Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το πρόβλημα των «μοριακών test» αποτελεί το κεντρικό θέμα συζήτησης, στο σύνολο του προβλήματος της πανδημίας, που παραμένει κυρίαρχο στην καθημερινή επικαιρότητα.

Ads

Ωστόσο τα μοριακά test, δεν μπορούν να παραμείνουν απλώς σε ένα επίπεδο συζήτησης.

Με την ίδια λογική που η πανδημία δεν αποτελεί απλώς θέμα επικαιρότητας, αλλά ζωτικό πρόβλημα  Δημόσιας Υγείας, που απειλεί καθημερινά τις ζωές μας.

Τα μοριακά test, δεν αντιστοιχούν απλώς σε «δείγματα», έννοια που όταν καταγράφεται – όπως συνηθίζεται – στις εκθέσεις επιδημιολογικής επιτήρησης ή σε στατιστικές μελέτες, καταλήγει να παραπέμπει σε γενικόλογη και αφηρημένη αναφορά.

Ads

Πρόκειται για «ζωντανό ανθρώπινο ιστό», που ανήκει σε συγκεκριμένο «ζωντανό», άρα σε «υπαρκτό άτομο», που έχει ληφθεί για διαγνωστικούς λόγους, προκειμένου να δοθούν απαντήσεις, από τις οποίες εξαρτάται η υγεία του.

Τα επιδημιολογικά χαρακτηριστικά της τρέχουσας πανδημίας σε συνάρτηση με τα βιολογικά χαρακτηριστικά του νοσογόνου παράγοντα, δηλαδή του ιού SARS – COV -2 και την κλινική εικόνα της νόσου COVID – 19, που αυτός προκαλεί, προσδιορίζουν με τη σειρά τους, τα αυστηρά ποιοτικά, αλλά κυρίως χρονικά πλαίσια, στα οποία επιβάλλεται να κινηθεί, η προηγούμενη γενική διαδικασία.

Πολύ απλά, από το συγκεκριμένο μοριακό test, είναι ανάγκη εξαντλώντας το μέγιστο των τεχνικών δυνατοτήτων, να δοθεί μια αξιόπιστη απάντηση, στο αμεσότερο χρονικό διάστημα, στο άτομο που έδωσε τμήμα του ιστού του για διαγνωστικούς λόγους.

Στις συνθήκες πανδημίας η αναγκαιότητα αυτή αποκτά διαστάσεις που ξεπερνούν τα περιορισμένα πλαίσια της υγείας του ατόμου και μεγεθύνονται άμεσα σε συλλογικό επίπεδο διασφάλισης της υγείας του κοινωνικού συνόλου.

Συνεπώς από τις εννοιολογικές αυτές παραδοχές, προκύπτουν συγκεκριμένα ερωτήματα :

  • Ξέρουμε πού βρίσκεται αυτή τη στιγμή κάθε ένα από τα δείγματα ;
  • κι αν ναι πώς διασφαλίζεται ο δημόσιος έλεγχος ;
  • Έχουν ταυτοποιηθεί πλήρως όλα τα δείγματα με τις πλέον σύγχρονες μεθόδους, σεβόμενες προφανώς και τα προσωπικά δεδομένα, πχ barcode κλπ
  • κι αν ναι πώς διασφαλίζεται ο δημόσιος έλεγχος ;
  • Υπάρχει ενιαία βάση δεδομένων στα οποία καταγράφονται όλα τα αποτελέσματα, από όλα τα πιστοποιημένα κέντρα και ποια ; και σε ποιο χρόνο επιτελείται η καταγραφή ;
  • Έχει ελεγχθεί το σύνολο των ληφθέντων δειγμάτων
  • κι αν ναι πού και πότε έχουν καταχωρηθεί ;
  • κι αν όχι, γιατί δεν έχουν ελεγχθεί ;
  • έχουν εξασφαλισθεί οι συνθήκες διατήρησης τους ;
  • πόσα είναι τα μη ελεγχθέντα δείγματα ;
  • ποια είναι (σε ποιον ανήκουν) και πού βρίσκονται ;
  • πόσο χρονικό διάστημα έχει περάσει από τη λήψη τους ;
  • έχουν ενημερωθεί τα άτομα στα οποία ανήκουν, πότε και πώς ;
  • βρίσκονται ή όχι τα άτομα αυτά σε απομόνωση μέχρι να τους γνωστοποιηθεί το αποτέλεσμα;

Από τις απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά, προκύπτει το ερώτημα, κατά πόσον διασφαλίζεται σήμερα η υγεία των Ελλήνων πολιτών και εξασφαλίζεται η βεβαιότητα και η πεποίθηση, ότι το κράτος διαχειρίζεται τόσο τους ίδιους, όσο και τους «ζωντανούς ιστούς» τους με την αντίστοιχη ασφάλεια, συνέπεια και αξιοπρέπεια.

