«Working Class Hero is Something to Be» John Lennon

Ads

Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, ανάμεσα στον κόσμο που ξεπέζευε στο πολύβουο λιμάνι της Νέας Υόρκης, υπήρξε και ένας έλληνας από το Ρέθυμνο που έμελλε να γράψει με τραγικό τρόπο (πως αλλιώς;) το όνομά του στην ιστορία του εργατικού κινήματος. Τον έλεγαν Λούη Τίκα.

Η ιστορία του Τίκα δεν αξίζει υπενθύμισης απλά ως μια ατομική βιογραφία ενός «συμπατριώτη μας μετανάστη» αλλά ως μια ρωγμή που αποκαλύπτει, με τις διαφορές και τις  αναλογίες κάθε τόπου κι εποχής, τις ποικυλώνυμες δυναμικές που αναπτύσσονται κάθε φορά που ένας άνθρωπος «συνομιλεί» με την συνείδησή του από την μια και με την όποια φαύλη εξουσία από την άλλη.

Ακόμη γιατί στις λεπτομέρειες της αποκαλύπτει πως το «ομόαιμον» ή το «ειρηνικόν» είναι (για τους κυρίαρχους) ιδεολογήματα που ενώ τα χειραγωγούν κατά το δοκούν, τα καταπατούν πρώτοι όταν τα πιο ποταπά, τα υλικά συμφέροντα τους, το επιτάσσουν.

Ads

Ο Τίκας, γεννημένος στην Λουτρά Ρεθύμνου το 1886, μεταναστεύει σε ηλικία 20 ετών στις ΗΠΑ, όπου ορκίζεται στα 1910 Αμερικανός πολίτης ανοίγοντας καφενείο στην οδό Μάρκετ του Ντένβερ, σε μια εργατική γειτονιά (που μετεξελίχθηκε σε Greektown) η οποία «φιλοξενούσε» (απέναντι μάλιστα από το μαγαζί του) τα γραφεία της τοπικής οργάνωσης των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου (Wobblies).

Το άδικο του κόσμου

Όπως έχει γραφτεί «ο Τίκας δεν ήταν συνειδητός ριζοσπάστης. Οι ενέργειές του ξεκινούσαν από το παραδοσιακό ελληνικό φιλότιμο. Και ο κόσμος γύρω του είχε ανάγκη από φιλότιμο». Αντιγράφω από την βιογραφία του Τίκα: «Οι Έλληνες του Κολοράντο βρίσκονταν στο έλεος των εταιριών και των αφεντικών. Την εποχή που ο Λούης Τίκας έφτασε στο Ντένβερ, το μεγάλο αφεντικό ήταν ο Λεωνίδας Σκλήρης, από τη Σπάρτη, ένα είδος εργατοπατέρα που έλεγχε τους Έλληνες εργάτες όχι μόνο στο Κολοράντο αλλά στη Γιούτα και τη Νεβάδα. Τους εύρισκε δουλειά στα ορυχεία με συνθήκες μεσαιωνικές και αμοιβές χειρότερες από των άλλων εθνοτήτων.

Οι «Έλληνες του Σκλήρη» εργάζονταν για $1,75 την ημέρα ενώ οι Γερμανοί και οι Ουαλοί έπαιρναν $2,50. Η κατάσταση στα ορυχεία ήταν όντως μεσαιωνική. Από το 1910 ως το 1913, 618 ανθρακωρύχοι είχαν χάσει τη ζωή τους σε εργατικά ατυχήματα. Τα ημερομίσθια ήταν τόσο χαμηλά ώστε πολλές οικογένειες ικανοποιούνταν με τις «αποζημιώσεις θανάτου» που έφταναν τα εφτακόσια δολάρια (χώρια το φέρετρο των είκοσι δολαρίων).

Ανάμεσά τους δούλευαν 350 περίπου Έλληνες. Η δουλειά τους ήταν πολύ σκληρή, με αποτέλεσμα σε δυο χρόνια να υπάρχουν 13 θάνατοι Ελλήνων και πολλοί τραυματισμοί.

