν πλούσια και συγκρουσιακή, ωστόσο χαρακτηριζόταν από μία κοινή μέριμνα: πως θα διαμορφωθεί ένα μοντέλο κομματικής οργάνωσης το οποίο θα είναι το κατάλληλο εργαλείο για ένα εγχείρημα κοινωνικού μετασχηματισμό.

Ads

Εάν θεωρήσουμε ότι η μήτρα της σύγχρονης ριζοσπαστικής Αριστεράς είναι τα διάφορα ρεύματα που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο του κομμουνιστικού κινήματος, τότε αντιλαμβανόμαστε ότι ο λενινιστικός τύπος οργάνωσης ανάγεται βασικό σημείο αναφοράς για την διευθέτηση του οργανωτικού ζητήματος. Η λενινιστική προσέγγιση στην αριστερή οργάνωση προώθησε το υπόδειγμα ενός μαχητικού πολιτικού υποκειμένου, με μια συγκεντρωτική, ιεραρχική και αυστηρά πειθαρχημένη δομή, το οποίο οργανώνεται στη βάση του στα εργοστάσια και λειτουργεί ως πολιτική πρωτοπορία της εργατικής τάξης. Τα κομμουνιστικά κόμματα έπρεπε να είναι συμπαγή και «μονολιθικά» στο εσωτερικό τους για να μπορούν να εποικίζουν από τα πάνω τις κοινωνίες και στα συστήματα κοινωνικής εκπροσώπησης, να πολιτικοποιούν τους κοινωνικούς αγώνες, να οργανώνουν τη σοσιαλιστική επανάσταση. Το εν λόγω μοντέλο, προϊόν αναμφίβολα των βιομηχανικών κοινωνιών αλλά και της άγριας καταστολής του εργατικού κινήματος από τις αρχές του 20ου αιώνα και έπειτα, παρήγαγε λαμπρές ηρωικές στιγμές, αλλά ταυτόχρονα έγινε δέκτης κριτικής σχετικά με τη μετεξέλιξη ή κατ΄ άλλους υπονόμευση της οργανωτικής του λογικής. Η γραφειοκρατικοποίηση, η στρεβλή εσωκομματική δημοκρατία, η αδράνεια απέναντι στην κοινωνική δυναμική κατέστησαν κοινοί τόποι στην κριτική της Νέας Αριστεράς που γεννήθηκε στη δεκαετία του 1960 και αμφισβήτησε τα θέσφατα της κομμουνιστικής παράδοσης.

Για τη Νέα Αριστερά και τα νέα κοινωνικά κινήματα της μεταϋλιστικής «σιωπηρής επανάστασης», τα μονολιθικά κομμουνιστικά κόμματα ήταν συντηρητικοί οργανισμοί, που δεν μπορούσαν να εκφράσουν πολιτικά τα νέα (μεταϋλιστικά) αιτήματα της κοινωνίας – γύρω από το περιβάλλον, τα δικαιώματα των γυναικών, των μειονοτήτων και των ομοφυλοφίλων, τον κρατικό αυταρχισμό – καθώς ήταν αυστηρά προσδεμένα στις ορίζουσες των εργατικών διεκδικήσεων. Για τη Νέα Αριστερά τα νέα πολιτικά υποκείμενα θα έπρεπε να είναι αντιιεραρχικά, μη γραφειοκρατικά, να επιτρέπουν τον εσωτερικό πλουραλισμό, να βασίζονται σε αμεσοδημοκρατικές μορφές συμμετοχής και να συνδράμουν – χωρίς να πατρονάρουν – την πολλαπλότητα των κινηματικών διεκδικήσεων. Τα κόμματα της πράσινης οικογένειας εξέφρασαν σε πολύ μεγάλο βαθμό αυτό το οργανωτικό πνεύμα, το οποίο, όμως, επηρέασε και τα παραδοσιακά κομμουνιστικά κόμματα, υποχρεώνοντας τα να επανεπισκεφτούν τις οργανωτικές αρχές. Το ευρωκομμουνιστικό ρεύμα στα μέσα της δεκαετίας του 1970 σε Ιταλία, Ισπανία και Γαλλία, που έδωσε έμφαση στον δημοκρατικό δρόμο προς τον σοσιαλισμό αλλά και ο μετασχηματισμός πολλών κομμουνιστικών κομμάτων σε μη κομμουνιστικά στη δεκαετία του 1980 και ειδικά από το 1991 και έπειτα (βλ. τους Ολλανδούς GroenLinks ή το σουηδικό Vänsterpartiet), αποτέλεσαν την εστία για την οργανωτική ανάδυση μιας νέας ριζοσπαστικής Αριστεράς, η οποία εις το εξής καλύπτει τον πολιτικό χώρο αριστερά της σοσιαλδημοκρατίας.