Το κεντρικό ζήτημα λοιπόν είναι :

Εάν και κατά πόσον η υγεία των Ελλήνων πολιτών, κινδυνεύει από συμπολίτες τους, οι οποίοι κυκλοφορούν, χωρίς να γνωρίζουν ούτε οι ίδιοι, ότι ενδεχομένως είναι φορείς του ιού, επειδή οι «ζωντανοί ιστοί» τους (τα δείγματα), καθυστερούν να εξετασθούν ή ενδεχομένως να λιμνάζουν – έστω και συντηρημένα – σε εργαστήρια, με κίνδυνο της υγείας τους και των συμπολιτών τους.

Καμία πολιτεία, που θέλει να θεωρείται δημοκρατική δεν βρίσκεται στο απυρόβλητο, μακριά από την κριτική και τον έλεγχο των πολιτών της, ιδιαίτερα σε περίοδο κρίσεων, όπως αυτή της πανδημίας.

Καμία πολιτεία, που διακηρύσσει   ότι σέβεται και ότι δουλεύει άοκνα και νυχθημερόν για τους πολίτες της, δεν μπορεί να χρησιμοποιεί τον βερμπαλισμό, σα μέθοδο πειθούς και ειδικότερα ως εργαλείο επεξεργασίας δεδομένων, περιοριζόμενη σε επικοινωνιακή διαχείριση της πανδημίας.

Η πενία – των παρεχόμενων τουλάχιστον – στοιχείων του ΕΟΔΥ, ο οποίος κατεργάζεται μεθόδους συγκάλυψης της ελλειμματικής του πολιτικής και η ανυπαρξία άλλων διαθέσιμων πηγών, καθιστά δυσχερή, έως σχεδόν αδύνατη την παράλληλη έρευνα και τον έλεγχο της «παρουσιαζόμενης» επιδημιολογικής εικόνας.

Έχουμε θίξει κατ’ επανάληψη το ζήτημα αυτό με εξαντλητικό τρόπο μέσα από σειρά δημοσιευμάτων στο tvxs, όσον αφορά την ανεπάρκεια, την εγκυρότητα και την αξιοπιστία των στοιχείων, τα αποτελέσματα των επεξεργασιών τους και μάλιστα κατ’ αντιπαράθεση με τις βάσεις δεδομένων εξειδικευμένων Διεθνών Πανεπιστημιακών Κέντρων και Ινστιτούτων. Για το λόγο αυτό δεν επανερχόμαστε.

Ωστόσο η τελευταία δημόσια συζήτηση σχετικά με τη διαχείριση των «μοριακών δειγμάτων», απαιτεί μια αναλυτικότερη αναφορά στο θέμα αυτό.

Ο ΕΟΔΥ αναφέρει στις εκθέσεις του την στερεότυπη φράση :

«…..έχουν συνολικά ελεγχθεί ……. κλινικά δείγματα, εκ των οποίων τα …… (…..%) ήταν θετικά στον κορωνοϊό (συμπεριλαμβάνονται και περισσότερα από ένα δείγματα ανά άτομο που ελέγχθηκε)

Συνεπώς ο αναφερόμενος αριθμός

  • 1ον δεν αντιστοιχεί στον αριθμό των ατόμων που ελέγχθηκαν και
  • 2ον δεν αντιστοιχεί στον συνολικό αριθμό των test που διενεργήθηκαν

Επομένως τι συμπέρασμα μπορεί να βγάλει κανείς όταν από τη μια αναφέρονται χιλιάδες test, ημερησίως χωρίς να υπάρχει το παραμικρό έγγραφο στοιχείο καταγραφής τους, παρά μόνο προφορικές δηλώσεις στα ΜΜΕ και τιτιβίσματα στα twitter ;