Επίσης, ήταν κακοπληρωμένη και γινόταν μεγάλη εκμετάλλευση από τις εταιρίες σε βάρος των εργατών. Σπίτια και καταστήματα ανήκαν στην εταιρία των ορυχείων, η οποία κοστολογούσε τη χρήση και τα ψώνια 25 % ακριβότερα από την ελεύθερη αγορά. Επιλογή άλλη δεν υπήρχε, αφού οι εργάτες ήταν υποχρεωμένοι να κατοικούν και να ψωνίζουν από την εταιρία, η οποία τους πλήρωνε σε κουπόνια ανταλλάξιμα μόνο στα ταμεία των δικών της καταστημάτων.»

Ο Τίκας εγκατέλειψε το καφενείο και στα 1912 οργανώνει τους 63 Έλληνες που κατέβηκαν πρώτοι σε απεργία, εν μέσω απίστευτων εκφοβισμών αφού δεν υπήρχε κράτος δικαίου και κάθε συνδικαλιστική ενέργεια λασπώνονταν και διώκονταν, στα ορυχεία σκλαβοπάζαρα στο Φρέντερικ του Κολοράντο. Μη ανεχόμενος την εκμετάλλευση και την αδικία αλλά κι έχοντας το θάρρος και την οργανωτικότητα που απαιτείται όποτε τα βάζεις μαζί τους, ήρθε σε επαφή με την «Ένωση Ανθρακωρύχων Αμερικής» (United Mine Workers of America), κι άρχισε, περιοδεύοντας στις ανθρακοφόρες περιοχές του Ντένβερ και του Πουέμπλο, να συγκεντρώνει στατιστικά στοιχεία για ατυχήματα και τραυματισμούς καθώς και για την πολιτική των εταιριών και τη συμπεριφορά των υπευθύνων σε κάθε (κυριολεκτικά εκείνα τα χρόνια) τομέα της ζωής των εργατών-σκλάβων, τονίζοντας πως αν οι συνθήκες δεν αλλάξουν θα ξεκινήσει «βιομηχανικός πόλεμος».

Ο Τίκας σύντομα αποκτά την εμπιστοσύνη των εργαζομένων όλων των εθνικοτήτων και εξελίσσεται σε ηγετική μορφή των απελπισμένων. Ο “Λούης ο Έλληνας” (Louis the Greek) ή ο “Λίο ο Κρητικός” (Leo the Cretan), όπως τον αποκαλούσαν γίνεται θρύλος της «άλλης» (κρυφής και κυνηγημένης) Αμερικής, ενοχλώντας τις εταιρίες (τις ίδιες που ’χαμε επισημάνει στο Tea ώρα είναι στην Ευρώπη;) που ανήκαν κυρίως στον Τζον Ροκφέλερ οι οποίες, ελέγχοντας έτσι κι αλλιώς το κράτος και την καταστολή, αποφασίζουν να τον χτυπήσουν ανελέητα.

Απρίλης ήταν και τότε: Η σφαγή του Λάντλοου

Όταν τον Σεπτέμβρη του 1913 ξεκινά η μεγάλη απεργία στην πόλη Λάντλοου (Laddlow ή Ludlow), τα αιτήματα των ανθρώπων ήταν ουσιαστικά (στη χώρα της δήθεν ελευθερίας) να ξαναγίνουν άνθρωποι:  Να ψωνίζουν από όποιο κατάστημα προτιμούσαν οι ίδιοι. Να πηγαίνουν σε όποιον γιατρό επιθυμούσαν και όχι στους «γιατρούς της εταιρίας». Να αναγνωριστεί το συνδικάτο τους (ουσιαστικά η εργατική ύπαρξη τους). Να καθιερωθεί η οκτάωρη εργασία. Να εφαρμοστούν αυστηρά οι νόμοι της Πολιτείας του Κολοράντο όσον αφορά την ασφάλεια των ορυχείων, να καταργηθεί το σύστημα φρουρών της εταιρείας που έκανε τους εργατικούς καταυλισμούς να μη διαφέρουν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Η εταιρεία για να καταπνίξει την απεργία, προέβη σε όποια τρομοκρατία και βία μπορεί να φανταστεί κανείς αλλά οι απεργοί δεν πτοήθηκαν. Έστησαν σκηνές στην περιοχή σε στρατηγικό σημείο, ώστε να εμποδίζουν τους απεργοσπάστες να μπουν στα ορυχεία και ήδη τον Οκτώβριο, ο καταυλισμός αυτών των («αμόρφωτων κι ανίκανων να λειτουργήσουν άνευ μαστιγίου») λειτουργούσε σαν μια ειρηνική και πρώτη φορά απελεύθερη από το «γραβατωμένο» έγκλημα πόλη: πεντακόσιοι άνδρες, τριακόσιες πενήντα γυναίκες, τετρακόσια πενήντα παιδιά,  φούρνος κι ελληνικό καφενείο, «ψωμί» για τα παιδιά και τους μεγάλους δίχως τις τερατώδεις υπερτιμολογήσεις.