Η νέα ριζοσπαστική Αριστερά, ειδικά από το 2000 και μετά, εμφανίζεται ως υπέρβαση των παλαιών διαχωρισμών, ενοποιώντας διαφορετικές παραδόσεις της Αριστεράς και προσπαθώντας να συγκεράσει παλαιά και νέα αιτήματα από τον χώρο των κινημάτων που διαμορφώθηκε στο πλαίσιο του Κινήματος για την Παγκόσμια Δικαιοσύνη. Σε οργανωτικό επίπεδο αυτά τα κόμματα έχουν μια συμμαχιακή συγκρότηση – συναποτελούνται από συνιστώσες ή τάσεις διακριτού ιδεολογικού στάτους – δίνουν έμφαση στον εσωκομματικό πλουραλισμό και υιοθετούν αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες, θεσπίζουν διαδικασίες εσωκομματικής διαβούλευσης και διατηρούν ή έστω προσπαθούν να διατηρήσουν προνομιακές σχέσεις με κοινωνικά κινήματα. Σε κάποιες περιπτώσεις» (όπως το Podemos), γίνεται λόγος για «κινηματικά κόμματα όπου η κομματική οργάνωση προσομοιάζει στη μορφή και τις διαδικασίες ενός κοινωνικού κινήματος. Όσο, δε, πλησιάζουμε στην σημερινή εποχή, τόσο περισσότερο αξιοποιούνται από τη ριζοσπαστική αριστερά οι δυνατότητες των ψηφιακών τεχνολογιών για δικτύωση, συντονισμό και κινητοποίηση της κοινωνίας. Σε κάθε περίπτωση, αν κάτι χαρακτηρίζει την οργάνωση των εν λόγω κομμάτων είναι το υψηλό επίπεδο εσωκομματικής δημοκρατίας τόσο στους διαύλους συμμετοχής όσο και στην πραγματική αποφασιστική αρμοδιότητα.

Ads

Η περίοδος της κρίσης, βέβαια, έφερε αντιμέτωπα τα εν λόγω κόμματα με την πρόκληση της κυβέρνησης. Η κρίση εκπροσώπησης, που εξελίχθηκε σε κρίση νομιμοποίησης των mainstream κομμάτων, έφερε στην κυβέρνηση κόμματα όπως το ΑΚΕΛ, τον ΣΥΡΙΖΑ και το Podemos, τα οποία βίωσαν μία πρωτόγνωρη κατάσταση που αμφισβήτησε το modus operandi των προηγούμενων χρόνων. Η ριζοσπαστική Αριστερά ανέλαβε κυβερνητικές ευθύνες και κατ’ επέκταση υποχρεώθηκε από το διεθνές και εγχώριο θεσμικό περιβάλλον να προσαρμόσει την οργανωτική της δομή για να ανταποκριθεί σε αυτές, κινούμενη σε ένα μονοπάτι πολιτικής μετριοπάθειας.

Η ερευνητική ομάδα του Left Project θα μελετήσει συγκριτικά το ΑΚΕΛ και τον ΣΥΡΙΖΑ, δίνοντας έμφαση στο πως η κυβερνητική θητεία επέδρασε στην οργανωτική τους δομή και στο επίπεδο της εσωκομματικής δημοκρατίας. Στόχος είναι να αξιοποιηθεί η θεωρητική παραγωγή της σύγχρονης πολιτικής επιστήμης γύρω από τον μετασχηματισμό των κομμάτων, για να ερμηνευθούν οι μεταβολές στην οργανωτική λειτουργία των συγκεκριμένων κομμάτων της ριζοσπαστικής Αριστεράς σε συνάφεια με τις ορίζουσες της άσκησης πολιτικής εξουσίας. Τα ερωτήματα είναι πολλά και ενδιαφέροντα: Πως εμφανίζεται η αποδυνάμωση της εσωκομματικής δημοκρατίας και η υπονόμευση της εσωκομματικής λειτουργίας των εν λόγω κομμάτων στις κυβερνητικές τους περιόδους; Υπάρχει φαινόμενο κυβερνητισμού στη ριζοσπαστική Αριστερά και αν ναι πώς εκδηλώνεται; Ποιοι θεσμικοί περιορισμοί οριοθετούν τη δράση οιασδήποτε κυβερνητικής πολιτικής δύναμής; Οι οργανωτικές μεταβολές έχουν μόνιμο χαρακτήρα ή περιορίζονται στις κυβερνητικές περιόδους; Σε ποιο βαθμό τα κόμματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς ακολουθούν τάση της καρτελοποίησης των κομματικών συστημάτων στην Ευρώπη; Ποιες επιλογές ήταν συνειδητές αποφάσεις της κομματικής τους ελίτ και ποιες επιβλήθηκαν από το εξωτερικό περιβάλλον των κομμάτων; Στόχος του προγράμματος είναι να διερευνηθεί εάν η κυβερνητική εμπειρία δημιουργεί τους όρους για ένα νέο οργανωτικό μοντέλο της Αριστεράς, το οποίο θα βρίσκεται σε ρήξη με τις πρότερες οργανωτικές πρακτικές.
 
* Το Left Project είναι ένα ερευνητικό πρόγραμμα το οποίο χρηματοδοτείται από το Πανεπιστήμιο Λευκωσίας σε συνεργασία με το Centre for Sustainable Peace and Democratic Development (SeeD) (Κέντρο Βιώσιμης Ειρήνης και Δημοκρατικής Ανάπτυξης) και θα διαρκέσει 18 μήνες.
** Ο Κώστας Ελευθερίου είναι διδάσκων πολιτικής κοινωνιολογίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και ερευνητής στο ερευνητικό πρόγραμμα «The Left Project».