Πώς μπορεί να υπάρξει μια ειλικρινής και σαφής εικόνα της κατάστασης όταν εκτός από το πρόβλημα του συλλήβδην υπολογισμού των test, σε πληθυσμούς με διαφορετική δυναμική, δηλαδή στις πύλες εισόδου (που ανακοινώνονταν μέχρι προ εβδομάδος περίπου) και εκείνων (άγνωστων παντελώς) στην κοινότητα, προστίθενται και επιπλέον προβλήματα, όπως :

  • πόσα test έχουν γίνει στην κοινότητα ;
  • πόσα είναι τα επαναληπτικά κατ’ άτομο ;
  • πόσα άτομα τελικά έχουν ελεγχθεί ;

Άραγε είναι τυχαίο το γεγονός ότι δεν υπάρχει το παραμικρό στοιχείο με το οποίο θα μπορούσε να γίνει  κάποια συγκριτική μελέτη ;

Μάλλον όχι, διότι η κατάσταση αυτή διευκολύνει αφάνταστα την επιστημονική κοινότητα, να αναπαράγει, το ευτελές και ανυπόστατο, αντιεπιστημονικό επιχείρημα του Αμερικανού Προέδρου :

Κάνουμε περισσότερα test, γι αυτό έχουμε περισσότερα κρούσματα.

Επιχείρημα που συγκαλύπτει τη στρατηγική του κου Τσιόδρα, που εφαρμόζει «ευλαβικά» ο ΕΟΔΥ.

Επιχείρημα που με αφορμή τον αυξημένο αριθμό ελέγχων στις πύλες εισόδου και σε συνάρτηση με τις ανάγκες ελέγχου αθρόων κρουσμάτων, που τώρα πλέον «σκοντάφτει επάνω τους», ο ΕΟΔΥ, δίνουν την ευχέρεια στους αρμόδιους να καυχώνται – με αριθμούς όπως 17.000 test σε μια μέρα, άλλοτε 13.000, άλλοτε 14.000 – ότι δήθεν εφαρμόζουν την πολιτική των Διεθνών Οργανισμών, αυτή δηλαδή που από την πρώτη στιγμή απέρριψαν και ουδέποτε εφάρμοσαν.

Ειδικά το τελευταίο αυτό επιχείρημα, προβλέπεται εξαιρετικά βραχύβιο, δεδομένου ότι θυσιάστηκε και «κάηκε» στο βωμό της ενίσχυσης της ιδιωτικής πρωτοβουλίας.

Με αυτά τα πενιχρά, ανεπαρκή, συγκεχυμένα και ανόμοια, μη συγκρίσιμα στοιχεία είναι αδύνατη η οποιαδήποτε επεξεργασία, πολύ δε περισσότερο η οποιαδήποτε απόπειρα σύγκρισης της χώρας μας με τις υπόλοιπες.

Χαρακτηριστικό είναι το διάγραμμα που ακολουθεί, αναφέρεται στα test ανά 1000 κατοίκους. Οι καμπύλες που απεικονίζονται, αποτελούν απλώς και μόνον αποτύπωση των δεδομένων και δεν προσφέρονται για συγκρίσεις, διότι στη δεξιά στήλη αναφέρεται σαφώς η διαφορετική πηγή προέλευσης των σχετικών δεδομένων.

Για παράδειγμα η Νορβηγία και η Ιταλία, καταχωρούν τον αριθμό των ατόμων που έχουν ελεγχθεί. Η Μ. Βρετανία, το Βέλγιο και η Αυστρία καταχωρούν τον αριθμό των διενεργηθέντων test. Άλλες χώρες μεταξύ αυτών και η Ελλάδα καταχωρούν αριθμό δειγμάτων.

Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε, ότι δεν είναι βέβαιο – κάθε άλλο – ότι οι χώρες της τελευταίας κατηγορίας, υπολογίζουν τον αριθμό των δειγμάτων με τον ίδιο τρόπο, όπως ο ΕΟΔΥ.

Είναι πλέον ευκόλως αντιληπτό, ότι οποιαδήποτε προσπάθεια σύγκρισης και κατάταξης της χώρας μας σε «φανταστικές» κλίμακες, μόνον τον γέλωτα μπορεί να προκαλέσει.