Όταν «η Εταιρεία» ζήτησε την παρέμβαση της εθνοφρουράς ο κυβερνήτης του Κολοράντο φυσικά συμφώνησε. Οι συγκρούσεις ήταν βιαιότατες. Όταν η οικογένεια Ροκφέλερ υπέβαλε το αίτημα να ντυθούν με στολές της εθνοφρουράς «δικοί της μισθοφόροι» αποφασισμένοι αν χρειαστεί να ρίξουν στο ψαχνό ο κυβερνήτης φυσικά συμφώνησε και πάλι. Όταν οι Ροκφέλερ έστειλαν ένα θωρακισμένο αυτοκίνητο το οποίο έφερε το πολυβόλο Death Special, χτίζοντας με το αίμα του κάθε «κέντρο πολιτισμού» Ροκφέλερ ώστε να αποενοχοποιούμαστε «αυτοβαυκαλιζόμενοι» ως πολιτισμένοι σε Σαββατιάτικες μας εξόδους (ιστορία κοινή και για έλληνες εθνικούς ευεργέτες και τους καταναλωτές τους… σσς!) το κράτος, η εκκλησία, τα «καλά κόμματα» σιώπησαν.

«Το από το λαό για τον λαό» (σε Δύση κι Ανατολή, σε καπιταλισμό και «υπαρκτό») ισχύει  όσο και μόνο τα πρόβατα βελάζουν μέσα στο μαντρί αποδεχόμενα την σφαγή των αμνών που ακολουθεί κάθε ερχόμενο «Πάσχα»:  Ήταν Δευτέρα του Πάσχα 20 Απρίλη, και οι (κυριολεκτικά) ηρωϊκοί απεργοί είχαν αντέξει κοντά δυο χρόνια. Οι περισσότεροι κοιμούνταν αφού την προηγούμενη είχαν γιορτάσει αλληλέγγυα «το ελληνικό Πάσχα».

Ήταν η ιδανική ευκαιρία για την εθνοφρουρά (που μελετούσε καλά τα ήθη και τα έθιμα…) να εισβάλει και να εκκενώσει τον καταυλισμό των απεργών.. Οι «πιστολάδες» της εταιρίας (παίζοντας στο άσχετο και κυνικό μυαλό τους με το ότι θα έδινε ευκολότερα «ξένους») απαίτησαν από τον Τίκα να τους παραδώσει δύο Ιταλούς. Ο Τίκας ζήτησε έξυπνα ένταλμα σύλληψης κι αφού τέτοιο πράγμα δεν υπήρχε αρνήθηκε οποιαδήποτε  περαιτέρω κουβέντα γι’ αυτό.

Λίγο αργότερα έπεσε η πρώτη βολή. Στη μάχη χαρακωμάτων που ακολούθησε οι γυναίκες και τα παιδιά έτρεξαν να σωθούν στους γύρω λόφους. Σύμφωνα με την μαρτυρία της Μαίρη Χάρρις, γνωστής στην εργατική Αμερική και ως Mother Jones, «πάνω από σαράντα άτομα σκοτώθηκαν από σφαίρες και από ασφυξία, ενώ ένα αγοράκι δέχτηκε μια σφαίρα στο κεφάλι καθώς προσπαθούσε να σώσει το γατάκι του». Κι όλα αυτά εν μέσω πολυώρων κακοποιήσεων από τους έξαλλους και μεθυσμένους πιστολάδες, γράφοντας σε λίγες ώρες μια από τις πιο μαύρες σελίδες στην αποσιωπημένη ιστορία της Αμερικής και του κόσμου.