Σε όλες τις παραμέτρους που προαναφέρθηκαν και οι οποίες δημιουργούν κλίμα έντονης ανησυχίας, έρχονται να προστεθούν και τα δεδομένα που αποτυπώνουν την σταθερή επι τα χείρω πορεία της πανδημίας, όπως :

1ον ο σταθερά τριψήφιος αριθμός νέων κρουσμάτων, παρά το γεγονός ότι δεν είναι αποτέλεσμα μαζικών και στοχευμένων ελέγχων.

Είναι αποτέλεσμα των περιορισμένων test, στην κοινότητα, αφού οι ίδιοι οι αρμόδιοι δηλώνουν δυσανάλογα υψηλότερους αριθμούς ελέγχων στις πύλες εισόδου, σε μια προσπάθειά τους να απενοχοποιήσουν την πολιτική επιλογή του «ανοίγματος στον τουρισμό», ειδικά με τον τρόπο που έγινε.

Είναι αποτέλεσμα κυρίως των ιχνηλατήσεων,  κρουσμάτων που βρέθηκαν «αναπόφευκτα τυχαία, ούτε καν δειγματοληπτικά», μπροστά από τον ΕΟΔΥ και κρουσμάτων από συρροές, από επαγγελματικούς χώρους, γηροκομεία και κλειστές δομές, που όφειλαν να είχαν ανιχνευθεί και ανιχνεύθηκαν με τραγική καθυστέρηση. Δυστυχώς αυτή είναι η αλήθεια.

Είναι αποτέλεσμα της μεταφοράς επιδημιολογικών φορτίων, από και σε, διάφορες περιοχές της χώρας, από μετακινήσεις εγχώριου και ξένου πληθυσμού, χωρίς τη παραμικρή γνώση της επιδημιολογικής εικόνας που επικρατούσε ανά περιοχή και ως εκ τούτου χωρίς ενημέρωση, πρόβλεψη ή σύσταση.

Στο σημείο αυτό αποκαλύπτεται σε όλο του το μεγαλείο το δόγμα που επικράτησε στο σχεδιασμό και στην εφαρμογή της πολιτικής για την αντιμετώπιση της πανδημίας.

Παρακολουθούμε την επιδημιολογική εικόνα (με όσο το δυνατόν λιγότερα στοιχεία) και παίρνουμε εκ των υστέρων μέτρα για να «προλάβουμε» την επιδείνωση.

αντί για την πάγια και κλασσική επιδημιολογική αντίληψη :

Προβλέπουμε την επιδημιολογική εικόνα και προλαμβάνουμε την επιδείνωση παίρνοντας τα κατάλληλα μέτρα.

Το χειρότερο βέβαια ήταν, ότι η αντιστροφή αυτή στην παγκοσμίως ακολουθούμενη στρατηγική, επιχειρήθηκε να εξηγηθεί χρησιμοποιώντας το αφελές επιχείρημα, της «χρονοκαθυστέρησης».  Επανειλημμένα είχε λεχθεί, όποτε αυτό συνέφερε, προκειμένου να δικαιολογηθεί,  είτε το έλλειμμα ενεργειών, είτε η αναποτελεσματικότητα των μέτρων, στο οποίο οδηγούσε το «βλέποντας και κάνοντας», με το ότι :

τα αποτελέσματα από τα μέτρα θα τα δούμε μετά από δυο περίπου εβδομάδες ή πάλι περιμένουμε να δούμε πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση τις επόμενες δύο εβδομάδες για να  πάρουμε τα κατάλληλα μέτρα.

Με άλλα λόγια ενοχοποιήθηκαν τα επιδημιολογικά χαρακτηριστικά της πανδημίας, που προσδιορίζονταν σε μεγάλο βαθμό από τα βιολογικά χαρακτηριστικά του ιού (χρόνος επώασης, προσυμπτωματικοί και ασυμπτωματικοί φορείς, διάρκεια διαδρομής της νόσου κλπ), που δημιουργούσαν τη διαφορά χρόνου, ανάμεσα στο γεγονός και την εμφάνισή του, προκειμένου να συγκαλυφθούν οι πραγματικοί «ένοχοι».

Το έλλειμμα, η αδράνεια και καθυστέρηση, ερμηνεύθηκαν «επιστημονικά» με το φαινόμενο της «χρονοκαθυστέρησης», τόσο σε επίπεδο αμεσότητας ενεργειών, όσο και σε επίπεδο μακρόπνοων στρατηγικών επιλογών.

Με άλλα λόγια, ο ιός έφταιγε για όλα. Εμείς δεν είχαμε καμία παρεμβολή και ευθύνη πουθενά στη σχέση, «αιτίου και αιτιατού», λες κι ο ιός ενεργούσε κατ’ αποκλειστικότητα εντελώς μόνος του.

2ον Η αύξηση του αριθμού των νοσηλευόμενων από 200 στις 26 Αυγούστου σε 400 στις 4 Σεπτεμβρίου.

Δηλαδή 200 μέσα σε μια εβδομάδα.

Η αύξηση του αριθμού των διασωληνωμένων που έφθασε τους 40, αλλά αν προσθέσει κανείς και τους θανάτους από 1ης Αυγούστου δηλαδή 73 άτομα, ο αριθμός που ανακυκλώθηκαν στις ΜΕΘ φτάνει στα 113 άτομα. Αριθμός που θα πρέπει να ανησυχήσει ακόμη κι αυτούς που στη προσπάθειά τους να ελαχιστοποιήσουν τον κίνδυνο, έχουν παραιτηθεί από την αναφορά τους στο δείκτη Rt.

Αφού  οι ίδιοι ευτέλισαν με τις αντιφατικές τους δηλώσεις τον δείκτη Rt , έχουν πλέον καταφύγει για τις «προβλέψεις» τους στα «σκληρά» μεγέθη, δηλαδή στον αριθμό των νοσηλευόμενων και των διασωληνωμένων.

Η πραγματικότητα όμως είναι αμείλικτη και πολύ σύντομα τους αφαίρεσε αυτή τη δυνατότητα. Παρεμπιπτόντως οι υπολογισμοί από 4 διαφορετικά Διεθνή επιστημονικά Κέντρα, ακόμη και με τα στοιχεία που εμφανίζει ο ΕΟΔΥ, δηλαδή τη συλλήβδην καταμέτρηση που προαναφέραμε, δεν συμφωνούν με την τιμή του Rt, όπως αναφέρεται στο πρόσφατο δελτίο επιδημιολογικής επιτήρησης και τον τοποθετούν υψηλότερα από το 0,78.
image

image

image

3ον Η διαβεβαίωση που ακούμε αρκετά συχνά, ανάλογα βέβαια με την περίπτωση :

«αυτό που συνέβη, ήταν αναμενόμενο».

Και ναι μεν αυτό μπορεί να ελαχιστοποιεί κάπως το θόρυβο, που προκαλεί η κατάρρευση του  success story, δεν καταφέρνει όμως να δώσει ικανοποιητικές απαντήσεις στο ερώτημα :

Αφού ήταν αναμενόμενο, τότε τι μέτρα πήραμε για να το αποφύγουμε ;

Κι αν πάλι δεν το περιμέναμε, κι ήταν απρόβλεπτο ή αναπόφευκτο, τότε πόσο αξιόπιστα είναι τα μοντέλα και οι αλγόριθμοι με τα οποία δουλεύουν νυχθημερόν, ο κος Χαρδαλιάς  και ο κος Μαγιορκίνης μαζί με τα «επιτελεία» τους.

Αν μη τι άλλο, θα μπορούσαν ενδεχομένως να διεκδικήσουν τον τίτλο του :

G.N.T.E.M. (Greece’s Next Top Epidemiological Model) !!

4ον Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλούν τα πρόσφατα γεγονότα που αφορούν την αναστολή λειουργίας του Ε.ΚΕ.Α (Εθνικού Κέντρου Αιμοδοσίας), λόγω έλλειψης αντιδραστηρίων και την αδυναμία του Μικροβιολογικού εργαστηρίου του ΕΚΠΑ, λόγω φόρτου εργασίας να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους σχετικά με τον έλεγχο των δειγμάτων.

Συνεπώς φαίνεται ότι έχει συσσωρευθεί μεγάλος αριθμός δειγμάτων, που δεν έχει ακόμη ελεγχθεί. Εδώ θα πρέπει να προστεθούν και οι καταγγελίες των σωματείων των εργαζομένων των νοσοκομείων και του προέδρου της Ομοσπονδίας τους, της ΠΟΕΔΥΝ, που αποκαλύπτουν ότι προϋπήρχε ήδη μεγάλος αριθμός δειγμάτων που εκκρεμούσε, όπως φαίνεται από το μεγάλο χρόνο καθυστέρησης των απαντήσεων.