Η Σταύρωση

Ο Τίκας θέλησε να μπει τέλος στη σφαγή με απαράμιλλο θάρρος, και ζήτησε να δει (ο ίδιος ως ηγέτης παρά το τόσο νεαρό της ηλικίας του κι όχι ως ηγετίσκος δια αντιπροσώπου) τον επικεφαλής της εθνοφρουράς, λοχαγό Καρλ Λίντερφελντ (Karl Linderfeld) κρατώντας λευκή σημαία. Αντιγράφω από βιογραφία του  Τίκα: «Οι δυο τους συναντήθηκαν στο λόφο και μίλησαν για λίγο. Έπειτα οι αυτόπτες μάρτυρες είπαν ότι ο αξιωματούχος χτύπησε με πρωτοφανή αγριότητα τον Τίκα στο κεφάλι με την καραμπίνα του. Η καραμπίνα έσπασε στα δύο όπως και το κρανίο του Τίκα. Οι εθνοφρουροί βάλθηκαν να πυροβολούν το άψυχο σώμα. Ευθύς αμέσως εισέβαλαν στον καταυλισμό, ρίχνοντας αδιακρίτως εναντίον οτιδήποτε κουνιόταν. Έδιωξαν τους απεργούς, σκότωσαν 18 άτομα, 10 εκ των οποίων ήταν παιδιά από τριών μηνών ως 11 ετών, και έκαψαν τις σκηνές τους.

Όταν οι απεργοί ξαναμπήκαν μερικές ημέρες αργότερα στον καταυλισμό βρήκαν το πτώμα του Τίκα. Η κηδεία του έγινε στις 27 Απριλίου και τη νεκρώσιμη πομπή ακολούθησαν χιλιάδες εργάτες.»

Γραμματείς και Φαρισαίοι

Μετά τη σφαγή στο Λάντλοου, οι συγκρούσεις γενικεύτηκαν. Τα συνδικάτα κάλεσαν τους εργάτες να εξοπλιστούν με «όλα τα όπλα και τα πυρομαχικά που μπορούσαν να αποκτήσουν νόμιμα» και άρχισε πραγματικός δεκαήμερος ανταρτοπόλεμος που απασχόλησε σημαντικούς  αρθρογράφους της εποχής όπως ο Μαξ Ίστμαν  και ζωγράφους όπως τον Τζον Φρεντς Σλόαν.

Όταν οι συγκρούσεις τερματίστηκαν με παρέμβαση του προέδρου των ΗΠΑ Γούντρο Γουίλσον που έστειλε μονάδες του ομοσπονδιακού στρατού στην περιοχή,  τα (επίσημα…) στατιστικά στοιχεία κατέγραφαν 69 νεκρούς καταγεγραμμένους μετανάστες ενώ την ώρα που 332 απεργοί(!) παραπέμπονταν για φόνο (προφανώς για εκφοβισμό αφού χρειάζονταν την εργατική δύναμή τους) από την… «ηρωϊκή» εθνοφρουρά μόνο 22 άτομα παραπέμπονταν! και σε μια παρωδία δίκης, η μοναδική ποινή που επιβλήθηκε ήταν απλή πειθαρχική επίπληξη στον δολοφόνο του Τίκα…(!)

Ενώ (κι αντιγράφω από ιστοσελίδα) «σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τα γεγονότα του Λάντλοου, διάφοροι μεταρρυθμιστές και σοσιαλιστές οργάνωσαν πικετοφορίες σ’ όλη τη χώρα. Ο συγγραφέας Άπτον Σίνκλαιρ (που αργότερα έγραψε το μυθιστόρημα «King Coal» που με σημάδεψε ως παιδί όταν το ανακάλυψα σε μια βιβλιοθήκη) στήθηκε επί μέρες έξω από τα γραφεία του Ροκφέλερ στη Νέα Υόρκη σε σιωπηλή διαδήλωση. «Στο Σικάγο πραγματοποιήθηκε μεγάλη διαδήλωση με πρωτοβουλία της εφημερίδας “Masses”. Ο Σίνκλαιρ και ο προοδευτικός δικαστής του Ντένβερ, Μπ. Μπ. Λίντσεϊ, ταξίδεψαν μαζί με γυναίκες νεκρών κι απεργών σ’ όλη την Αμερική μιλώντας σε συγκεντρώσεις για την σφαγή του Λάντλοου.»

Σήμερα που ζούμε τ’ απόνερα του κοινωνικού φιλελευθερισμού και συνειδητοποιούμε πως αυτό που γνωρίσαμε ως λαϊκό καπιταλισμό  κι ανθρώπινα δικαιώματα ήταν απλά η (δημιουργική και όχι επαρκής μα εν συγκρίσει με «αυτό» το σημερινό πολύτιμη, αλλά ήδη παρελθούσα) προσαρμογή του «δίκαιου και ελεύθερου» αυτού συστήματος στον «κομμουνιστικό κίνδυνο» (κι ενώ η ακατάγγελτη από κάτι «δημοκράτες της άλλης όχθης» διακυβέρνηση Πούτιν με τις συνεχείς παραβιάσεις -που σε λίγο θα κλείσει 25ετία ξεπερνώντας τον Στάλιν!- δείχνει πως στη Ρωσία και πάλι δεν μπόρεσε να στεριώσει αστική δημοκρατία… και δεν είναι καταρχήν η αστική δημοκρατία που φταίει –παρά τα ελαττώματά της- όπως δεν ήταν καταρχήν και ο Μαρξισμός παρά τα ελαττώματά του…) ένας σημαντικός ερευνητής στην Αγγλία, ο (κοινωνικά φιλελεύθερος) Πέλερμαν, κυκλοφόρησε ένα βιβλίο που ξεβολεύει όπως κάθε σημαντικό βιβλίο, όπως κάθε σημαντική αλήθεια. Γιατί στο «Αυτοί που εφεύραν τον καπιταλισμό» μελετώντας την αλληλογραφία των θεμελιωτών του καταδείχνει (όπως στην Ελλάδα μόνο ο πιο γενναίος δημοσιογράφος του ΔΟΛ ο Ρ. Βρανάς έχει προβάλλει, σε έντυπα που τα διαβάζεις και φρικάρεις από τις «παραγγελίες της άλλης όχθης») δίχως κόπο την αλήθεια τους:

Οι κατώτερες τάξεις πρέπει να είναι πολύ φτωχές για να παράγεται αξιόλογο κέρδος, οι αγρότες (όπως συνέβη) έχασαν τα μερίσματα γης και εκδιώχθηκαν βίαια από τις δημευμένες ξάφνου περιουσίες τους για να δουλεύουν 16 ώρες για μια πατάτα στα εργοστάσια, ενώ τα παιδιά των προλετάριων (σύμφωνα με τον… διαφωτιστή Λοκ) καλό είναι να εργάζονται από την ηλικία που ελέγχουν τα χεράκια τους, από την ηλικία των 3 ετών δηλαδή όπως γράφει, αφού ακόμη και η διαφώτιση δεν είναι για όλους… Άλλωστε, ότι αφήνει όριο η οικονομία τους το γκρεμίζει (καθώς λέει η φράση) ο «πολιτισμός» τους.

Η Ανάσταση

Όπως έχει επισημάνει ο Connerton η προφορική ιστορία των μειονοτικών ομάδων μιας κοινωνίας θα παράξει έναν πολύ διαφορετικό είδος ιστορίας: Μια ιστορία στην οποία όχι μόνο οι περισσότερες λεπτομέρειες θα είναι διαφορετικές, αλλά στην οποία η ίδια η επιλογή των εννοιολογικών σχημάτων θα εξυπηρετεί έναν διαφορετικό σκοπό». Η διαφοροποίηση μεταξύ κοινωνικής μνήμης και ιστορικής της κατασκευής θεωρείται σημαντική για να δούμε «πώς» η κυρίαρχη εικόνα μιας κοινωνίας για τον εαυτό της συγκροτείται και «πώς» μεταβάλλεται. Αλλά και «πώς» στην διαδικασία αυτής της μεταβολής οι ετερόκλητες ταυτότητες «σχηματοποιούνται» από τη μια και «ρέουν» από την άλλη.

Το χρονικό της απεργίας, έτσι, δεν γράφτηκε ποτέ και έμενε σαν κρυφή μνήμη της προφορικής ιστορίας των εναλλακτικών ταυτοτήτων της μεγάλης χώρας και όχι μόνο, διασωσμένο από τις κοινότητες των ανώνυμων αλλά καταγεγραμμένο από την κριτικά διακείμενη τέχνη. Γιατί στα 1944 ο τραγουδιστής  Γούντι Γκάρθι κάνοντάς το τραγούδι  («The Ludlow Massacre») το έβαλε στα χείλη των πολλών,  για να επιβιώσει του χρόνου ως ένα από τα «εμβατήρια» που συνόδευαν τις διαδηλώσεις της συγκλονιστικής δεκαετίας του ’60. Έπειτα ο ποιητής Ντέιβιντ Μέισον  έγραψε ένα ποιητικό μυθιστόρημα 4.800 στίχων με τίτλο: “Ποιος ήταν ο Λούης Τίκας”.