Έτσι όπως έχει διαμορφωθεί η κατάσταση, όχι μόνο δεν επιβεβαιώνει τις πομπώδεις δηλώσεις περί 17.000 test, και άλλοτε περί 13.000 -12.000 ημερησίως, αλλά ούτε και τις διαβεβαιώσεις του κου Κοντοζαμάνη, περί ομαλής λειτουργίας των εργαστήριων και ομαλής διεξαγωγής εργαστηριακού ελέγχου των δειγμάτων.

Άλλωστε ακόμη κι ο Διοικητής της 1ης ΥΠΕ δήλωσε στο  ethnos.gr:

«Για να καταλάβετε, μόνο στο Κέντρο Υγείας Αλεξάνδρας ,σε αναμονή για εξέταση ήταν πάνω από 1.200 δείγματα».

Επομένως προκύπτουν τα εύλογα ερωτήματα :

  • προς τι τα 17.000 test – εάν και εφόσον αυτά γίνονται στην κοινότητα και δεν συνυπολογίζονται μαζί με αυτά στις πύλες εισόδου – αφού τα αντίστοιχα δείγματα δεν μπορούν να ελεγχθούν έγκαιρα, σε χρόνους που επιβάλλει η δεδομένη κυκλοφορία του ιού;
  • δεν είναι αυτονόητο, ότι στη περίπτωση αυτή, όταν δηλαδή οι απαντήσεις δίδονται με τραγική καθυστέρηση, ότι βρισκόμαστε και πάλι στον ίδιο παρονομαστή, που βρισκόμασταν όταν οι έλεγχοι ήταν περιορισμένοι ;
  • τι μέτρα προστασίας λαμβάνονται για τα ελεγχόμενα άτομα, τις επαφές  τους, για να μην γίνει διασπορά, όσο αυτά τελούν σε αναμονή των αποτελεσμάτων ;
  • Μέσα σε αυτό το κλίμα σύγχυσης, πόσο ασφαλή είναι τα δείγματα ;
  • Είναι ταυτοποιημένα και συντηρημένα, όπως πρέπει ;
  • Μήπως σε λίγο μετά τα ορφανά κρούσματα θα έχουμε ενδεχομένως και ορφανά δείγματα ;
  • γιατί ενώ ήταν γνωστές οι ανάγκες σε αντιδραστήρια δεν είχαν προβλεφθεί επαρκείς ποσότητες ;
  • υπήρξαν συμβάσεις που δεν τηρήθηκαν ;
  • συμβάσεις που έληξαν και δεν ανανεώθηκαν έγκαιρα ;
  • εάν το πρόβλημα οφείλονταν σε υπαιτιότητα της συμβαλλόμενης εταιρείας, γιατί δεν υπήρξαν επικουρικές συμβάσεις, ώστε να τεθούν σε εφαρμογή σε μια τέτοια περίπτωση;

Τα ερωτήματα όσο μένουν αναπάντητα δημιουργούν κλίμα αβεβαιότητος και ανησυχίας, ιδιαίτερα αν συνυπολογίσει κανείς και εκείνα που δημιουργούνται από πληθώρα δημοσιευμάτων.

Σύμφωνα με αυτά υπήρξε μια εμφανής προσπάθεια, μετά την εγκατάλειψη του δημοσίου συστήματος όσον αφορά τους οικονομικούς και τους ανθρώπινους πόρους και το προδιαγεγραμμένο υπό αυτές τις συνθήκες «blackout» των εργαστηρίων του δημοσίου, ο έλεγχος των δείγματων να «κατευθυνθεί» προς τα ιδιωτικά εργαστήρια.

Κάτι που ακόμη και σε εξαιρετικά ακραία περίπτωση, που θα ήταν αναγκαίο κακό λόγω υπερβολικού όγκου δειγμάτων από μαζικούς εκτεταμένους ελέγχους, θα μπορούσε να είχε λυθεί – αν μη τι άλλο, τουλάχιστον – με κεντρική σύμβαση, του Υπουργείου Υγείας, που θα προέβλεπε χαμηλές τιμές σε επίπεδο κόστους και όχι σε τρέχουσες τιμές.