Ο ελληνοαμερικανός συγγραφέας Ζ. Παπανικόλας στα 1991 έγραψε τη βιογραφία του σε ένα βιβλίο επικαιροποιόντας την σύντομη ζωή του, και το 2001 ο Αμερικανός τραγουδοποιός Frank Manning στηριγμένος στις αναμνήσεις του παππού του που συμμετείχε στην απεργία του Λάντλοου, έγραψε το τραγούδι «Λούης Τίκας», που βραβεύτηκε στο διαγωνισμό «Γούντι Γκάθρι». Αντιγράφω από site για τον Τίκα: «Σήμερα το Λάντλοου είναι μια πόλη-φάντασμα. Στον χώρο της σφαγής, στην περιοχή Τρίνινταντ, έχει στηθεί μεγαλόπρεπες μνημείο από γρανίτη στη μνήμη των θυμάτων. Εκεί υπάρχει και ο τάφος του γενναίου Λούη Τίκα.

Η Βασιλεία των Ουρα(γ)ών (ή «και οι πρώτοι έσονται τελευταίοι»)

Στο περίφημο τραγούδι του «Working Class Hero» ο Lennon υμνεί τους ανθρώπους που προσπάθησαν να βελτιώσουν τη ζωή των πολλών. Αυτή η κρυφή ιδέα των «Αγίων ημών», μιας δίχως (;;) Θεό Αγιότητας που κερδίζεται όχι από την «εγκράτεια» όπως λένε τα επίσημα δόγματα που εκπροσωπούν λένε «τον Θεό» (ή «τη μια αλήθεια») μα αντίθετα από την προσπάθεια να πραγματώσεις τις επιθυμίες, τέμνει την ιστορία της ανθρωπότητας κι ανθίζει κατά τόπους και τρόπους έκφρασης, επικαιροποιώντας την αξία των αγώνων.  «It takes more than bullets to kill a man» τραγουδούσε (και) η Baez (και) για τον Τίκα.

Ίσως γιατί,  αυτήν την («άλλη») «γη της επαγγελίας» να είχε στο μυαλό του τούτος ο λεβέντης παρά την αγριάδα των καιρών του κι οργανωτικός Κρητικός που δολοφονήθηκε με φριχτό τρόπο μόλις στα 24 του, όταν πάτησε στη γη ενός κόσμου που (όπως και την ψυχροπολεμική αντίπαλό του) τον θαρρούσαμε «νέο» μα αποδείχθηκε παλιός. Μια Ιθάκη προορισμένη πρώτα για τους συντρόφους του. Ή όλοι ή κανένας, τουλάχιστον «όχι αυτός».

Αλλά αυτό που (συν)διαμορφώνει την ανθρώπινη μνήμη, δηλαδή την ιστορία του κόσμου, δεν είναι ευτυχώς μονοσήμαντα «παλιό» (συνοδευμένο από «παράτες και πυροτεχνήματα»), αφού επαναγεννιέται  στις ανάγκες κάθε εποχής κι έτσι άνθρωποι όπως ο Τίκας (ποτέ υπερπροβεβλημένοι στις «επίσημες σελίδες») ξεπερνούν τη λήθη και –όπλο η Μνήμη- ραγίζουν την επιλεκτική ανάγνωση του κόσμου, σε μια υπόμνηση «σιωπηλή», μιας λέξης ή μιας φράσης, κρυμμένης στη γωνιά ενός δρόμου:

Βλέπετε, στις αρχές αυτού του αιώνα, για ν’ αναζητήσεις τον Λούη Τίκα, δεν θα ταξιδέψεις στο πολύβουο λιμάνι της Νέας Υόρκης μα στο ράθυμο λιμανάκι του Ρεθύμνου. Κι εκεί, λίγο πιο μέσα, θα διαβάσεις: «οδός Ηλία Σπαντιδάκη».