Είναι εντυπωσιακό, ότι το γεγονός αυτό έρχεται στην επιφάνεια, την ίδια περίοδο που ο κος Κοντοζμάνης, σε ερώτηση δημοσιογράφου που αναφέρονταν στην ανάγκη διατίμησης των σχετικών μοριακών ελέγχων, απεκάλυψε ότι το Υπουργείο Υγείας δεν είχε καμία τέτοια πρόθεση.

Τι θα μπορούσε να σκεφθεί κανείς, όταν ο κ.Παναγιώτης Στάθης, διοικητής της 1ης ΥΠΕ εξηγεί στο ethnos.gr: «Ενδεικτικά να σας πω ότι η τιμή για ένα τεστ από το συγκεκριμένο διαγνωστικό κέντρο είναι στα 50 ευρώ όταν όλα τα υπόλοιπα ξεκινούν από 70 ευρώ και πάνω.», ενώ άλλο εργαστήριο συγκεκριμένου ομίλου η τιμή είναι 5 ευρώ ;

Εξάλλου είναι γνωστό ότι το κόστος θα μπορούσε να είναι ακόμη χαμηλότερο, καθόσον όπως προτείνεται – τόσο από τον ΠΟΥ όσο και από το FDA – μπορούν τα εργαστήρια που διενεργούν τους μοριακούς ελέγχους, να ομαδοποιούν τα δείγματα και να εφαρμόζουν τη μέθοδο των ομαδοποιημένων δειγμάτων (Pooled Sample Testing).

Παράλληλα συμπτύσσεται και ο απαιτούμενος χρόνος εξαγωγής των αποτελεσμάτων. Η μέθοδος αυτή των ομαδοποιημένων δειγμάτων (Pooled Sample Testing), που απαιτεί φυσικά ειδικά ειδικά πρωτόκολλα, εφαρμόζεται και σε πολλές άλλες παρόμοιες περιπτώσεις που απαιτούν μαζικό έλεγχο.

Τι θα μπορούσε να σκεφθεί κανείς μετά από όλα αυτά, όταν ο απλός πολίτης, χωρίς συμπτώματα που θέλει να εξετασθεί επειδή ήρθε σε επαφή με διαπιστωμένο κρούσμα, καθοδηγείται από τον ΕΟΔΥ, είτε να κλειστεί στο σπίτι του, αποφεύγοντας κάθε επαφή (χάνοντας ενδεχομένως λόγω αδικαιολόγητης απουσίας  ακόμη και τη δουλειά του), είτε να πάει σε ιδιωτικό εργαστήριο για να υποβληθεί σε μοριακό έλεγχο, που θα επιβαρυνθεί ο ίδιος ;

Τι θα μπορούσε να σκεφθεί κανείς, όταν η παγκόσμια κοινότητα, σε όλες τις χώρες, κάνει το παν για να διευκολύνει τόσο το συμπτωματικό, όσο και το ασυμπτωματικό άτομο, που ήρθε σε επαφή με κρούσμα, δίνοντας του την ευχέρεια να κάνει δωρεάν το test, σε πολλαπλά σημεία ελέγχου ;

Τι θα μπορούσε να σκεφθεί κανείς όταν η παγκόσμια κοινότητα, έχει ξεπεράσει πλέον το στάδιο τις υιοθέτησης της αναγκαιότητας των μαζικών και στοχευμένων ελέγχων και προσανατολίζεται στο να μειώσει το χρόνο αναμονής των αποτελεσμάτων, βελτιώνοντας τις διαδικασίες και τις τεχνικές και στο να εξασφαλίσει στον πολίτη μέχρι και τη δυνατότητα του να κάνει ο ίδιος το test . Ένα test, που για τη λήψη του – ας σημειωθεί – δεν χρειάζεται εξειδικευμένη τεχνογνωσία.

Ωστόσο στη χώρα μας για τον ίδιο ιό και τον ίδιο κίνδυνο από την πανδημία, επικρατούν άλλα δεδομένα, άλλα μέτρα και άλλα σταθμά.

Άραγε πόσο ασφαλείς μπορούμε να νοιώθουμε μετά από όλα αυτά ;